Έχω χίλια να σου πω……. μα δεν έχει χώρο….. έχουν απλωθεί οι μυρουδιές του φασκόμηλου και της μανόλιας κι έχουν καταλάβει τα πάντα, σου λέω…. Μόνο τα βατράχια βρήκαν και τρύπωσαν σε τούτη τη νύχτα και την αναστατώνουν…. Και οι πυγολαμπίδες. Αυτές δεν χρειάζονται χώρο καν για να αναστατώσουν το νυχτωμένο σύμπαν.
Αυτόν τον Ήλιο που έφεγγε όλη μέρα, καύσωνα τον λένε κάποιοι, εγώ, Ζωοδότη θα τον πω. Και να, όλη μέρα εκεί από πίσω του έτρεχα, κι απλωνόμουνα ολόκληρη κοντά του, δίχως να τρίζουν τα κόκκαλά μου, και δίχως να ξεχωρίζει ο ιδρώτας απ’ το αίμα. Όλα κυλούσαν προς την ίδια φορά κι άμα πήρε το ζεστό αεράκι τ’ απόγευμα, έφτανε μέχρι τη ψυχή μου η ζέστη κι η ζεστασιά.
Κι όσο ο Ηλιος έφευγε, αυτό τ’ αεράκι πηγαινόφερνε και τις μυρουδιές που σας έλεγα και δεν ήξερε κανείς αν της μανόλιας ή του φασκόμηλου, γλιστρώντας μέσα από τους δρόμους τους εντός των Τειχών και στο κέντρο του Κάστρου, έφτανε πιο ψηλά…. Από εκεί, ενώνονταν, μπερδεύονταν και πλημμύριζαν αποφασιστικά, σαν δροσερή καλοκαιριάτικη καταιγίδα όλο το βουνό της χερσονήσου, πήγαιναν γύρω- γύρω απ’ την κορφή μέχρι τα μύχια της ψυχής τούτης της Πόλης, μέσα σε κάθε κρίνου καρδιά. Σε εκατομμύρια κρίνων καρδιές. Το βέβαιο είναι, ότι, έπειτα απ’ όλο αυτό, μεταγγίζονταν στις φλέβες του αγιοκλήματος, και ανέβαιναν, σαν από μεταξένια σκάλα, στο ολοστρόγγυλο φεγγάρι, και άνοιγαν τις πόρτες του καλοκαιρινού ουρανού, κι ανάβαν όχι τ’ αστέρια, μα το ίδιο το φεγγάρι κι έκαναν το μεσόνυχτο να μοιάζει μέρα και, 70 χρόνια -λένε- παλεύονταν να επιτευχθεί τούτη η σύμπτωση, να είναι πανσέληνος και θερινό ηλιοστάσιο μαζί και να μην μπορούν να ξεχωρίσουν τα άσπρα απ’ τα κόκκινα γιασεμιά………Ενώ, κανένας Έρωτας δεν μπορούσε να κρυφτεί τούτη την βραδιά. Μήτε των πουλιών μήτε των ανθρώπων. ΠΟΥΘΕΝΑ.
Το, εξ όλου του χειμώνα, επιδιωκόμενο και προσδοκώμενο και πολυαναμενόμενο Καλοκαίρι, έφτασε, στρώθηκε και χαρίζεται, γενναιόδωρα, αφιλοχρήματα, απλόκαρδα και μεγαλόπρεπα. Κι εγώ, -εμείς, και τα πουλιά που ταΐζαμε τον Χειμώνα, εδώ. Λίγο τοχεις;;;;;;;;;;;;
Σίγουρα, ξέρω να σας πω, πως μάθαμε να ξεχωρίζουμε τα ήρεμα και τ’ απλά και να κρατάμε τη Ζωή μας απέναντι στων ανθρώπων τα πα/ ε/ γκόσμια.
Και, σίγουρα ξέρω να σας πω, πώς τούτες οι ατίθασες, θρασείς, ανυπάκουες, ανυπότακτες και αδούλωτες, μυρουδιές κάναν εξέγερση που ξεπερνούσε τα όρια της λίμνης και νομίζω, προσπερνούσε κατά πολύ τους δρόμους με τα Όνειρα που κάναμε παιδιά…
Κείμενο – φωτογραφία: Βιβή Φαρσαλιώτου-Ιατρού