Γράφει η Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση
Είναι η τελευταία στροφή του Καστοριανού δημοτικού τραγουδιού, αφιερωμένου στον Κλήδωνα, μια αρχαία γιορτή που γιορτάζονταν μεγαλοπρεπώς και συμπίπτει με την 24η Ιουνίου, ημέρα που τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία, η γενέθλια μέρα του Αη Γιάννη του Πρόδρομου.
Οι παλιότερες εποχές του Ελληνικού κόσμου, – ως τα μέσα του 20ου αιώνα, σε ώρα κλήδωνα, – ξημέρωναν με μια ξεχωριστή φροντίδα από τις μητέρες για τις νεαρές θυγατέρες τους. Το ανάστεμα της φύσης κι η αφθονία των καρπών, ευνοούσαν τις υπαίθριες συναντήσεις, όπου τα νεαρά κορίτσια ξέφευγαν από τον αυστηρό τρόπο ζωής, για να χαρούν…περιμένοντας τα μαντέματα που θα φανέρωνε σε κάθε ένα…την τύχη που τα περίμενε.
Μέσ’ στους κήπους στήνονταν η γιορτή από ταχιά, με το αμίλητο νερό, τις κολοκυθόπιττες, τα γλυκά της εποχής και το χορό.
Τα κορίτσια φορώντας τα καλά τους, πιάνονταν χέρι – χέρι χορεύοντας γύρω από το στολισμένο κλαρί, – τοποθετημένο σε κουβά γεμάτο χώμα -, και γεμάτο από τα φρούτα – κεράσια, καΐσια, ρύκια – κρεμασμένα εδώ κι εκεί, στα κλαράκια.
«Στολίζουμε τον κλήδωνα
και τώρα και του χρόνου
Κατμαρί και Καροφύλλι
στην κουρφή που του γιουφύρι.
Οπου πέσει κι όπου λάχει
τα καλά του Νράσκα νάχει…»
- Καλή σου μέρα…κυρ άρχοντα Ναούμη Δράσκα, του λέγαν οι γείτονες κι’ οι γνωστοί όταν τον ανταμώνανε – που και πού – σαν βρίσκονταν εδώ, γιατί από τα νειάτα του ζούσε μακρυά από την γλυκειά Κεσριέ – Καστοριά, μένοντας στην Βιέννη, τη Λειψία, τη Δρέσδη, ξακουστές εμπορικές πολιτείες της Κεντρικής Ευρώπης. Εκεί τον έστειλε η τύχη του κι εκείνος έχοντας στόχο μοναδικό να διαπρέψει…τα κατάφερε, αποκτώντας χρόνο με τον χρόνο αυτά που του αναλογούσαν, προσφέροντας κατόπιν, ένα μέρος των κερδών του στους αδύναμους και οικονομικά ανίσχυρους συντοπίτες του.
– αργυραμοιβός –
Τραπεζίτης ή σαράφης, αναπάντητο το ερώτημα.
Όπως και νάχει, ο Ναούμ Δράσκας, πέτυχε στον Ευρωπαϊκό χώρο της εποχής του, απέκτησε πλούτη και έκτισε το αρχοντικό του στο Ντουλτσό, στα χίλια τετραγωνικά μέτρα του οικοπέδου του.
Αν συμβεί να περάσετε από τον δρόμο που οδηγεί στο λαογραφικό, Νεράτζη Αϊβάζη, θα το δείτε δίπλα του ακριβώς, παραδομένο στο έλεός του. Το σπίτι «έζησε κανονικά», ως το 1979 – 80. Οι τελευταίες γιαγιάδες του αρχοντικού, η Γιώβαινα κι η Ρούμπαινα κατόπιν, διηγούνταν και παράδειχναν γι’ αυτόν τον δραστήριο συμπολίτη, λέγοντας: «με το φτυάρι μάζουνεν τις λίρες, σαν σέβαινε ου Αη Δημήτρης και ου καιρός κρύουνεν, τοίμαζε τότες τα βουηθήματα γιε τους φτουχούς και τους στούρνους». Ασουτα τσιουβάλια απού αλεύρι, στάρι, καλαμπούκι και ζουμπλόβια με ξύλα και κάρβουνα κι ότι βάλει του μυελό σου απου φουρτώματα, βρίσκουνταν στου σπίτι του. Υστερνα τα έβγαναν όξου οι χαμάληδες και ου άρχοντας τα μοίραζεν στους ανήμπορους.
Οσο ζούσε ο Δράσκας – δύο αιώνες πρίν – βαστούσε στην άκρη του κήπου, στο σταύλο του δύο γερά άλαγα που χρησιμοποιούσε στις μετακινήσεις του για τα μακρυνά ταξίδια.
Το αρχοντικό είχε μέσ’ στο ισόγειό του ένα μεγάλο πηγάδι, με πόσιμο νερό.
- «Κάθε Κεργιακή, ου παπάς αρχίνευε να ψέλνει, μόνε όντας έφτανεν ου άρχοντας» – έλεγε η μπάμπω η Γιώβαινα.
Στο υπόγειό του ήταν αραδιασμένες οι μπότσες για το κρασί, μαζί με τα τρανά βαρέλια ίσαμε το ανθρώπινο μπόϊ.
Η κουζίνα – το μαγειριό – βρίσκονταν μεσ’ στο σπίτι και το καράβι φαίνονταν αραγμένο στην αβγατή του, αραγμένο ανάμεσα στο γιουφύρι του Μπαλή και του Αη Θεολόγου.
1960…
Στον κήπο τα οπωροφόρα δένδρα για πολλά χρόνια εξακολουθούσαν να δίνουν καρπό στην ώρα τους, από τις κορομηλιές, τη κληματαριά με τα ζουμερά τσαμπιά σταφύλι, την κυδωνιά που περίμενε το φθινόπωρο.
Πολλά από τα μεγάλα δωμάτιά του δόθηκαν για ενοικίαση τότε. Ολα τ’ άλλα ανήκαν στην οικογένεια, μαζί με την κουζίνα, τις αποθήκες τροφίμων και το υπόγειο, με τα χωρίσματά του, την φύλαξη των αποκομμάτων, στιβαγμένων στις «μπάλες». Η τσίγκινη σκάφη κρεμασμένη στα κατώϊ, περίμενε τους σπιτιάτες για το λούσιμο της βδομάδας. Οσο για το χαλέ…γιατί «σπίτι χωρίς χαλέν…και γκαϊλέν, δεν γένεται», αυτός βρίσκονταν μέσ’ στο αρχοντικό.
Πάνω από το χώρο των αποθηκών, ήταν το καθαυτό κομμάτι του σπιτιού, με το δουξάτο, τους φεγγίτες του, τα μπάσια του, τα παραθύρια που έβλεπαν στη λίμνη.
Μέσα στο σπιτικό αυτό έζησε τα καλύτερά του χρόνια ο κ. Κοσμάς Διαμαντίδης.
«Ηταν μέρος της χρυσής ζωής μου» διηγήθηκε. Εφτασε από τη γειτονική Μηλίτσα, όπως πολλά άλλα νεαρά εργατόπαιδα, που νοικιάζανε τρείς – τρείς, πέντε – πέντε, ένα δωμάτιο, ξεκινώντας από το πρωΐ στη δουλειά, να ράψουνε, να τσιατίσουνε, να ξεδιαλέξουνε το χουρδά στα Καστοριανά εργαστήρια.
Η διαγωγή του, η συμπεριφορά του, έκαναν τους σπιτικούς να τον εκτιμήσουνε, να τον προτιμήσουνε, να τον προξενέψουνε με τη σεμνή Θεανώ – κόρη της οικογένειας.
Ζήσανε μαζί εκεί για πολλά χρόνια, ως ότου χρειάστηκε να μετακομίσουν στο καινούργιο φτιαγμένο με κόπο και τον ιδρώτα του Κοσμά και της Θεανώς.
Μεσολάβησαν 35 – 36 χρόνια από τότε, αρκετός χρόνος για ένα παλιό σπίτι…που παραδόθηκε άνευ όρων στην εγκατάλειψη.
Κάποτε έλαμπε με την ομορφιά του, τις βεγγέρες του, τις κόκκινες – σα φωτιά – βελέντζες στρωμένες στα μπάσια του.
Ο Δράσκας κι η συμβία του ήταν άτεκνοι…
Στο σπίτι γεννηθήκανε πολλά παιδιά, ανάμεσα τους και τα παιδιά της Θεανώς και του Κοσμά, παίζοντας στο μεγάλο κήπο, μεγαλώνοντας στα μεγάλα δωμάτια, πίνοντας νερό από το πηγάδι.
Οταν μαθαίνει κανείς τα «μικρά μυστικά» των παλαιών αρχοντικών, γνωρίζει που ήταν το μουτουπάκι, που ήταν η αποθήκη με τα σκούνξ, ή το δωμάτιο με το καλό οντά και τα ζωγραφιστά λουλούδια στους τοίχους, βάζει τα δυνατά του, να ξαναστήσει το σκηνικό – το χώρο – με το δουξάτο και τις ψυχές πούδιναν ζωή στο κάθε τί.
Ευχαριστώ τον κ. Κοσμά από καρδιάς.
Με τις αναμνήσεις του, ξαναζωντάνεψε το αρχοντικό, τους ανθρώπους του, τον πρώτο σπιτονοικοκύρη, τον Ναούμ Δράσκα, τον δωρητή, τον ευεργέτη, τον φιλάνθρωπο πατριώτη και ταξιδευτή, που έζησε στις μεγάλες νεφοσκεπείς πολιτείες της Ευρώπης.
…Κι αν ο Κλήδωνας ξεχάστηκε στο πέρασμα του χρόνου, με το βουβό νερό, γεμάτο στα γκιούμια, τις καρφίτσες, τα βραχιολάκια, τα μαργαριταρένια σκουλαρίκια που’ πεφταν μέσα, για να δοθούν μετά οι χρησμοί…απομένει ο τελευταίος στίχος για να μας θυμίζει το πέρασμα του Ναούμ Δράσκα, από τον μάταιο τούτο κόσμο και η στάση του απέναντι στο φτωχόκοσμο της εποχής του
«Οπου πέσει κι όπου λάχει
τα καλά του Δράσκα νάχει»
Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση