Το ξέρω ότι δεν ονειρευόσουν έτσι τη ζωή και των δύο μας όταν γεννήθηκα. Όταν με άγγιξες για πρώτη φορά, με κοίταζες και δεν το πίστευες. Χάιδευες τα χέρια μου, τα πόδια μου, κοίταζες τα μάτια μου και δόξαζες τον Θεό που γεννήθηκα γερή και δυνατή. Εννέα μήνες έκανες το καλύτερο δυνατό. Που να ήξερες την ανατροπή.
Όσο ήμουν βρέφος μάλωνες τους πάντες, ησυχία κοιμάται η μικρή. Όταν άρχισα να περπατάω με έντυνες με υπέροχα φορέματα και με έδειχνες με καμάρι, όταν πήγα δημοτικό και έγινα σημαιοφόρος άνοιξες το σπιτικό από χαρά. Στο πανεπιστήμιο όταν μπήκα δάκρυσες. Ήθελες πάντοτε να προοδεύω. Μου δίδαξες τον σεβασμό, την ευγένεια, την αξιοπρέπεια.
Για όλες εκείνες τις φορές που χτένιζες τα μαλλιά και με έπαιρνες αγκαλιά να με βάλεις για ύπνο και μοιραζόμασταν το ίδιο όνειρο. Που πάνω από τα δικά σου θέλω, έβαζες τα δικά μου πρέπει.
Έφυγα από κοντά σου 4 χρόνια λόγω σπουδών αλλά πολύ συχνά ερχόμουν να σε δω. Έλεγα μάλιστα ότι δεν γυρίζω Καστοριά ξανά. Τότε το πίστευα. Τώρα γελάω όταν το ακούω από φοιτητές.
Γιατί ήσουν πάντα δίπλα μου μαμά. Για να χαρείς με το γέλιο μου και να σκουπίσεις το δάκρυ μου. Για να σηκώνεις τα χέρια σου, τείχη απόρθητα και να με προστατεύσεις από κάθε τι που θα μου προκαλούσε λύπη, πόνο, στεναχώρια.
Γιατί ήσουν εκεί να με σηκώνεις όταν έπεφτα και να γιατρέψεις τις πληγές μου. Που μου στάθηκες και μου στέκεσαι ακόμα στις δύσκολες στιγμές μου.
Που ακόμα και σήμερα, στον δύσκολο δρόμο που βαδίζω, είσαι εκεί για να σηκώσεις το δυσβάστακτο βάρος που κουβαλώ στους ώμους μου.
Γιατί ήσουν πάντα δίπλα μου μαμά, να μου κρατάς το χέρι, και να μου λες, μη φοβάσαι, όλα θα πάνε καλά.
Που στο κρεβάτι του πόνου, τα λόγια σου ήταν το μόνο βάλσαμο για να απαλύνει την ψυχή μου.
Το ξέρεις μαμά, μπορεί τα χείλη μου να μην το λένε συχνά μα στην καρδιά μου είναι χαραγμένο ανεξίτηλο το όνομα σου…..