“Θροούν τα πεύκα, αχούν οι γρύλοι, ξυπνούν στη μνήμη μου όλοι οι θρύλοι”
Στο δάσος
(ποίημα Μυρτιώτισσας)
Σαν μέσα απ᾽ άυλο ποτιστήρι,
κάτω απ᾽ το δέντρο που έχω γείρει,
των αρωμάτων ρέει το σμάρι,
φλισκούνι, ρίγανη, θυμάρι!
Ό,τι έχει ο Θεός ξέγνοιαστο πλάσει
γύρω απ᾽ το δάσος έχει κουρνιάσει,
πουλιά στα δέντρα, αρνιά στις στάνες,
και στα τσαντίρια οι ατσιγγάνες.
Θροούν τα πεύκα, αχούν οι γρύλοι,
ξυπνούν στη μνήμη μου όλοι οι θρύλοι.
Να ᾽ρχόταν λέει και να με κάνει
ο δράκος, λεύκα είτε πλατάνι,
μια ρίζα νά ᾽μαι εδώ στο χώμα,
και μήτε μάτια, μήτε στόμα!
Το αίμα αυτό που τρέχει εντός μου
και που με καίει σα να ᾽ν᾽ οχτρός μου,
νά ᾽ρχονταν λέει ξωθιές πιλάλα,
να μου το πιουν στάλα τη στάλα,
και να χυθεί η ψυχή καθάρια,
σαν τα νερά, σαν τα χορτάρια!
Στα μυριοκέντητα κιλίμια
του δάσους, εγώ είμαι η μόνη ασκήμια,
και κάτι νόθο, κάτι ξένο
μες στο βασίλειο το παρθένο…
(Από τη συλλογή, Τα δώρα της Αγάπης)