(το χειρότερο …βάσανο ενός παιδιού, αγαπημένε μου φίλε, είναι όταν ανακαλύπτει ότι… έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς να προλάβει όσα πραγματικά ήθελε να πει..)
Θυμάμαι στην ακρογιαλιά να παίζουμε μαζί, με τα κύματα. Θυμάμαι να ακούμε τη θάλασσα μέσα από τα κοχύλια και να ονειρευόμαστε πειρατές και κουρσάρους. Θυμάμαι στην άμμο να χτίζουμε πύργους και παλάτια ΄μακριά από τη θάλασσα. Πάντα σκεφτόσουν μην έρθει το κύμα και τα διαλύσει μαζί τα όνειρά μου… Δεν ήθελες να γκρεμίζονται τα όνειρά μου!…..
Θυμάμαι στην ξαφνική βροχή να πιάνεις το χέρι μου και να με χώνεις κάτω από το πανωφόρι σου. Το δικό μου κορμί δεν έπρεπε να βραχεί από την μολυσμένη και κρύα βροχή….
Θυμάμαι να κυλούμε μαζί στα κίτρινα φύλλα του φθινοπώρου και συ, να φθάνεις πρώτη- τσαλαπατημένη και αστεία – να με προλάβεις μην πέσω στο δένδρο και γδαρθώ.
Θυμάμαι να μετράμε τα αστέρια στον ουρανό και να φανταζόμαστε πρίγκιπες και βασιλοπούλες σε γυάλινους πύργους… Θάθελες να γεννιόμουν βασιλοπούλα.. Θάθελες να ρθει το βασιλόπουλο πάνω στ΄ άσπρο του άλογο για να με κάνει γυναίκα του… Περίμενες την καλή μου μοίρα να μου ευχηθεί τύχη και υγεία…
Θυμάμαι να στέκεις πάνω μου- σαν όνειρο- και να δροσίζεις το μέτωπό μου που καιγόταν από τον πυρετό. Ηθελες να ρθει σε σένα η αρρώστια μου. Προτιμούσες να υποφέρεις εσύ… Νόμιζες πως τα ξεπερνούσες όλα εσύ..
Θυμάμαι τον χιονάνθρωπο που έφτιαχνα και έμοιαζε με μπάλα κι εσύ, μου τον στόλιζες με ελιές και φρέσκα καρότα (κι ύστερα τα κομμάτιαζες και ταϊζαμε τα παγωμένα σπουργιτάκια) Θυμάμαι, το μόνο που έμενε απ΄ αυτόν : τα κουμπιά που του ΄βαζες για μάτια και κυλούσαν ύστερα στην αυλή, πάνω στη λάσπη…
Θυμάμαι τα κουλουράκια που <φτιάχναμε> -τι τάκανες αλήθεια, εκείνα τα σιχαμένα, τα μαυριδερά και τα άτσαλα που έκανα εγώ όταν σε <βοηθούσα>;
Θυμάμαι τις μυρουδιές τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, τις Κυριακές…
Πότε προλάβαινες!
Θυμάμαι το βλέμμα σου, αυστηρό, θλιμμένο και μ΄αγάπη όταν ανακάλυπτες εκείνα τα <μικρά> μου κατορθώματα. Σίγουρα, δε σε ένοιαζε αυτό που έγινε, αλλά τρόμαζες, έτρεμες για κείνο που ίσως έρθει.
Θυμάμαι να κρατάς στην τσάντα σου τον έλεγχό μου, όταν δεν ήταν και πολύ καλός και στα χέρια, έτσι , σαν να μη χωρούσε στην τσάντα σου- πώς να χωρέσουν τόσα Aριστα!!!!!!Θυμάμαι το πήγαινε –έλα σου στην κουζίνα, το ελαφροπερπάτημά σου τις νύχτες που διάβαζα…
Αγωνιούσες μα δεν το ΄δειχνες, φοβόσουν μα δεν αμφέβαλες ποτέ. Υπερεκτιμούσες τις δυνάμεις μου, από τότε που με πρωτοκράτησες στην αγκαλιά σου!
Φαντάζομαι πως θα ‘λεγες στον εαυτό σου για το πόσο σπουδαία θα γίνω, και, τα όνειρά σου που, τα ξεραν μόνο τ’ αστέρια… Τα όνειρά σου! Ηταν άραγε, τόσο μεγάλα ή μήπως εγώ, το παιδί σου, τελικά τόσο μικρό; Πόσο οδυνηρό ήταν άραγε το αναποδογύρισμα των ονείρων σου;
Θυμάμαι τις συμβουλές σου, που γινόταν χοντρό σκοινί στο λαιμό μου κάθε φορά που πλησίαζα στο Λάθος –ακόμα έτσι το νιώθω. Και όμως, ήταν αυτές που με έσωναν από το γκρεμοτσάκισμα και, το σφίξιμο στο λαιμό, ήταν η απάντηση στην στενοκεφαλιά, την απειρία, το πείσμα και τα πάθη μου. Εσύ, πάθη δεν είχες ποτέ. Γι΄ αυτό ποτέ σου δεν έκανες λάθη…
Θυμάμαι τη ζεστασιά του κορμιού σου, το μέρος του χεριού σου που μου άρεσε να χαϊδεύω το μάγουλό μου, τα απαλά σου μαλλιά, τα σκοτεινά, τα γελαστά, τα δακρυσμένα σου μάτια…Πιάνω τον εαυτό μου να αναγνωρίζει παντού την μυρουδιά σου και να αναζητά συχνά την παρουσία σου. Τώρα την εκτιμώ πραγματικά…
Είσαι η μάνα η δική μου. Είναι η Μάνα του καθένα μας. Είναι η μάνα η δική σας. Είστε εσείς οι ίδιες, οι Μανούλες όλου του κόσμου. Μικρές, μεγαλύτερες και πιο μεγάλες!
Η μάνα του πιο φτωχού και βασανισμένου, η μάνα του βασιλιά και του πιο ευτυχισμένου. Η μάνα η φυλακισμένη και η μάνα του ξενιτεμένου. Η μάνα της αμαρτωλής και η μάνα η πόρνη. Η μάνα η χαροκαμένη. Η μάνα του δέσμιου και η μάνα του δεσμώτη. Η μάνα του ιερέα και η μάνα του καιροσκόπου. Η μάνα του καλότυχου και η μάνα της μάγισσας. Η μάνα του προδότη και η μάνα του προδομένου. Η μάνα του αγλύκαντου, η Μάνα, Θεά του φωτός, θεά της ζωής.
Σκέφτομαι πως οι μάνες όλου του κόσμου είναι ίδιες.
Είναι γυναίκες που αξιώθηκαν αυτή την μεγάλη τιμή, την μεγάλη θυσία, την μεγάλη χαρά μα, και τον μέγιστο πόνο. Είναι γυναίκες ευλογημένες μέσα από την κατάρα της πρώτης γυναίκας. Είναι καταραμένη να πονά για να φέρνει στη ζωή τα παιδιά της αλλά, έχει την ευλογία να δίνει τη Ζωή στα παιδιά της μέσα από τα στήθια της. Από την Εύα, μέχρι την Παναγία που είδε το δικό της παιδί να κρεμιέτίεται στο Σταυρό του μαρτυρίου και, δίπλα στην Παναγιά, όλες, που γράφηκε να νιώσουν το δικό της πόνο, μέχρι και εκείνη τη Μάνα- που εγώ δεν γνώρισα, ούτε είδα ούτε άκουσα- που ευτύχησε να ζήσει χωρίς καθόλου πίκρα και αγωνία για τα δικά της παιδιά.
Κι ανάμεσα σ΄ αυτές, αμέτρητες μάνες, βασίλισσες ή κοινές θνητές και ζητιάνες, Μάνες της ευτυχίας και της αγωνίας.
Μάνες που βίωσαν το ρόλο της Μάνας συνειδητά ή όχι. Μάνες που- ακόμη –παιδιά κι αυτές φέραν στο κόσμο τα δικά τους παιδιά, γυναίκες που έλαχε να μεγαλώσουν μονάχες τα παιδιά τους για χίλιους λόγους. Δίχως στεφάνι ή δίχως άντρα και πατέρα. Γεννώντας στα χωράφια, στις φυλακές, σε ξένες πατρίδες. Μάνες που μεγαλώνουν παιδιά με απορημένα μάτια. Μάνες που ευτυχούν τη μητρότητα μόνο με την επιστήμη. Γυναίκες –Μάνες που γεννοβολούν γιατί <πρέπει> να κρατηθεί η φυλή τους. Μάνες που –θαρρείς- πρώτα βγαίνει η δική τους ψυχή και μετά σταματά να τρέχει από το ξεραμένο τους στήθος το γάλα, η Ζωή των παιδιών τους.
Μάνες,… Τόσες πολλές, μα η κάθε μια, μοναδική. Η ΜΑΝΑ.
Εχει την κατάρα να σπάει η καρδιά της σε κάθε στραβοπάτημα του παιδιού της μα, έχει την ευλογία, να φιλά την πληγή τους και ο πόνος να περνάει.
Εχει την κατάρα να νιώθει τον φόβο πριν συμβεί κακό στα παιδιά της και την ευλογία να συγχωρεί στην τρυφερή της αγκαλιά. Εχει την κατάρα να <φταίει> για τα <πάντα> και τα <όλα> και, έχει την ευλογία να αντέχει τα <πάντα> και τα <όλα> Εχει την κατάρα να νιώθει και, την ευλογία να ξεχνά τη θλίψη της όταν οι αστοχίες και αποτυχίες των παιδιών της αναστατώνουν το είναι της. Εχει την ευλογία να βάζει πάνω από κάθε της σκέψη και επιθυμία τα δικά της παιδιά. Εχει την κατάρα να πονά για πάντα όσο χτυπά η καρδιά της μα, έχει την ευλογία να κρατά στην αγκαλιά της τα παιδιά των παιδιών της.
Εχει την κατάρα να μην τη νιώθουμε σ΄ ό,τι μας συμβουλεύει αλλά και την ευλογία να τη λατρέψουμε όταν γίνουμε μάνες ή… όταν τη χάσουμε.
Γυναίκες που, όσο διαφορετικές κι αν είναι, γυρίζουν όλες μαζί στο άκουσμα της μαγικής λέξης :ΜΑΝΑ.
Μένει ξάγρυπνη κοιτώντας τα μωρά της στην κούνια να κοιμούνται και η ανάσα τους να βγαίνει βαθιά από τον πυρετό. Χίλιες προσευχές βγαίνουν από τα μάτια της με τα δάκρυα που πέφτουν βάλσαμο στο άρρωστο μωρό της.
Χίλια τραγούδια τραγουδά η καρδιά της όταν της χαμογελά Χίλια πουλιά κελαηδούν στ΄ αυτιά της όταν το μωρό της στέκεται στα παχουλά ή αδύνατα ποδαράκια του και κάνει τα πρώτα του βήματα κοιτάζοντάς της στα μάτια, με ελπίδα. Και το πρώτο <μαμά> κατεβάζει
αγγέλους απ΄ τα ουράνια να της κρατάνε τη χαρά! Χτυπά η καρδιά της δυνατά μόλις ακούσει το κλάμα παιδιού που παίζει έξω από το σπίτι: <είναι το δικό μου;>
Θυμάται ό,τι δεν έμαθε στο σχολείο η ίδια σαν παιδί και σ΄ ό,τι δεν έδινε σημασία τότε, κάνοντας τη δική της Μάνα να σιγοκλαίει, τώρα, στέκει ώρες κοντά στα παιδιά τα δικά της, να τα βοηθήσει, να μάθουν τα δύσκολα, να γίνουν καλύτερα απ΄ αυτήν. Να προχωρήσουν , να ξεπεράσουν τον εαυτό τους, να γίνουν Σπουδαίοι. Ματώνει η ψυχούλα της στον πρώτο τους Ερωτα μα, όσα και να πει, τα μικρά της παιδιά που όμως, νιώθουν μεγάλα, δεν θα καταλάβουν ακόμα πως, αυτή η αγάπη δεν θα κρατήσει για πάντα…Είναι τότε, που η αγκαλιά της Μάνας αρχίζει να μην είναι απαραίτητη. Είναι αντικαταστήσιμη!(;)
Τι είναι λοιπόν αυτό το μαγικό που την κάνει να είναι τόσο μοναδική, τόσο απαραίτητη, τόσο αναγκαία, έτσι που, η απουσία της να κάνει το έδαφος να τρίζει κάτω από τα πόδια του παιδιού της, έτσι που η λέξη αυτή να προκαλεί τόσο πόνο στη θύμησή της;
Όχι, δεν είναι το ζεστό, από τα χέρια της μαγειρεμένο φαγητό που, κανένα άλλο δεν βρήκαμε όμοιό του.
Όχι, δεν είναι τα φρεσκοπλυμένα ρούχα που μας φορούσε με τόση σπουδή, όταν μας ετοίμαζε για το σχολείο.
Όχι, δεν είναι το απαλό της χέρι που σκούπιζε τα μάτια μας όταν πλημμύριζαν από τα δάκρυα του φόβου και του πόνου των παιδικών μας χρόνων.
Όχι, δεν είναι τα λόγια παρηγοριάς ούτε και του θυμού που της προκαλούσαμε με τις μικρές ή μεγαλύτερες σκανδαλιές μας.
Όχι, ούτε τα παραμύθια και νανουρίσματα που χάιδευαν τα αυτιά και τη φαντασία μας στα μισόκλειστα μα, πεισματάρικα, μάτια μας.
Όχι, ούτε η θλίψη της στις αποτυχίες μας που φέρναν τα πάνω –κάτω στα όνειρά της.
Τι άλλο μπορεί να ‘ναι πέρα από τις θύμησες που αγκαλιάζουν το κορμί σου και χαρακώνουν, τόσο βαθιά, τόσο απαλά την ψυχή σου;
Τι άλλο πέρα απ’ αυτό που αντικρύζεις στον καθρέπτη σου κάθε πρωί και σε κάνει να χαμογελάς; Τι άλλο απ’ αυτό που τα βράδια στον ύπνο, σου χτυπά την καρδιά σου ή άλλοτε, χαϊδεύει τα χείλη σου; Τι άλλο, πέρα απ’ αυτά που εσύ διάλεξες να κρατήσεις από τη Σοφία και την Αγάπη της;
Και το παιδί της μάνας, προχωρά <μόνο> του και, η συνετή μάνα, ξέρει πως έτσι πρέπει να γίνει. Δεν αποζητά το στήθος ούτε το χέρι της. Η Μάνα όμως, οι Μάνες όλου του κόσμου, στέκουν πίσω από το παράθυρο και προσέχουν, μήπως ξαφνικά ακουσθεί κάποιο κλάμα, κάποιο <Μάνα> και είναι το δικό τους παιδί! Ωσπου να βρουν το δρόμο τους τα μικρά τους βλαστάρια που θέριεψαν και γίναν δενδράκια γερά, με κορμούς που λυγίζουν μα, δεν σπάνε, η μάνα συνεχίζει να ξαγρυπνά τα βράδια. Κάθε κακιά σκέψη εναλλάσσεται με τις όμορφες που, εξακολουθούν να ρχονται μέσα από τα χίλια- μύρια προβλήματα …
Και κάπου τότε, οι Μανούλες του κόσμου που γίνανε <ΜΑΝΑ> ετοιμάζουν τα παιδιά τους για την μεγάλη <αλλαγή>. Αυτόν τον ….γάμο, με το παιδί μιας άλλης Μάνας. Και, περιμένουν, ξάγρυπνες ακόμα, μέσα στην αναπόληση της δικής τους ζωής, να ευτυχίσουν πραγματικά, να
νιώσουν την πραγματική ευτυχία. Να ακούσουν το κλάμα, να δούνε τα μάτια, ν΄ αγγίξουν το κατάλευκο, απαλό δέρμα, να νιώσουν την ανάσα του παιδιού του παιδιού τους! Ελπίζουν, χωρίς να το ξέρουν, ότι, σαν τον Μωϋσή, δεν θα φτάσουν ποτέ στη Γη της Επαγγελίας. Δεν ξέρουν ότι, σ΄ όλη τους τη ζωή ετοιμάζουν ένα κόσμο, που οι ίδιες δεν θα δουν ποτέ…
Και τα παιδιά, το παιδί της αρχίζει πια να νιώθει τι ήταν αυτό που το κρατούσε κοντά της, τι ήταν αυτό που του έλειπε όταν έφευγε από το σπίτι του, τι ήταν αυτό που ζέσταινε τη ψυχή του και μαλάκωνε τον πόνο του, τι ήταν αυτό το μαγικό φιλί που στέγνωνε τα δάκρυά του σ΄ εκείνους τους… μεγάλους πόνους των μικρών –μικρών του χρόνων. Καταλαβαίνει τώρα πια ότι η Μάνα δεν είναι <αντικαταστήσιμη> και.. ακόμη… δεν μπορεί να φαντασθεί πόσος θα είναι ο πόνος της ολοκληρωτικής της απουσίας.
Αλλά και τότε που, η καρδιά της πάψει να χτυπά, σε κάθε δυσκολία, δεν ξέρω τι είναι πιο γρήγορο, η σκέψη σου που τρέχει κοντά της, ή η μορφή της που έρχεται και σκουπίζει τα δακρυσμένα σου μάτια, από εκεί μακριά, που την έχει βγάλει ο δρόμος του αναγκαστικού της ταξιδιού!
Αν μπορούσε, θα της έπιανε τώρα, αυτή τη στιγμή, το ζεστό της χέρι, όπως του κρατούσε κι εκείνη, η Μάνα του το δικό του, τότε, που του ΄δειχνε τα πουλιά που πετούσαν ψηλά, τα σύννεφα που σχημάτιζαν δράκους και βασιλοπούλες, τα αστέρια που τρεμόσβηναν τις νύχτεκαλοκαιριού και, εκείνο το λαμπερό που η Πούλια το καθάριζε κάθε πρωί και τις νύχτες έλαμπε το πιο φωτεινό…
Τότε που περπατούσαν μαζί στην ακρογιαλιά πετώντας βότσαλα στη θάλασσα –πόσο μεγάλη ήταν η θάλασσα- τότε που τρέχανε στα λιβάδια και μάζευαν αγριολούλουδα τότε που το χέρι του χάνονταν μέσα στο χέρι της μάνας… Θα κρατούσε το χέρι της Μίας, της Μοναδικής, της δικής του Μανούλας. Θα της το κρατούσε έτσι, με σιγουριά, όπως κρατά το χέρι του δικού του παιδιού για να το οδηγήσει στο Αύριο…
Σήμερα λοιπόν, που μπερδεύτηκαν οι σκέψεις κι ανακατεύτηκαν τα συναισθήματα, που δεν ξέρεις αν είσαι το παιδί ή είσαι η Μάνα, που ήσουν σίγουρα το παιδί και τώρα πιθανά είσαι η Μάνα, που νιώθεις χαρά πνιγμένη στον κόμπο του λαιμού σου, αφιέρωσε μια στιγμή της Ζωής σου, σ΄ αυτήν την γυναίκα που σου έδωσε Ζωή.
Και εκείνη, σίγουρα θα το νιώσει κι αυτό, και θα χαμογελάσει, και, το χαμόγελό της όσο κι αν είναι μακρινό, θα αγγίζει τη ψυχή σου, έτσι, όπως τότε, μικρό παιδί σ΄ άγγιζε το απαλό της χέρι…
Ας έχουν πάντα χαρά, μόνο χαρά, όλες οι Μανούλες του κόσμου.
Βιβή Φαρσαλιώτου + Ιατρού