Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε ένα φτωχικό σπίτι κάποιου μικρού χωριού ένας γέρος μαζί με τη γριά γυναίκα του και με το σκύλο τους που τον έλεγαν “Μπούντα”(!). Ο γέρος ήταν “φαγούρας”, γκρινιάρης και δύστροπος άνθρωπος, και γι’ αυτό μάλωνε αναίτια κι απόπαιρνε συνεχώς την καλοκάγαθη γυναίκα του.
Κάποια μέρα η γριά δεν άντεξε τη γκρίνια και την άσχημη συμπεριφορά του συζύγου της, τον παράτησε κι έφυγε στα βουνά. Όταν έφτασε εκεί περιπλανήθηκε αρκετές ώρες μέσα στο δάσος, μέχρι που συνάντησε ένα αγροτόσπιτο που είχε δίπλα του ένα μαντρί. Στ’ αγροτόσπιτο αυτό κατοικούσαν δύο ανύπαντρα αδέλφια που ήταν βοσκοί και που απουσίαζαν εκείνη την ώρα με τα κοπάδια τους στα βοσκοτόπια της περιοχής.
| |
Γερμανιώτης βοσκός με το κοπάδι του. |
Η γριά μπήκε μέσα σ’ αυτό το σπίτι, το βρήκε έρημο και ασυγύριστο, το σκούπισε, το νοικοκύρεψε και κατόπιν μαγείρεψε κι έστρωσε το τραπέζι. Αμέσως μετά βγήκε και κρύφτηκε στο κοντινό δάσος.
Το βράδυ που γύρισαν τα δυο αδέλφια με τα αιγοπρόβατά τους απ’ τη βοσκή βρήκαν το σπίτι τους πεντακάθαρο και το τραπέζι τους στρωμένο κι αμέσως κατάλαβαν ότι κάποια γυναίκα το είχε συγυρίσει. Τη γυναίκα αυτή την αναζήτησαν, αλλά δεν την βρήκαν και τότε είπαν μεταξύ τους: “Πρέπει να βρούμε τη γυναίκα που συγύρισε το σπίτι μας και αν είναι νεαρή θα την παντρευτεί ο ένας από εμάς, εάν όμως είναι γριά θα την κρατήσουμε εδώ και θα την έχουμε σαν μάνα μας”.
Το αγροτόσπιτο του Κ. Τσιαχτσίρα στον Γέρμα. |
Το επόμενο πρωί οι δυο βοσκοί έφυγαν πάλι απ’ το σπίτι τους και πήγαν με τα πρόβατά τους στα βοσκοτόπια του βουνού. Το βράδυ που γύρισαν βρήκαν ξανά το κονάκι τους σκουπισμένο και το φαγητό τους έτοιμο, δεν βρήκαν όμως τη νοικοκυρά που είχε σκουπίσει και μαγειρέψει και γι’ αυτό ξαναείπαν τα ίδια λόγια: “Πρέπει να βρούμε τη γυναίκα που συγύρισε το σπίτι μας και αν είναι νεαρή θα την παντρευτεί ο ένας από εμάς, εάν όμως είναι γριά θα την κρατήσουμε εδώ και θα την έχουμε σαν μάνα μας”.
Αυτό έγινε αρκετές φορές, μέχρι που τα δυο αδέλφια παραφύλαξαν μέσα στο σπίτι, είδαν κι έπιασαν τη γυναίκα που το σκούπιζε κι επειδή ήταν γεροντικής ηλικίας την κράτησαν κοντά τους και την είχαν σαν μάνα τους.
| |
Ο Γέρμας, το χωριό με την πλούσια λαογραφία. |
Πέρασε αρκετός καιρός και ο γέρος πεθύμησε την παρουσία και τις πολύτιμες υπηρεσίες της γυναίκας του στο σπίτι και γι’ αυτό την αναζήτησε στο βουνό, τη βρήκε και την παρακάλεσε να γυρίσει κοντά του και να φάει το κρέας που είχε μαγειρέψει. Και αυτό έγινε. Επέστρεψαν μαζί στο σπίτι τους κι έφαγαν το μαγειρεμένο κρέας, που ήταν όμως πολύ σκληρό και πολύ άνοστο.
Αμέσως μετά το φαγητό η γριά γυναίκα μάζεψε τ’ αποφάγια, βγήκε στην αυλή του σπιτιού για να τα ρίξει στον αγαπημένο της σκύλο, και φώναξε: “Μπούντα, να, Μπούντα… που είσαι Μπούντα; έλα να φας τα κόκκαλα”.
Ο σκύλος όμως δεν εμφανίστηκε, ενώ ο γέρος μουρμούρισε τη φράση: “Μπούντα τρως, Μπούντα φωνάζεις;”.
| |
Τα πρόβατα του Γερμανιώτη Γιώργου Δόβα. |
Η γριά άκουσε τα λόγια του άντρα της, αλλά δεν κατάλαβε τη σημασία τους και γι’ αυτό ξαναφώναξε το σκύλο να φάει τα κόκκαλα, εκείνος όμως πάλι δεν φάνηκε.
Τότε μίλησε ξανά ο γκρινιάρης γέρος και είπε πάλι, “Μπούντα τρως, Μπούντα φωνάζεις;”.
Όταν η γριά άκουσε για δεύτερη φορά τα ίδια αινιγματικά λόγια του συζύγου της εννόησε τι είχε συμβεί, κατάλαβε δηλαδή ότι αυτός ο αθεόφοβος είχε σφάξει και μαγειρέψει τον αγαπημένο της σκύλο “Μπούντα”, και αμέσως τότε η ταλαιπωρημένη γερόντισσα κατέφυγε στο βουνό, κοντά στους δυο βοσκούς κι έζησε εκεί αυτή καλά κι εμείς εδώ καλύτερα. (Γ.Τ.Α.).
Του σκύλου η ουρά
(ποίημα Ζαχαρία Παπαντωνίου)
Έχω ακούσει χίλια λόγια
Χαρωπά, λυπητερά,
μα ποτέ καμιά φορά
δε μιλήσανε τα λόγια
σαν του σκύλου την ουρά.
Ανταμώθηκαν άνθρωποι
Κι έχουν κλάψει από χαρά
Μα κανείς καμιά φορά
«Καλωσόρισες» δεν είπε
Σαν του σκύλου την ουρά.
Και σε φίλους και σε ξένους
Έχω δώσει τη χαρά.
Με ξεχάσαν μια φορά…
Μα πιστός μου μένει ο σκύλος
Και σαλεύει την ουρά.
| |
Πίνακας ζωγραφικής του Γερμανιώτη λαϊκού ζωγράφου Τρύφωνα Δούκα. |
| |
Το αγροτόσπιτο (μπουτζιουκλίκ’) του Κωστάκη Κυρατζή στον Γέρμα. |
| |
Γερόντισσες του Γέρμα |