Όταν η «Νύφη του Θερμαϊκού» δέχθηκε το μεγαλύτερο ποσοστό των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής
Τον τρόπο που οι ημερήσιες εφημερίδες της Θεσσαλονίκης «έβλεπαν» τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής- και όχι μόνο -αλλά και τα προσφυγικά προβλήματα που προέκυψαν στην πόλη στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, πραγματεύεται σε έρευνά του ο επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας Βλάσης Βλασίδης.
Η επιλογή της Θεσσαλονίκης για την έρευνα του συγκεκριμένου θέματος δεν είναι τυχαία, αφού η «Νύφη του Θερμαϊκού» ήταν η πόλη που δέχθηκε το μεγαλύτερο ποσοστό προσφυγικών πληθυσμών.
«Η Μικρασιατική Καταστροφή και η συνακόλουθη ανταλλαγή των πληθυσμών αποτελεί κομβικό σημείο στην ιστορία των Νέων Χωρών, δηλαδή για τα εδάφη που εντάχθηκαν στο ελληνικό κράτος με τους Βαλκανικούς Πολέμους» επισημαίνει στο ΑΜΠΕ ο κ. Βλασίδης.
«Η εγκατάστασή των προσφύγων στη Θεσσαλονίκη δεν έγινε ομαλά, ούτε ήταν ένα μεμονωμένο επεισόδιο στη σύγχρονη ιστορία της πόλης. Προηγήθηκε η έξοδος της εξαρχικής κοινότητας, η μετακίνηση των μουσουλμάνων κατοίκων προς την κεμαλική Τουρκία και ολοκληρώθηκε με την εξόντωση της εβραϊκής κοινότητας στη διάρκεια του Β” Παγκόσμιου Πολέμου. Επομένως, το διάστημα 1912-1944 αποτελεί μια περίοδο ουσιαστικά βίαιων πληθυσμιακών ανακατατάξεων» εξηγεί.
Η Θεσσαλονίκη είχε υποδεχτεί κύματα προσφύγων και σε προηγούμενα χρόνια: από τα χωριά της Μακεδονίας, κατά τον Α” Βαλκανικό Πόλεμο, για να γλυτώσουν από τις πολεμικές επιχειρήσεις, όπως και από τις περιοχές που περιήλθαν στην κατοχή των στρατευμάτων των Κεντρικών Αυτοκρατοριών και από τα χωριά που εκκενώνονταν κατά τη δημιουργία των γραμμών του μετώπου. Επίσης, η καταστροφική πυρκαγιά στη Θεσσαλονίκη, το 1917, δημιούργησε δεκάδες χιλιάδες αστέγους, πρόσφυγες στην ίδια τους την πόλη.
«Όλοι αυτοί, ήταν πρόσφυγες για σύντομο χρονικό διάστημα, μέχρι να ομαλοποιηθεί η κατάσταση, και να επιστρέψουν στις οικίες τους ή στην πατρίδα τους και ως τέτοιοι αντιμετωπίζονταν από τις πολλές εφημερίδες της Θεσσαλονίκης, ανεξαρτήτως της προέλευσής τους.
Η αντιμετώπιση αυτών των προσφύγων εντασσόταν στο πλαίσιο του ανθρωπισμού και στην αντιμετώπιση των πρακτικών αναγκών που προέκυπταν από τις έκτακτες συνθήκες. Έτσι, τα θέματα αυτά δεν αποτελούσαν μέρος της κύριας θεματογραφίας των εφημερίδων, που παρέμεναν προσανατολισμένες στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις, τις πολεμικές επιχειρήσεις και τις αλλαγές στο διεθνή χώρο» επισημαίνει ο ερευνητής.
Την ίδια αντιμετώπιση είχαν και οι πρώτοι πρόσφυγες που ήρθαν στη Θεσσαλονίκη από την ανατολική Θράκη και από τη Μικρά Ασία. Ήταν και αυτοί μια ακόμη ενοχλητική συνέπεια ενός δράματος, κυρίως πολιτικού, εθνικού και στρατιωτικού, όπως επισημαίνει ο κ. Βλασίδης.
Ο ίδιος εκτιμά ότι η κοινωνική διάσταση της προσφυγιάς, και οι συνέπειές της στην πόλη, δεν μπορούσαν να γίνουν αντικείμενο σωστής εκτίμησης από τον Τύπο της εποχής. Βέβαια, όταν αργότερα ήλθαν και οι πρόσφυγες από τον Πόντο, οι ήδη παρόντες πρόσφυγες ήταν τόσο πολλοί, που κανένας δεν τους θεώρησε «προσωρινό πρόβλημα».
«Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι οι πρόσφυγες στη Βόρειο Ελλάδα αποτέλεσαν ένα πολύ σημαντικό θέμα για τον Τύπο της εποχής. Η αρχική άγνοια γρήγορα μετατράπηκε σε θέμα πρόσφορο για ρεπορτάζ, μέχρι τα χρόνια του Μεταξά. Οι εφημερίδες πρόβαλαν τη δεινή θέση των προσφύγων κι ανάλογα με την πολιτική τους τοποθέτηση υιοθετούσαν την άποψη ότι οι πρόσφυγες τύχαιναν πατρικής στοργής από την κυβέρνηση ή ήταν αφημένοι στη μοίρα τους» επισημαίνει ο ερευνητής.
Η «Εφημερίς των Βαλκανίων» κοντά στους πρόσφυγες
Στην αρχή, οι περισσότερες εφημερίδες, όπως προκύπτει από την έρευνα, αγνόησαν το θέμα των προσφύγων ή δημοσίευαν αποσπασματικά σχετικές ειδήσεις. Η μόνη που αντιλήφθηκε νωρίς το μέγεθος και τη μονιμότητα της προσφυγιάς ήταν η βενιζελική «Εφημερίς των Βαλκανίων».
Σε σχέση με τις άλλες εφημερίδες, στις δικές της στήλες εμφανίζονται το 1922 αρκετές ειδήσεις- μεταξύ άλλων -για τη μετακίνηση των προσφύγων, για τους τόπους διαμονής, τις συνθήκες διαβίωσης αλλά και εκκλήσεις για κινητοποίηση των τοπικών Αρχών για την αντιμετώπιση του φαινομένου.
«Οι υπόλοιπες εφημερίδες επικέντρωναν το ενδιαφέρον τους στις πολιτικές εξελίξεις και τον ανταγωνισμό, όπως και στις διπλωματικές προσπάθειες για την επίλυση του προβλήματος» αναφέρει ο κ. Βλασίδης. «Βέβαια, καθώς μεγάλωνε ο όγκος των προσφύγων και τα προβλήματα έπαιρναν το χαρακτήρα του επείγοντος, οι πρόσφυγες έκαναν την εμφάνισή τους και στις άλλες εφημερίδες.
Ήταν, όμως, κυρίως ο προβληματισμός για την έλευση τόσων εκατοντάδων χιλιάδων ατόμων και τη θέση τους σε μια ήδη πυκνοδομημένη Θεσσαλονίκη, κατεστραμμένη μάλιστα από την πυρκαγιά του 1917» προσθέτει.
Με την υπογραφή της συνθήκης της Λοζάννης (30 Ιανουαρίου 1923) φάνηκε ότι η παρουσία των προσφύγων στη Θεσσαλονίκη θα ήταν μόνιμη- ή έστω για πολλά χρόνια. Ο όγκος τους σήμαινε ότι άλλαζαν τόσο τα πληθυσμιακά και τα κοινωνικά δεδομένα όσο και τα πολιτικά. Για το λόγο αυτό, δεν ήταν δυνατόν οι εφημερίδες να αγνοήσουν την ύπαρξη των προσφύγων και να μην ασχοληθούν με τις αλλαγές που επέφεραν αλλά και τα προβλήματά τους.
«Ουσιαστικά, δημιουργήθηκε ένα νέο είδος ρεπορτάζ: το προσφυγικό. Όλες οι εφημερίδες- άλλες λίγο, άλλες κάπως περισσότερο κι άλλες σε μεγάλο βαθμό- άρχισαν να δημοσιεύουν ειδήσεις που αφορούσαν τους πρόσφυγες» τονίζει ο ερευνητής.
Η κύρια πηγή ειδήσεων αποδείχθηκε η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, η γνωστή ΕΑΠ, τις ανακοινώσεις της οποίας δημοσίευαν όλες οι εφημερίδες της εποχής. Επίσης, σημαντικές πηγές παραγωγής ειδήσεων ήταν η κυβέρνηση και όσες Αρχές ασχολούνταν- θεσμικά ή σε εθελοντική βάση- με τα ζητήματα των προσφύγων.
Τελικά, όλες οι εφημερίδες δεν άργησαν να αναζητήσουν την είδηση στους ίδιους τους πρόσφυγες, η κατάσταση των οποίων ήταν τόσο διαφορετική από τον υπόλοιπο πληθυσμό της πόλης.
«Ήδη, από το 1923 η “Εφημερίς των Βαλκανίων” ξεκίνησε να καταγράφει τα προβλήματα των προσφύγων, με μια δημοσιογραφική επιτόπια έρευνα, μεγάλης έκτασης, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσίευε για πολλές μέρες στις στήλες της» αναφέρει ο κ. Βλασίδης.
Μέσα από τις στήλες της εφημερίδας αναδείχτηκαν τα πιο βασικά προβλήματα, όπως το πόσιμο νερό, η έλλειψη φαρμάκων και άλλου εξοπλισμού στα νοσοκομεία της πόλης, οι σχέσεις με τη δημόσια διοίκηση, καθώς υπήρχε πληθώρα καταγγελιών για κακή συμπεριφορά των υπαλλήλων προς τους πρόσφυγες κ.ά.
Μία άλλη εφημερίδα, η «Νέα Αλήθεια», ασχολείτο- αλλά σε μικρότερο βαθμό -με τα προσφυγικά θέματα και έδινε μεγάλη βαρύτητα κυρίως στις αποζημιώσεις για τις περιουσίες των προσφύγων και στην εγκατάσταση των προσφύγων, μέσω της ΕΑΠ.
Ωστόσο, η “Νέα Αλήθεια” θεωρούσε τους προσφυγικούς συνοικισμούς ως αναπόσπαστα κομμάτια της πόλης. Γι αυτό και το καλοκαίρι του 1931, όταν πραγματοποίησε μια μεγάλη έρευνα για τις γειτονιές και τις συνοικίες της Θεσσαλονίκης, συμπεριέλαβε και όλους τους προσφυγικούς συνοικισμούς, όπως την Καλαμαριά, την Αρετσού, την Τούμπα, τη Μενεμένη, τη Νεάπολη, τη Βάρνα.
Παρόμοια ήταν και η πολιτική της εφημερίδας «Μακεδονία», η οποία περιλάμβανε στην πολιτική γραμμή της «τη συμπαράσταση στο δράμα του προσφυγικού κόσμου μετά την καταστροφή, συνεχείς αγώνες, αδιάκοπες προσπάθειες». Η εφημερίδα φιλοξενούσε συχνά ειδήσεις για τους πρόσφυγες και τα προβλήματά τους, ειδικά αν αυτά δημιουργούσαν προβλήματα στις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία.
Κατά καιρούς, η εφημερίδα έστελνε απεσταλμένους σε προσφυγικούς συνοικισμούς στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης και σε άλλες πόλεις της βόρειας Ελλάδας, όπως στις Σέρρες, το Κιλκίς και τη Δράμα. Επίσης, συχνά φιλοξενούσε δηλώσεις και συνεντεύξεις πολιτικών του προσφυγικού χώρου και με απλούς ανθρώπους.
Άλλη μια εφημερίδα της εποχής, τα «Μακεδονικά Νέα», που προήλθαν από την αποχώρηση των περισσότερων συντακτών από τη «Μακεδονία» το 1924, δεν ήταν δυνατόν να έχουν άλλη πολιτική, συμπεραίνει ο κ. Βλασίδης. Σύντομα η εφημερίδα απέκτησε στήλη με τίτλο «Προσφυγικά», ενώ τα σημαντικότερα θέματα- ειδικά αυτά που αφορούσαν τις αποφάσεις και τις δράσεις των κρατικών φορέων για τους πρόσφυγες -φιλοξενούνταν στην πρώτη σελίδα.
Τα προβλήματα των προσφύγων εμφανίζονταν συχνά και μέσα από τις στήλες της εφημερίδας «Ελεύθερος Λόγος», τα περισσότερα σχετικά άρθρα της οποίας αφορούσαν τις προσπάθειες της κυβέρνησης για την ένταξή τους στην τοπική οικονομία. Υπήρχαν άρθρα για την εγκατάσταση των προσφύγων στις πόλεις και στην ύπαιθρο, για τη βελτίωση των συγκοινωνιών, για τα εγγειοβελτιωτικά έργα κ.ά.
Η αντιμετώπιση των προσφύγων από τον αντιβενιζελικό Τύπο
Ερευνώντας τον αντιβενιζελικό Τύπο, ο κ. Βλασίδης διαπιστώνει ότι κι αυτός δεν έμενε απαθής απέναντι στους πρόσφυγες. Το «Φως», για παράδειγμα, φιλοξενούσε συχνά ειδήσεις και κείμενα άποψης για τους πρόσφυγες και πολλές φορές έστελνε συντάκτες στη μακεδονική ύπαιθρο για να καταγράψουν τις συνθήκες ζωής των προσφύγων.
«Κύριος στόχος της εφημερίδας ήταν η ομαλή ένταξη των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία και αυτό αφορούσε τόσο τους ίδιους τους πρόσφυγες, όσο και το κράτος» αναφέρει ο κ. Βλασίδης.
Μάλιστα, η εφημερίδα στηλίτευε την καθυστέρηση στη στεγαστική αποκατάσταση των προσφύγων, καθώς και την έλλειψη ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, αλλά και τις όποιες ατασθαλίες πραγματοποιούνταν εις βάρος των προσφύγων. Για τις λιγότερο σημαντικές ειδήσεις, η εφημερίδα είχε τη μόνιμη στήλη «Προσφυγικά».
Μια άλλη εφημερίδα της Θεσσαλονίκης, του αντιβενιζελικού χώρου κι αυτή, ο «Ταχυδρόμος» Βορείου Ελλάδος, διατηρούσε στήλη με ανακοινώσεις για προσφυγικά θέματα κάθε είδους, αλλά με λόγο καταγγελτικό, έτσι ώστε να στρέφει τα βέλη κατά των βενιζελικών πολιτικών και της πολιτικής τους.
«Ήρθαν για να μείνουν»
Οι υπόλοιπες ημερήσιες εφημερίδες που εκδόθηκαν στη Θεσσαλονίκη, στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, ασχολούνταν επίσης (άλλες περισσότερο, άλλες λιγότερο) με τα προσφυγικά ζητήματα τη δεκαετία του 1920 και την ενσωμάτωση των προσφύγων στην κοινωνία της Θεσσαλονίκης τη δεκαετία του 1930.
«Αυτή ήταν και η ουσιαστική αλλαγή της αντιμετώπισης των προσφύγων στη δεκαετία του 1930. Μετά την υπογραφή του Ελληνοτουρκικού Συμφώνου Φιλίας Βενιζέλου -Ινονού καταλαβαίνουν όλοι, ακόμη κι αυτοί που δεν ήθελαν να το παραδεχθούν νωρίτερα, ότι οι πρόσφυγες ήρθαν για να μείνουν και ότι η επάνοδος στους τόπους τους θα έμενε όνειρο απραγματοποίητο» αναφέρει ο κ. Βλασίδης σημειώνοντας πως «έτσι, ο Τύπος επικεντρώθηκε στα θέματα ενσωμάτωσης των προσφύγων στις τοπικές κοινωνίες, βλέποντας το ίδιο θέμα είτε θετικά, είτε αρνητικά, είτε κατά περίπτωση»
Οι πρόσφυγες συνεχίζουν να αποτελούν σημαντικό τμήμα της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης και ανήκουν πλέον στο αναγνωστικό κοινό των εφημερίδων. Στήλες με τίτλο «Προσφυγικά» ή «Τα προσφυγικά ζητήματα», με θέματα όπως η δράση των οικοδομικών συνεταιρισμών, η θέση τους στο τοπικό πολιτικό σύστημα κ.λπ., αποκτούν ακόμη και εφημερίδες που αρχίζουν να εκδίδονται τη δεκαετία αυτή, όπως η «Απογευματινή», που κυκλοφορεί στις αρχές του 1933.
«Μια δεκαετία μετά την έλευση των προσφύγων στη Θεσσαλονίκη, κάθε εφημερίδα θεωρούσε υποχρέωσή της να κάνει μια έρευνα για τις συνθήκες ζωής των προσφύγων στην πόλη» επισημαίνει ο ερευνητής. «Αξιοσημείωτο για εμάς, αλλά όχι για την εποχή εκείνη, είναι ότι γίνεται μια προσπάθεια αποσιώπησης της προσφυγικής καταγωγής των κατοίκων των συνοικιών, καθώς αναφέρονται μόνο στην τωρινή κατάσταση των κατοίκων κι όχι στο παρελθόν τους. Αποφεύγουν να μιλήσουν για την καταγωγή τους, ακόμη και σε συνοικίες, όπως η Τούμπα και η Τριανδρία» επισημαίνει ο ερευνητής.
Εντελώς διαφορετική πολιτική ακολούθησε η εφημερίδα «Ελληνικός Βορράς», που εξέδωσε ο Πέτρος Λεβαντής στις 14 Ιουνίου 1936, η οποία, εκτός των άλλων άρθρων για τους πρόσφυγες, πραγματοποίησε και ένα μεγάλο οδοιπορικό στα μέρη από όπου ήλθε ένα σημαντικό μέρος των προσφύγων: Κωνσταντινούπολη, Ανατολική Θράκη και παράλια της Ιωνίας.
Τη δεκαετία του 1930 και μέχρι την κήρυξη της δικτατορίας του Μεταξά, παρ” όλο που τα προσφυγικά θέματα βρίσκονται στον ημερήσιο Τύπο, δεν αποτελούν πλέον την κύρια θεματολογία τους. Όλες οι τοπικές εφημερίδες αφιερώνουν πλέον πολύ περισσότερες σελίδες στη θέση και το ρόλο της Εβραϊκής Κοινότητας Θεσσαλονίκης.
«Είναι φανερό ότι οι πρόσφυγες έχουν αρχίσει να αποτελούν πλέον οργανικό κομμάτι της Θεσσαλονίκης, τουλάχιστον έτσι το έβλεπαν οι εφημερίδες, ενώ υπήρχε μεγάλος προβληματισμός για τους Εβραίους, που σχετίζεται και με την άνοδο των Εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία στη Γερμανία» υπογραμμίζει ο κ. Βλασίδης.
Η τελευταία περίοδος του Μεσοπολέμου
Απολύτως διακριτή, χαρακτηρίζει ο ερευνητής, την τελευταία περίοδος του Μεσοπολέμου, που ταυτίζεται με το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά, ο οποίος επιδίωξε και πέτυχε να ελέγξει σε απόλυτο βαθμό όλες τις εφημερίδες.
«Ο Μεταξάς έφθασε στο σημείο να επιβάλλει λογοκρισία στους πάντες και να διακόψει υποχρεωτικά και προληπτικά την κυκλοφορία των περισσότερων εφημερίδων στις επαρχιακές πόλεις της Βορείου Ελλάδος» σημειώνει και προσθέτει πως στη Θεσσαλονίκη, διέκοψαν την κυκλοφορία τους πολλές εφημερίδες της παλιάς φιλοβενιζελικής παράταξης, αλλά και εφημερίδες φιλοβασιλικές, όπως ο «Ταχυδρόμος» Βορείου Ελλάδος, το 1937.
Στο πλαίσιο αυτό, τα άρθρα για τους πρόσφυγες και τα προσφυγικά προβλήματα απλώς …εξαφανίστηκαν. Οι πρόσφυγες έχουν εξαφανιστεί, ως χαρακτηριστικό, ακόμη και από το αστυνομικό δελτίο. Τα κείμενα που εμφανίζονται εκείνη την εποχή, αρκούνται στο να εξυμνούν τις ενέργειες του Μεταξά για τη βελτίωση της ζωής στους προσφυγικούς συνοικισμούς ή στα εργοστάσια και στους κάμπους, όπου εργάζονται.
Πρόσφυγες δημοσιογράφοι
Ανάμεσα σε αυτούς που ασχολήθηκαν με το προσφυγικό ρεπορτάζ την εποχή εκείνη, σπανίως υπήρχαν πρόσφυγες, παρότι αρκετοί εξέδιδαν εφημερίδες στην Κωνσταντινούπολη και την Ιωνία ή συνεργάζονταν με αυτές.
«Φυσικά υπήρχαν κι εξαιρέσεις στον κανόνα αυτό» διαπιστώνει ο ερευνητής κι εξηγεί: «Ένας εξ αυτών ήταν ο Αρίστος Περίδης, που προσελήφθη από τον Βελλίδη ως αρχισυντάκτης στη “Μακεδονία”, στις 15 Μαρτίου το 1924. Ο Περίδης δεν μακροημέρευσε στη θέση αυτή, καθώς ο Βελλίδης άλλαζε πολύ συχνά τους αρχισυντάκτες.
Έτσι, στις 13 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, αρχισυντάκτης είχε γίνει ο Πέτρος Λεβαντής. Ο Περίδης συνέχισε την καριέρα του στον “Ταχυδρόμο” Βορείου Ελλάδος».
Άλλοι πρόσφυγες που εργάστηκαν σε εφημερίδες είναι ο Βασίλης Βεκιάρης, ο οποίος προσελήφθη το 1926 στο «Φως» και ασχολήθηκε με το αστυνομικό ρεπορτάζ, όπως και ο Αντώνης Γιαννιός στην «Εφημερίδα των Βαλκανίων». Όχι ακριβώς πρόσφυγες αλλά σίγουρα μέλη του ευρύτερου ελληνισμού ήταν ο Πέτρος Λούβαρης και ο Σταύρος Στάγκος των «Μακεδονικών Νέων», ο πρώτος από την Κωνσταντινούπολη και ο δεύτερος από τη Σωζόπολη.
Δ. Ριμπά
INFO
-Η έρευνα του επίκουρου καθηγητή του πανεπιστημίου της Δυτικής Μακεδονίας Βλάση Βλασίδη, παρουσιάστηκε από τον ίδιο στο επιστημονικό συνέδριο, με θέμα «Θεσσαλονίκη, πρωτεύουσα των προσφύγων», του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού, στην Καλαμαριά (23-25 Νοεμβρίου 2012).
Πηγή: mikrasiatis.gr