Είχαμι χμώνα φαρμάκ, ιφέτους! Είπαμι τ΄ν Πασχαλιά μη χιον θα τ΄ν βγάλουμι, αλλά, ιφτιχώς εχ καμπόσις μέρις τώρα, απ΄έσιαξιν ου κιρός, βγήκιν ου ήλιους. Ιγώ άμα ιδώ καλή μέρα νταλντώ στ΄ς δλειες . Η πιθιράμ ίλιγι « τέτοιις μέρις βάλτις στου τσιουβάλ». Κι μη τ΄ν ιφκιρία απ΄όρχουντι κι οι γιουρτές έβγαλα κι έπλυνα τ΄ς κουβέρτις μ΄, τίναξα τα σκ’τιά, σκούπσα κι σφουγγάρσα του ουπάν του σπιτ, έπλυνα τ΄ς κουρτίνις, κι τ΄ς διαδρόμ κι τίναξα τ΄ς μουκέτις. Καένας δεν του πατάει τ΄απάν του σπιτ αλλά χρειάζ ένα πανί.
Ιγώ κάθουμι στ΄ν κουζίναμ΄κι στουν ουντάμ κατ. Ανασκίρσα κι του κατώιμ΄, πέταξα κατ΄ βάζα, κατ΄ σακούλις πλαστικές κι κατ΄ψιλουλόια π΄όλου λέου θα μη χρειαστούν κι δεν μη χρειάζντι. Τάπιρ μη τα βνα, βάζα, σακούλις… Έχου τ΄ς μαλάθις μ΄ στ΄ν σειρά, τα φρούτα μ΄ αραδιασμένα, οι πατάτις στ΄ν σκιά, ου δυόσμους κι ου βασιλικός κριμασμέν στα καρφιά. Τ΄ς νταμιτζάνις κι του χαρανί σ΄ν άκρα κι τα μπακίρια στου ραφ. Είπα ν΄ασβιστώσου τα ντβάρια αλλά ήταν μούσκα κι τα ΄φσα για τουν Μάη. Έσπειρα κι ψα σπανάκι, καμπόσα καρότα, δυο ρίζις πανσέδις, ήρθι του χιον μη τα ΄καψι! Κάθι χρόνου τέτοιουν κιρό ξιπατόνουμι στ΄ς δλειές αλλά καρτιρώ τα πιδιάμ΄κι μιτρώ τ΄ς μέρις.
Του προυί σκόνουμι κατά τ΄ς ιφτά πίνου τουν καφέμ ΄χουρίς ζάχαρ κι τρώγου τρία πικραμύγδαλα. (Αστόησα, κι τρία χάπια). Νηστεία, όχι δεν κάμνου, δεν μη κρατούν τα ποδάρια μ΄. Βαστώ για τ΄ν μεγαλοβδόμαδα μόνον. Ήνιτις άλλις τ΄ς βλεπς σαράντα μέρις πράσου κι ψουμί, κι μιτά αράδα τα ιγγιφαλικά. Κάμνου τ΄ς δλειες ολν τ΄ν μέρα, του μισμέρ θα φάγου καλά, θα ξαπλώσου κι του απόγιμα τηλιόρασ’ κι κατά τ΄ς έντικα θα σφαλίσου του φως.
Τώρα ιγώ του πρόγραμμα για τ΄ν πασχαλιά του ξέρου απ΄όλα τα χρόνια, το΄χου κανοντζμένου. Θα ΄ρθν ου γιος μ΄μη τα πιδιά τ΄κατά τ΄ν Μιγάλ Τιτάρτ. Η νυφαδιά μ΄θα πιασ τ΄ν καρέκλα, είνιτην κουρασμέν. Η θυγατέρα μ΄ κατά του Μεγάλου Σάββατου. Παρατάει τα πιδιά τ΄ς κι τρεχ στ΄ς καφέδις. Μη τα μκρα αντραλιάζουμι γαιτί τρώγουντι αναμιταξύ τα.
Βάφου τ΄αυγά τ΄ν Πεμπτ μέχρι τ΄ν Παρασκιυή είνιτα τσακσμένα. Άλλου τρώει ψα ασπράδ άλλου τουν κρόκου, τα πιτάχνουν κατά ιδώ κι κατά ικεί , χαραμζμάρις… Δεν μη μεν αυγό για κέρασμα μέρις απ΄ όρχουντι. Μιγάλ Παρασκιυή κάμνου ψα σκουρδάρ για τ΄αντέτ. Έρχουντι τα πιδιά να δουκιμάσν όλου χαρά, παένουν στ΄ς μάνις τα: «μαμά φάγαμε σκορδάρι» (σκουρδουκαΐλα τις αυτές). Τ΄ν Παρασκιυή τα κάμνου κανά λαδιρό ή τίπουτα φασούλια, τα πιδιά τρων τιγαντζμένις πατάτις. Η νύφη μ΄καν δίιτα : «σουπιές με σπανάκι και δεντρολίβανο κι ένα κουταλάκι του γλυκού, λάδι», τ΄ν έγραψιν ου τρουφουλόγος.
Στ΄ν μαγειρίτσα ιγώ δεν βάνου άντιρα, τα βάνου στα λάχανα. Όταν είνι να τ΄ν σιρβίρου αντραλιάζουμι. Άλλους μη λέει δεν θέλου πλιμόν, άλλους δεν θελ πουλύ ζμι, άλλους τ΄ν προυτιμάει ασπρ αυγουλέμουνου,(η μπουγατσιώτκια η μαγειρίτσα είνι κόκκιν ιγώ ξέρου, κι νε ρύζια κι νε μαρούλια). Η μπιρόνα η νυφαδιά μ΄ δεν θελ να τ΄ν ιδεί τ΄ν μαγειρίτσα. (Ας φάει του δεντρουλίβανου τ΄ς αυτή). Τα κούτσκα τα βάνου απ΄τα΄απόγιμα κι τρων, σιγά μη πιριμένουμι του Χριστός Ανέστη. Αυτά, κατά τ΄ς έντικα νυστάζν, παένουμι σ΄ν ικκλησιά οι μ΄σοί. Παίρνου τ΄αυγά σ΄ν τσιάντα κι τα κιριά, ου Γιανντς μ΄καν κανά τέταρτου να δες τ΄ν γραβάτα, μπιτζάμις πιταμένις, παπούτσια, πιδικόνουμάστι στουν διάδρουμου. Πόρτις ανοίγουν κλείνουν, χπουν οι καμπάνις, τρέχουμι να προυλάβουμι τουν παπά, χωνουμάστι στ΄ αμάξια, καμιά φουρά βρεχ΄κι όλας, ανάφτουμι τ΄ς λαμπάδις, τρέχου, ανάφτου κι ένα κιρί στουν πάππου μ΄ («πούσι έρμι, τουν λέγου»). Ξανά στ΄ αυτουκίνητου, βγάνουμι τα ρούχα να τα βάλουμι στ΄ς κριμάστρις, τα μκρα πότι γυρνούν μη τα μαλλιά τα καψαλζμένα, πότι μη τα μπόια τα μες στ΄ς σταξιές απ΄ του κιρί.
Τ΄ν μέρα τ΄ν Πασχαλιά σκώνουμι απ΄ τ΄ς νύχτις να μαζέψου τα λάχανα απ΄ τ΄αμπέλ΄, να καθαρίσου τ΄ άντιρα, τα κρουμδούλια, να βράσου του κρέας… Τα χέρια μ΄ γίνουντι ντούγκανους απ΄τα νιρά. Στα λάχανα βάνου κι ψα δυόσμουν, του νουστμίζ… αλλά τι του θες εμ, όπους του βάνω στα πιάτα, έτς του γυρνούν σ΄ν κατσαρόλα. Του βάνου στου ψυγείου, του βγάνω, του ζισταίνου, ουπίς σ΄ν κατσαρόλα. Τι θέλου κι του κάμνου, αφού ξέρου ότι κανένας δεν του τρώει κι πρωτ κι καλύτερ΄ιγώ. Όσον ζούσι ου πάππους μ΄ έψινι κατσίκ΄ κι κουκουρέτς . Τώρα του βάνου στου φούρνου, κι ικεί καλό γένιτι.
Ιιιχ εμ, έκατι χπάει του τηλέφουνου να τρέξου να του σκώσου, τα πιδιά μ΄θα είνι… Έλα εμ Γιανν, τι καντς πιδίμ΄; Να μαμά …κοίταξε , ήθελα να σου πω για φέτος… να μη μας περιμένεις για το Πάσχα… (Ιιιχ φαρμακόθκα τώρα…) Φέτος λέμε να πάμε στην πεθερά μου πρώτα και να ρθούμε την δεύτερη μέρα στο χωριό… Καλά εμ, καλά… γιατί για να σι πω τ΄ν αλήθεια, έλιγα κι γω ιφέτους να πάνου σ΄ν Κέρκυρα, να ιδώ απ΄ γκριμνούν στ΄ς στάμνις απ΄ τα μπαλκόνια κι τ΄ς τσακίζν, εμ…
Πόλυ Μπλιάγκα ( Χανιά 1999)