κα Πηνελόπη
– Η Πηνελόπη που κοντεύει τα ογδόντα της έχει κάτασπρα μαλλιά. Στο πρόσωπό της υπάρχει μια γλυκύτητα, και οι βαθιές ρυτίδες που το σκαλίζουνε, φανερώνουν τον κόπο που γνώριζε στον ανήφορο της ζωής. Τα λόγια της βγάζουνε μι α φρεσκάδα, και μπορεί να υποθέσει κανείς πως οι ρίζες τους είναι ποτισμένες με τις εικόνες και τις εμπειρίες, που γεννηθήκανε από τη στιγμή που αντίκρισε τον κόσμο, από την εποχή που μικρό κοριτσάκι βρέθηκε να μεγαλώνει σ’ ‘ένα χωριό του Γράμμου, στις σκοτεινές ώρες του εμφυλίου και της συμφοράς του τόπου.
Παράξενο, εκεί που ανθίζανε κάποτε οι άγριες ορχιδέες σε ώρες άνοιξης, να βλέπεις σωριασμένα τα νεανικά κορμιά αμίλητα και άψυχα.
Η παιδική και προεφηβική ηλικία σκληρή και πονεμένη, η χαρά εγκατέλειψε τους ανθρώπους, τους άφησε στους πέντε δρόμους ορφανούς να επιβιώσουνε ίσα – ίσα να καταφέρνουνε να ταίζουνε τα ζα τους, να τα αρμέγουνε και να οργώνουνε το φτωχικό κομμάτι γης που τους έλαχε, ζώντας έτσι από παλιά «μ’ ένα κλαδάκι ελπίδας και πίστης να τους συντροφεύει», μες στις δυσκολίες και τις κακουχίες της ζωής.
Ανάμεσα στη σκληρότητα και στη δική της άνοιξη, άνθιζε και η νεαρή Πηνελόπη, μεγαλώνοντας με τα συνομήλικα παιδιά, με τις λίγες χαρές και τις πολλές πίκρες, πατώντας σ’ ‘ένα δρόμο χαραγμένο με τα θλιβερά σημάδια που αφήσανε στη γή τα δόκανα του χάρου, στημένα για λογαριασμό όλων των επιτήδειων που μεθοδέψανε με μίσος και διχασμό τον αφανισμό των αδελφών.
Αυτά αναπολούσε η κα Πηνελόπη όταν τις προάλλες βρεθήκαμε να πίνουμε μετά την εκκλησία τον πρωινό καφέ, μαζί με τη γειτόνισσά της την κα Τριανταφυλλιά.
Από κουβέντα σε κουβέντα έστησε το υφάδι της κι άρχισε να υφαίνει το κιλίμι της ζωής της, άλλοτε με τα σκούρα χρώματα, και στη συνέχεια βάζοντας από καμιά φωτεινή ρίγα λευκή ανάμεσα, κι’ ύστερα να προσθέτει λίγες πράσινες, θαλασσιές, κόκκινες, κίτρινες σειρές, και ξανά αράδες με σκουρόχρωμες λωρίδες με γκρίζα και μαυριδερά χρώματα.
Ο νους της γύριζε πίσω στο ορεινό χωριό όπου έζησε νιόπαντρη με τον άντρα της.
Κυψέλη 1953 – 1954. Κι’ έτσι ξεκίνησε μια νέα περίοδος και την κατά τα άλλα απλή ζωή. Εικοσάχρονη και ετοιμόγεννη συνέχιζε να κάνει τις βαριές δουλειές, να κουβαλάει για αποθήκευση τα μεγάλα κλαδιά που προορίζονταν για το τάϊσμα των ζώων, τις χειμωνιάτικες ώρες. Ήταν πια εννιά μηνών. Μια μέρα την πιάσανε οι πόνοι της γέννας στο χωράφι. Γύρεψε από τον άντρα της να την γυρίσει στο σπίτι. Ανέβηκε στη ράχη του μουλαριού, ενώ οι οδύνες δυνάμωναν. Ποιος θα την ξεγεννούσε στα 1954; Μάλλον η μάνα της, ίσως η πεθερά της, μπορεί και καμιά γειτόνισσα που ήξερε από αυτά.
Όσο να φτάσουν στο χωριό, από την πίεση που δέχονταν καθώς ήταν καβάλα στο ζώο «άλλαξε θέση το μωρό» κι ενώ ήταν ήδη έτοιμο να γεννηθεί από την ώρα που κινήσανε από το χωράφι για το σπίτι, από το μεγάλο ζόρισμα το παιδί χρειάστηκε μια μέρα ολόκληρη, μέχρι να επανέλθει «στη σωστή θέση», και να βγει στο φως της ζωής. Κάπως έτσι βιώνανε τη γέννα, οι γυναίκες των χωριών και της υπαίθρου, ως τότε στα 1954 –μπορεί και αργότερα – μοναχές αβοήθητες, χωρίς μαίες και γιατρούς, βοηθώντας η μια την άλλη μεσ’ στα φτωχικά σπιτικά, κάπου σε μια γωνιά, όπου στήνονταν το μαιευτήριό τους. Άλλες πάλι που τις έπιαναν οι πόνοι στο χωράφι κι ένιωθαν ότι «ήρθε η ώρα» με την επίκληση της Παναγιάς, έφερναν ολομόναχες το παιδί στο κόσμο κι έκοβαν τον ομφάλιο λώρο με καμιά κοφτερή πέτρα, τυλίγοντας το μωρό με την ποδιά ή κανένα αποφόρι, όπως η γιαγιά Βενέτω όταν γέννησε τον μικρό της Αντρέα φασκιώνοντάς τον με την ποδιά της.
Κάπως έτσι γεννηθήκανε τα μωρά των περασμένων χρόνων στα χωριά μας, σαν τα μικρά αρνάκια της άνοιξης που γεννοβολούσε η μπέτσκα στο μαντρί.
Από τους αβάσταχτους πόνους που νιώσανε οι μανάδες – σωστό κορφοβούνι – προέκυψε ως φαίνεται ένας λόγος, βαρύς, αληθινός, ανακατεμένος με παράπονα και πίκρα λόγος για τον οποίο συμφωνήσανε όλες, όταν μια από τις μανάδες, η πιο τολμηρή η πιο αληθινή κατάφερε και το ‘βγαλε μέσα από τα σωθικά της. Είναι η ώρα που αν δεν το βγάλεις, δε γιατρεύεσαι, δε λευτερώνεσαι γιατί έπειτα γίνεται ακόμα πιο βαρύ το βάσανο που σε τρώει.
– Ας ήτανε μωρέ, ας βρίσκονταν ένας κερατάς να γεννούσε μια φορά, να περνούσε αυτά που περάσαμε εμείς, μπορεί αυτός ο ντουνιάς να γίνονταν πιο σωστός αν τον πονούσανε όλοι μαζί, θα ήτανε καλύτερη η ζωή και η μοίρα όλου του κόσμου αλλιώτικη, Αν, έστω, ένας άντρας ήξερε τι σημαίνει πόνος και μεγάλωμα.
Όταν τα’ ακούς όλα αυτά από μια γυναίκα παιδεμένη, που πέρασε μέσα από αντάρες, σκληρά και πέτρινα χρόνια την ανθηρή της νεότητα, μια γυναίκα που έφερε στον κόσμο χωρίς ευκολίες τα παιδιά της, και έφυγε μετά από το χωριό που διαρκώς έφθινε, για να βρει μια καλύτερη τύχη αλλού, έχει αξία να την ακολουθήσεις από εκεί –το χωριό- στη ζωή της στην πόλη, επειδή ο αγώνας για την επιβίωση συνεχίστηκε, και είχανε ήδη μπει στο υφάδι οι νέοι στόχοι, με λιγότερες σειρές σκούρα χρώματα. Οι φωτεινές αποχρώσεις πληθύνανε, ήρθαν καλύτερες μέρες με τον καθημερινό αγώνα συνεχή και επαναλαμβανόμενο. Να μπαίνεις με τον άντρα σου στο γουναράδικο, να ξεδιαλέγεις τον χορδά, να ράβεις στη μηχανή, να μεγαλώνεις τα ακριβά μικρά σου, και να ξεκινάς να χτίζεις τη φωλίτσα σου πάνω στα βράχια «ένα κεραμίδι να ‘χες βάλει πάνω απ’ το κεφάλι σου» εκεί όπου έλαχε ο κλήρος, τότε καταλαβαίνεις πόσο διέφερε η ζωή μιας γυναίκας του χωριού, από τη ζωή μιας ευνοημένης και άνετης αστής, που είχε την ευχέρεια να ‘χει καλέσει γιατρό ή διπλωματούχο μαία, να πάει στο Νοσοκομείο η στη Κλινική στα 1954 (λίγο πριν ή λίγο μετά δοθεί το δικαίωμα ψήφου στη γυναίκα), να τη βοηθήσει να γεννήσει με ασφάλεια, με λιγότερους κινδύνους γι αυτήν και το μωρό της.
Η Πηνελόπη ζει μόνη. Ο ένας γιος κι ο άντρας της φύγανε εδώ και καιρό από τη ζωή. Ο άλλος γιος διαπρέπει ως καθηγητής στην Πάντειο και είναι διδάκτορας στο πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης. Μέσα της υπάρχει μια βαθειά περηφάνια και ικανοποίηση για όσα μπόρεσε να κάνει στη ζωή της. Η κυρία Πηνελόπη με καμάρι μου πρόσφερε το βιβλίο του «Πόλις και πολίτης στην αρχαία Ελλάδα» με την υπογραφή του γιού της Ανδρέα Μήλιου.
Η κα Τριανταφυλλιά
Και από τη διαδρομή της Πηνελόπης στην πορεία της κας Τριανταφυλλιάς που παίρνει τη σκυτάλη κι αν την προσέξεις διακρίνεις την περπατησιά της ελαφίνας που γνωρίζει από τις δύσβατες και κακοτράχαλες πλαγιές πνιγμένες στα πυκνά πευκοδάση, τα θεόρατα σκιερά δένδρα και τον καθαρό ουρανό. Πόσο να διαφέρει η ζωή από χωριό σε χωριό; Από την Κυψέλη στο Πεύκο; Καθόλου θα ‘λεγε κανείς. Γιατί κι εκεί η ζωή έστεκε σαν λάβαρο, σαν σημαία της ανάγκης, κυματίζοντας στα ψηλά για την επιβίωση όπως γίνεται στις μικρές κοινότητες με τα γνώριμα σημάδια της ελληνικής ζωής, με την οργάνωση που απαιτούνταν, ιδίως με τον ερχομό των δύσκολων χειμώνων τότε που το χωριό «χάνονταν» μεσ’ στο λευκό κι’ απάτητο σχεδόν τοπίο, καθώς το χιόνι σκέπαζε τη γη, τα σπιτικά, τα μαντριά, και υπήρχε πολύ δουλειά ακόμη ωσότου σκοτεινιάσει ωσότου γείρουν στο προσκέφαλο να ξεκουράσουν ψυχή και σώμα.
Τα ταραγμένα χρόνια, που ξημέρωσαν ανάμεσα στα 1940 – 1950 έζωσαν τον κόσμο των χωριών με φόβο και αγωνίες πολλές –γέρους και νέους – και η Τριανταφυλλιά βρίσκονταν πάνω στον ανθό της νιότης, που περνούσε με στέρηση, μ’ ένα διαρκές μούδιασμα στη καρδιά με σφιγμένα χείλη κι αγέλαστα, και η ζωή να πιέζει για τα πρέποντα, για την επιβίωση, το ζύμωμα στη σκάφη, το τάϊσμα στο μαντρί, τη δουλειά στον αργαλειό, τη ρόκα και την ανέμη παραδίπλα, και την αναμμένη λάμπα να περιμένει μετά τη δύση, τα γυναικεία χέρια να υφάνουν, να γνέσουν, να ετοιμάσουν τα αναγκαία για την οικογένεια. Σ’ αυτό το λιτό σκηνικό μεγάλωνε η Τριανταφυλλιά που πέρασε πολλά από τα άχαρα μερόνυχτα –σωστή ‘λαφίνα- διαβαίνοντας από ράχη σε ράχη, γνωρίζοντας όλες τις βουνοκορφές της περιοχής όπου γραφήκανε με μετάνοια συγχώρεση και ενθύμηση οι σελίδες της νεώτερης ελληνικής ιστορίας.
Κάποτε όταν σιγήσανε τα όπλα –έκανε το κακό τον κύκλο του, κόπασαν τα βόλια- έπεσε το μεγάλο πένθος στα σπιτικά της πατρίδας, πήρε πολύ καιρό αυτό, ο καθένας από μόνος του το γνωρίζει. Αλλά η ανάγκη έφερε ξανά στον κόσμο δειλά το χαμόγελο. Κι από το πηχτό σκοτάδι και το μαύρο της τραγωδίας σκηνικό φάνηκε και πάλι, μια αχτίνα φωτός, μια ελπίδα, σαν μια δέσμη κεριά αναμμένα, για το νέο ξεκίνημα. Ήταν η γενιά των νέων ανθρώπων που σηκώθηκε αποφασισμένη, να γυρίσει σελίδα, και να προχωρήσει βήμα – βήμα μπροστά. Κι έτσι έγινε γιατί ναι μεν ο κύκλος της ζωής είναι πάντα σύντομος, η ταπεινοί όμως το αγνοούν και κάνουν ότι μπορούν να κάνουν από εκείνα που δεν πρόλαβαν οι δικοί τους. Το σύνθημα για την επιβίωση δόθηκε, μαζί με την ανάγκη που τους οδήγησε να αφήσουνε την πατρική στέγη, ύστερα από τις συνεχείς κατολισθήσεις. 1960. Τα χωριά ερήμωναν σιγά – σιγά όταν βρέθηκε νέα γη, και έμειναν άψυχα τα πέτρινα σπιτικά, τα χαγιάτια, τα κατώγια, η βρύση του χωριού με τα ρυάκια. Ο κόσμος κατηφόρισε στα χαμηλά κι απλώθηκε, χρόνο με το χρόνο, δίπλα στο Μανιάκι, το συνοικισμό ΛΥΒ και Νταηλάκη, αποφασισμένος να προσπαθήσει για μια νέα αρχή. Η Τριανταφυλλιά βρίσκονταν μεσ’ στο ζουμερό πλήθος, που έστυβε την πέτρα κι έσταζε. Μαθημένη, παιδεμένη από τα μικράτα της, έφθασε με τον κύρη της τον χτίστη με στόχο να ‘τοιμάσουν το δικό τους σπιτικό, το δικό τους κεραμίδι, γι’ αυτούς και τα τέσσερα παιδιά τους.
Όμως τα απρόοπτα δε λείπουν ποτέ από τους ταπεινούς. Ο Γιώργης τραυματίστηκε στην ώρα της δουλειάς, κατέστη ανήμπορος για καιρό. Η Τριανταφυλλιά τότε –δάδα αναμμένη- πήρε τη μεγάλη απόφαση να οδηγήσει αλλιώς τη ζωή της, και να ταξιδέψει μακριά με την ταχεία Θεσσαλονίκη Μόναχο. Για τέσσερα χρόνια και κάτι, εργάζονταν σ’ ένα από τα εργοστάσια της Γερμανίας, αφήνοντας πίσω άντρα και παιδιά, μπαίνοντας μ’ άλλες γυναίκες, άντρες, νεαρά παλληκάρια και κοπέλες στη δουλειά. Γίνηκε η Τριανταφυλλιά, ένα ακόμη γρανάζι για να κινείται η μηχανή να παράγει έργο για τρεις βάρδιες. Η κατεστραμμένη χώρα του τρίτου ράϊχ αναπτύσσονταν, και οι μετανάστες συντελούσανε σ’ αυτήν την συνεχή πρόοδο, κρατώντας για την πάρτη τους το όνειρο της επιστροφής, με την Τριανταφυλλιά να στέλνει κάθε τέλος του μήνα χρήματα στους δικούς της, να καταθέτει μάρκα στο βιβλιάριο, να περισσεύει κάτι για το ενοίκιο και την επιβίωσή της στην νεφοσκεπή πολιτεία. Μπρότ (ψωμί), αρμπάϊτ (εργασία), Βάσερ (νερό). Τρεις λέξεις για τον πρώτο καιρό, που κράτησε τέσσερες ανοίξεις, τέσσερα καλοκαίρια κι άλλα τόσα Φθινόπωρα και Χειμώνες.
Κι έτσι πέρασε τα τέσσερα χρόνια στην ξενιτιά, μετακινούμενη από το σπίτι στο εργοστάσιο, κι από το εργοστάσιο στο σπίτι, -μια μονότονη ευθεία- η διαδρομή με το τραίνο, με πολλές ζικ-ζακ σκέψεις που τις μοιράζονταν μ’ άλλες γυναίκες, που ‘χαν αφήσει πίσω τα μικρά τους. Αργότερα στιχουργοί και τροβαδούροι τραγουδούσανε τον πόνο των μεταναστών:
«Μιλώ για τα παιδιά μου και ιδρώνω, χρόνια έχω να τα δω και λειώνω.»
«Είμαι το νούμερο οκτώ κι όλοι με ξέρουν με αυτό».
«Εγώ με την αξία μου κι όχι με ξένες πλάτες».
Πέρασε ο καιρός, η Τριανταφυλλιά –‘λαφίνα- μάζεψε τη βαλίτσα της, γύρισε.
Η ζωή της συνεχίστηκε εδώ όπως την είχε σχεδιάσει. Το δεύτερο στάδιο έμπαινε σε εφαρμογή. Άντρας και γυναίκα ξεκινήσανε το χτίσιμο του σπιτιού. Τσάπες, φτυάρια, καρφιά, ξύλα, τσιμέντο, κι όρεξη για δουλειά, «ένα κεραμίδι να ‘χουμε πάνω απ’ το κεφάλι μας». Χρειάστηκε καιρός για να στηθεί το μικρό τους παλατάκι, κι έπαιρνε κουράγιο ο γείτονας απ’ τον γείτονα, και συνεχίζανε πετραδάκι – πετραδάκι το αποτέλειωμά τους, δουλεύοντας σαν τα μυρμήγκια συνεργαζόμενοι και δεχόμενοι τη σημαντική βοήθεια από τα μικρά τους.
Δεκαετία του 1960 –εποχή των παχέων αγελάδων- και αφού υπήρχε άφθονο χόρτο, η αγελάδα θα κατέβαζε γάλα. Η γούνα είχε περιθώρια, είχε τα κότσια να ταϊσει τον κόσμο της περιοχής. Η Τριανταφυλλιά στρώθηκε στο «τεζιάχι», στο ξεδιάλεγμα, στο ράψιμο στη μηχανή. Τα «εργόχειρά» της, η προσεγμένη συρραφή των αποκομμάτων –κέντημα σωστό- ικανοποιούσαν τον γερμανό «μπόση» που εξέταζε τα «πλέτερ» και έλεγε «ζέερ γκουτ, ζέερ γκουτ». Κι έτσι κυλούσε ο καιρός, και φεύγανε τα χρόνια και εκείνη να ‘ναι στο πόδι έτοιμη για τη μάχη και το μεροδούλι.
Περάσανε χρόνια και χρονάκια και να ‘μαστε στα 2016, όπου η ογδοηκοντατετράχρονη, πια, Τριανταφυλλιά φορώντας σχεδόν πάντα το χαμόγελο της αισιοδοξίας, συνεχίζει τον αγώνα, να ζει, όπως τόσος και τόσος κόσμος με την πενιχρή σύνταξη, που μετά βίας φθάνει για φάρμακα και φαί. Κι’ όμως, αυτά τα περήφανα γηρατειά υπήρξαν πρωτίστως περήφανα από τα νιάτα τους, που τα περάσανε στις αντάρες των πολέμων, και στην αναζήτηση εργασίας αλλού. Αμέτρητες οι Πηνελόπες και οι Τριανταφυλλιές με τους άντρες τους που κινούσαν για το άγνωστο, κι για το ωραίο ταξίδι -όπως το ‘θελε ο ποιητής-, να βρούνε σεντέφια, κεχριμπάρια, κι ότι άλλο βάλει ο νους των ταξιδευτών, κι ας συναντούσαν στη διαδρομή, δράκους, λαιστρηγόνες, κύκλωπες, θηρία με δόντια κοφτερά.
– Μη τους φοβάσαι έγραφε ο ποιητής.
–Μη τους φοβάσαι, έχεις τρόπο να συνεχίσεις.
- Ψηλά στο Γράμμο, ανθίζουν κάθε άνοιξη οι άγριες ορχιδέες, λάμπουν οι μικρολίμνες «Μουτσάλια» και «Γκίστοβα», στο πρώτο καθρέφτισμα του ήλιου και του γαλάζιου του ουρανού, όπου αναπαύονται οι αναμνήσεις, μα γλυκιές μα πικρές. Εξ’ άλλου η φύση φρόντισε και σκέπασε μ’ άφθονη πρασινάδα κι αγριολούλουδα ή χιόνι, άλλοτε με θύμιση κι άλλοτε με λησμονιά τον τόπο.
Απείραχτες οι μεριές της Φούσιας, ολοζώντανος ο Αλιάκμονας που αναβλύζει μέσα από τις πηγές κρυμμένες καλά στα βράχια, κατηφορίζοντας έως ότου διασχίσει ένα κομμάτι της μακεδονικής γης κι ύστερα να συναντήσει τη θάλασσα, να χυθεί στο Θερμαϊκό.
Σ’ αυτή τη μεριά του Νομού Καστοριάς, εδώ και καιρό, παρατηρήθηκε η ποθητή επιστροφή στα έρημα χωριά –ύστερα από τα δίσεκτα χρόνια- πολλών νεώτερων στη καταγωγή Γραμμουστιανών, και άλλων, που αγάπησαν τον τόπο και ξεκίνησαν το επιδιόρθωμα των εγκαταλειμμένων σπιτιών. Η σημερινή εποχή με τις δύσκολες συγκυρίες της μπορεί να μην «επιτρέψει» στους πολλούς να κάνουν το όνειρο της επανόδου πραγματικότητα, μα όσοι θα το κατορθώσουν προσπερνώντας τα εμπόδια, θα μπορούν να κάνουν τις μικρές τους «αποδράσεις», μακριά από τους θορύβους των πόλεων. Εδώ υπάρχουν μοναχά τα κελαϊδίσματα των πουλιών, το γάργαρο νερό που κυλάει στα ρυάκια, τα αλπικά λιβάδια, οι δασωμένες περιοχές καταστόλιστες από πρασινωπές στοές, με οξιές, δρύες, άγριες λεύκες και έλατα, με νύμφες και νεραϊδοκόριτσα, και άϋλα ξωτικά που λούζονται, όπως το θέλει η μυθολογία, στα κρυστάλλινα νερά των πηγών.
Η Πηνελόπη Μήλιου και η Τριανταφυλλιά Γεωργοπούλου αν είχανε ζήσει κάτω από ευνοϊκές συνθήκες θα ‘χαν διακριθεί κι αλλού. Είχαν προσόντα, μα βρεθήκανε μπρος σε ώρες σκοτεινές και θαμπά μονοπάτια, δυσκολεύτηκαν μέχρι να βγουν σε ξέφωτο.
Ο αγώνας τους άξιος, έτσι κι αλλιώς. Κάνανε τα πρέποντα, τρέξανε στο στίβο της ζωής σαν αθλήτριες χωρίς να επιζητούν επαίνους, έπαθλα, βραβεία, παράσημα, δάφνες.
Για μια ταπεινή, σεμνή, ήσυχη οικογενειακή ζωή παλέψανε, για ένα κεραμίδι και μια αξιοπρεπή σύνταξη για να τις στηρίζει στα ώριμα χρόνια που χρειάζονται φροντίδα κι αγάπη. Ευτυχώς ολόγυρα υπάρχουν παιδιά εγγόνια δισέγγονα με νου μελίγγι και μπράτσα γερά. Εκεί υπάρχει η εστία της αγάπης –μοναδικό και σωτήριο βότανο- κατάλληλο δια «πάσαν νόσον».
Μαρούλα Βέργου