Σημαντική μείωση του καπνίσματος κατά 33,33% στις ηλικίες 16-24 χρόνων έχουμε την τελευταία πενταετία στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Αρχής!
Ταυτόχρονα, πάντα σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, το ποσοστό των Ελλήνων που καπνίζουν καθημερινά έχει πέσει στο 27,3 % ενώ αναφέρεται και ένα 5,2% ευκαιριακά καπνιζόντων.
«Τα στοιχεία δείχνουν ότι ο αγώνας κατά του καπνίσματος στη χώρα μας αποδίδει καρπούς και ότι ο μύθος του Έλληνα «θεριακλή» έχει από καιρό καταρρεύσει», αναφέρει ο Πρόεδρος του Εθνικού Συνασπισμού για τον έλεγχο του καπνίσματος, πνευμονολόγος κ. Παναγιώτης Μπεχράκης, τέως Αναπληρωτής Καθηγητής της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Harvard και συνεχίζει.
Σύμφωνα με την έρευνα, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων αποποιείται συνειδητά την πρόσδεσή της σε μια τόσο σκληρή και νοσηρή εξάρτηση.
Η μείωση των καπνιστών σε σχέση με την ακριβώς προηγούμενη, προ πενταετίας, μέτρηση της ίδιας αρχής και με την ιδία ακριβώς μεθοδολογία-προσωπική συνέντευξη σε σταθμισμένο δείγμα 8.500 νοικοκυριών σε όλη την επικράτεια-καταγράφεται σε κάθε ηλικιακό δείγμα, με εντυπωσιακό κορύφωμα της μείωσης στην ηλικία 16-24χρόνων.
« Ίσως, συνεχίζει ο κ Μπεχράκης, είναι το μοναδικό αισιόδοξο μήνυμα της εποχής, ότι τα παιδιά που καπνίζουν σήμερα προσμετρούνται κατά 33,33% λιγότερα σε σχέση με την προηγούμενη μέτρηση, ξεπερνώντας έτσι, οριακά προς το καλύτερο, το μέσο ποσοστό καπνιστών της αντίστοιχης ηλικίας του συνόλου των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Η μεγάλη αυτή μείωση αποτελεί εγγύηση για την αποτελεσματική και μεθοδικά εξελισσόμενη αντιμετώπιση ενός βαθιά ριζωμένου κοινωνικού προβλήματος με τεράστιες επιπτώσεις στην δημόσια υγεία του τόπου.
«Η σημαντική όμως αυτή πρόοδος στον τομέα του ενεργητικού καπνίσματος, ατυχώς, δεν φαίνεται να συνοδεύεται από αντίστοιχα καλή πορεία και στο παθητικό κάπνισμα. Οι αριθμοί και οι στατιστικές μετρήσεις φέρνουν τη χώρα μας πρώτη στην Ευρώπη όσον αφορά την έκθεση των πολιτών της στον καπνό τρίτων. Συγκεκριμένα, το 78,4% των Ελλήνων που επισκέφτηκαν ένα μπαρ ή μια καφετερία το τελευταίο εξάμηνο εκτέθηκαν στο παθητικό κάπνισμα, ενώ ο αντίστοιχος αριθμός για εστιατόρια και ταβέρνες είναι 78,6%», προσθέτει ο κ. Μπεχράκης και καταλήγει:
«Η κατάσταση αυτή έχει δημιουργήσει θυμό στους Έλληνες πολίτες, οι οποίοι στο ερώτημα αν είναι θυμωμένοι με την μη εφαρμογή του νόμου για το παθητικό κάπνισμα, δήλωσαν πολύ η λίγο θυμωμένοι σε ποσοστό 74% με εντυπωσιακό στοιχείο της έρευνας ότι σχεδόν ένας στους δυο καπνιστές συγκαταλέγεται ανάμεσα στους θυμωμένους. Επιπλέον, το 78% των ερωτηθέντων απαντούν ότι η κατάσταση αυτή αποτελεί πολιτιστική ντροπή για την χώρα. Παρόλα αυτά, η Ελληνική πολιτεία, εξακολουθεί να μένει αδρανής θεατής του σοβαροτέρου ίσως προβλήματος δημόσιας υγείας σήμερα».
Εξίσου σημαντικό με το παθητικό κάπνισμα στη χώρα μας είναι το παράνομο εμπόριο προϊόντων καπνού. Πρόκειται για μάστιγα της δημόσιας υγείας πρωτίστως και της οικονομίας κατά δεύτερο λόγο. Πρόκειται για προϊόντα που κυκλοφορούν παράνομα και τα οποία λόγω της χαμηλής τους τιμής βοηθούν το κάπνισμα στους νέους.
Οι επιπτώσεις από τη χρήση τους στη δημόσια υγεία είναι προφανείς, η δε εθνική οικονομία ζημιώνεται περίπου 700 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, ακριβώς για την προστασία της δημόσιας υγείας έχει προβεί στη σύνταξη και καταρχήν έγκριση ειδικού πρωτοκόλλου για τον έλεγχο της παράνομης διακίνησης προϊόντων καπνού. Το παράνομο εμπόριο ανθεί ιδιαιτέρα στην Ελλάδα, είναι όμως και διεθνές πρόβλημα.
Με την ευκαιρία της Παγκοσμίας Ημέρας Κατά του Καπνίσματος, ο Εθνικός Συνασπισμός για τον έλεγχο του καπνίσματος, «καλεί κάθε αρμόδιο να αναλογιστεί τις ευθύνες του και να παρέμβει αποτελεσματικά προκειμένου να σταματήσει επιτέλους μια απαράδεκτη εκποίηση της δημόσιας υγείας του τόπου σε συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα».