Εκείνης της μέρας είχε προηγηθεί μια νύχτα τόσο ζεστή που οι σταγόνες του νερού εξατμίζονταν αμέσως μόλις έπεφταν στο μωσαϊκό του μπαλκονιού. Οι άνθρωποι βηματίζανε όλη τη νύχτα πέρα δώθε χωρίς να μπορούν να κλείσουν μάτι. Κατάκοπους τους βρήκε το ξημέρωμα.
Νωρίς όμως το πρωί φύσηξε ένα ελαφρύ βοριαδάκι και μόνο τότε βγήκαν στα μπαλκόνια τους – για να το χαρούν. Κάποιοι λέγανε γελώντας καλημέρα, άλλοι ποτίζανε τις γλάστρες τους και όλοι μαζί απολαμβάνανε την δροσιά με μια ακατανίκητη όρεξη.
Σήμερα θα μαγειρέψουνε και θα φάνε με όρεξη. Μελιτζάνες και πιπεριές τηγανητές με σάλτσα ντομάτας, μουσακά με αφράτη μπεσαμέλ, γάβρο τραγανό τηγανισμένο με τέχνη, εδέσματα καλοκαιρινά και απλά, μα τόσο νόστιμα που οι μυρωδιές τους που θα σκορπίζονται από τα ανοιχτά παράθυρα, θα γαργαλάνε τις μύτες των περαστικών και θα τους θυμίζουνε την κουζίνα της γιαγιάς τους και τα καλοκαίρια μιας άλλης ζωής.
Ύστερα θα φάνε καλά και θα νοιώσουνε άρχοντες. Θα χαϊδέψουν τις γυναίκες τους, θα γελάσουνε με τα παιδιά τους και θα κάνουν και όνειρα. Πως θα πάρουν λέει τα μαγιό και τα καπέλα τους και θα ταξιδέψουνε στη θάλασσα χωρίς τίποτα να λογαριάσουν. Ούτε την βενζίνη που θα ξοδέψουνε, ούτε την κρίση που τους καίει τα σωθικά. Θα μπούνε στο ανοιχτό αμάξι λέει, και τα γέλια τους θα ακούγονται ως τον ουρανό, γιατί έτσι τους πρέπει και τους ταιριάζει αφού ζούνε κάτω από αυτόν τον σπουδαίο ουρανό, και έτσι τραγουδώντας θα φτάσουνε στην πιο γαλάζια θάλασσα και εκεί θα βουτήξουνε στα δροσερά νερά της και τότε θα είναι σαν να μην υπάρχει αύριο, θα κολυμπάνε και θα χορταίνουνε ανάσες και τότε μόνο θα φύγουνε όταν θα νοιώσουν ευτυχισμένοι και ολόκληροι.
Το βράδυ που θα γυρίσουν πίσω, οι ίδιες σκιές θα τους περιμένουνε, αλλά εκείνους δεν θα τους νοιάζει πιά γιατί θα έχουνε βαφτιστεί σε μυστική ομορφιά, θα γελάνε στα κρυφά κάτω από τα μουστάκια τους και θα κοιμηθούνε αμέριμνα σαν νάναι όμοιοι με τα μικρά παιδιά…