Λέξεις: Αναγνωστόπουλος Σταύρος,
Πολιτικός Μηχανικός, π. Αντιδήμαρχος Δήμου Αγίου Αθανασίου, Μέλος της Επιτροπής Διαβούλευσης Δήμου Χαλκηδόνας
Το παρόν αφιέρωμα αναφέρεται στον Μακεδονικό Τάφο του Αγίου Αθανασίου Ν. Θεσσαλονίκης, ενός σημαντικότατου αρχαιολογικού μνημείου, το οποίο περιμένει υπομονετικά, μέσω της ανάδειξης και αξιοποίησής του, να λάβει τη θέση που του αξίζει, στο χάρτη των σημαντικών αρχαιολογικών χώρων της πατρίδας μας.
Στο αφιέρωμα που ακολουθεί περιέχεται η ιστορική περιγραφή του έργου, η περιγραφή των εργασιών προστασίας και αποκατάστασής του, η αναφορά στοιχείων που συνηγορούν στη σπουδαιότητα του μνημείου και τέλος παρατίθενται οι λόγοι που επιβάλλουν τη συνέχιση και ολοκλήρωση των εργασιών ανάδειξης του.
Πρέπει να αναφερθεί ότι τα στοιχεία της περιγραφής του έργου, προέρχονται από δημοσιεύσεις της της υπεύθυνης για την ανασκαφή αρχαιολόγου κ. Τσιμπίδου-Αυλωνίτη, η συμβολή της οποίας στην αξιοποίηση του χώρου ήταν σημαντικότατη, όπως επίσης και όλης της αρμόδιας τοπικής Εφορείας Αρχαιοτήτων.
Ιστορική περιγραφή
Την άνοιξη του 1994 η ΙΣΤ’ Εφορεία Αρχαιοτήτων πραγματοποίησε εκτεταμένη ανασκαφική έρευνα στον μεγάλο τύμβο που υψώνεται στο ανατολικό όριο του Δήμου Αγ. Αθανασίου, 20 χλμ. δυτικά της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για κηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο, δίπλα σχεδόν σε έναν μακεδονικό τάφο με ιωνική πρόσοψη, που είχε αποκαλυφθεί το 1970 στην τότε ιδιοκτησία της «Βέτλανς-Νάουσα» (το εργοστάσιο δεν λειτουργεί σήμερα και όλη η έκταση είναι πια κοινόχρηστη). Γύρω στα 600μ. ανατολικότερα υψώνεται ένας ακόμη τύμβος, ο οποίος την προηγούμενη δεκαετία είχε γίνει στόχος έντονης αρχαιοκαπηλικής δράσης αλλά και παράνομης αμμοληψίας.
Η ανασκαφική έρευνα των ταφικών τύμβων της περιοχής Αγ. Αθανασίου, η διαμόρφωση και ενοποίησή τους σε ενιαίο αρχαιολογικό πάρκο, είχε ενταχθεί ήδη από το 1992 στο πρόγραμμα των έργων της ΙΣΤ’ Εφορεία Αρχαιοτήτων,ενόψει ανακήρυξης της Θεσσαλονίκης ως Πολιτιστικής Πρωτεύουσας.
Κατά τον σχεδιασμό της ανασκαφής, υπήρξε προβληματισμός για τον τρόπο διερεύνησης του επιβλητικού γήινου όγκου, που δέσποζε στην περιοχή με ύψος σχεδόν είκοσι μέτρα και διάμετρο περίπου εκατό. Με την επίγνωση ότι και ο ίδιος ο τύμβος αποτελούσε ένα μνημείο, ένα σημαντικό τεχνικό επίτευγμα της εποχής του, τέθηκε ως βασική αρχή ο εντοπισμός των όποιων κτισμάτων καλυπτόταν με την κατά το δυνατό μικρότερη καταστροφή του τύμβου.
Η αρχική κιόλας δοκιμαστική τομή, κατά μήκος της ανατολικής παρειάς του τύμβου, έφερε στο φως δύο ασύλητουςτάφους του τέλους του 4ου / αρχών του 3ου αι. π.Χ., με σημαντικότατα ευρήματα που πλουτίζουν τις γνώσεις μας για την κοινωνία και τα ταφικά έθιμα της εποχής. Ο πρώτος ήταν ένας απέριττος κιβωτιόσχημος τάφος, όπου είχε τοποθετηθεί ο νεκρός συνοδευόμενος από αγαπημένα αντικείμενα της καθημερινής ζωής αλλά και τον οπλισμό του. Ανάμεσά τους σιδερένιες στλεγγίδες και δόρατα, καθώς και δύο ζεύγη χάλκινα σπιρούνια, κτερίσματα όχι ιδιαίτερα συνηθισμένα, που υποδηλώνουν ότι επρόκειτο για έναν νεαρό πολεμιστή, έναν ιππέα πιθανότατα, του επίλεκτου σώματος του μακεδονικού στρατού.
Λίγο βορειότερα αποκαλύφθηκε ένα δεύτερο ταφικό κτίσμα με ιδιόμορφη πρόσοψη, που μιμείται πρόσοψη μακεδονικού τάφου. Επάνω σε κτιστό βάθρο στο βάθος του τάφου, άθικτη από τον χρόνο και από βέβηλα χέρια, έστεκε μία ασημένια λάρνακα με μοναδικό διάκοσμο δύο δισκάρια με οκτάκτινα αστέρια. Στο εσωτερικό της, ευλαβικά χέρια είχαν εναποθέσει τα καμένα οστά μιας γυναίκας τυλιγμένα σε χρυσοπόρφυρο ύφασμα.
Στη συνέχεια έγιναν περιφερειακές τομές, με συνεχή μελέτη της στρωματογραφίας, που χρησίμευε ως οδηγός για τον εντοπισμό του κεντρικού μνημείου. Χρειάστηκαν ωστόσο δύο ακόμη μήνες εντατικών προσπαθειών μέχρι να αποκαλυφθεί στο κέντρο ακριβώς του τεράστιου τύμβου και σε βάθος δώδεκα μέτρων από την κορυφή του, η καμάρα ενός μικρού μονοθάλαμου μακεδονικού τάφου, που τα ανασκαφικά δεδομένα χρονολογούν στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. Παρά την πικρή διαπίστωση ότι οι αδίστακτοι τυμβωρύχοι είχαν και πάλι προηγηθεί, η απογοήτευση των αρχαιολόγων ήταν στιγμιαία, καθότι η κατάγραφη με τοιχογραφίες πρόσοψη του μνημείου, με τα εκπληκτικά χρώματα και, ευτυχώς, ελάχιστες φθορές, υπήρξε η καλύτερη ανταμοιβή.
Το αέτωμα του τάφου κοσμούν μυθικοί γρύπες με ολόχρυσα φτερά, ενώ σε μία στενή ζωφόρο επάνω από το θυραίο άνοιγμα ξετυλίγεται μια σκηνή συμποσίου, τόσο οικεία από τις φιλολογικές μαρτυρίες και την αγγειογραφία, αλλά για πρώτη φορά τόσο ζωντανά κοντά μας. Είναι πραγματικά εντυπωσιακός ο τρόπος που διαγράφονται οι μορφές, ανάγλυφες σχεδόν, καθώς το σκούρο φόντο αναδεικνύει τη χρωματική πανδαισία.
Στο κέντρο της παράστασης έξι στεφανωμένοι άνδρες, γερμένοι αναπαυτικά σε τρεις κλίνες με πολύχρωμα καλύμματα, απολαμβάνουν τη μουσική της κιθάρας και του δίαυλου που κρατούν οι δύο μοναδικές γυναικείες φιγούρες. Μπροστά στις κλίνες προβάλλουν τρία τραπεζάκια φορτωμένα με φρούτα και γλυκίσματα, ενώ ένας νεαρός οινοχόος περιμένει έτοιμος να γεμίσει τα κύπελλα με κρασί. Στη βασική αυτή σκηνή έρχονται να προστεθούν δύο ακόμη ομάδες: από τα αριστερά πλησιάζει μία μάλλον θορυβώδης παρέα έφιππων και πεζών συμποσιαστών, μεταφέροντας μάλιστα και σκεύη με τη συνεισφορά τους στην οινοποσία. Στο δεξί άκρο της ζωφόρου η ατμόσφαιρα είναι πιο ήρεμη, καθώς οκτώ νέοι, ακουμπώντας χαλαρά στα δόρατα και τις κατάκοσμες ασπίδες, παρακολουθούν τη σκηνή σιγομιλώντας μεταξύ τους. Τα στοιχεία του οπλισμού και της ενδυμασίας και ιδιαίτερα το χαρακτηριστικό κάλυμμα της κεφαλής, η γνωστή μακεδονική «καυσία», δεν αφήνουν αμφιβολία για την ταύτισή τους με οπλίτες του μακεδονικού στρατού.
Συγκλονιστική ήταν στη συνέχεια η αποκάλυψη δύο ακόμη μορφών νέων που, τυλιγμένοι στις μακριές χλαμύδες και τη θλίψη τους, στέκουν σιωπηλοί δίπλα στην είσοδο του τάφου, αιώνιοι φρουροί του νεκρού ίσως συμπολεμιστή τους. Γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για τον τάφο ενός επιφανούς μακεδόνα στρατιωτικού, όπως δηλώνουν και τα υπολείμματα του οπλισμού που βρέθηκαν στον κατασπαραγμένο από τους αρχαιοκάπηλους θάλαμο.
Από την επεξεργασία και την ανασύνθεση του μεγάλου αριθμού θραυσμάτων που βρέθηκαν, προκύπτει ότι στον μακεδονικό τάφο του Αγίου Αθανασίου αντιπροσωπεύονται όλα σχεδόν τα αρχαία ελληνικά όπλα, και κυρίως τα αμυντικά: θώρακας μετάλλινος με περιτραχήλιο, κράνος και κνημίδες, τα πάντα σιδερένια. Επί πλέον, τεκμηριώνεται με βεβαιότητα η ύπαρξη εδώ και ασπίδας επενδυμένης με το ίδιο υλικό, καθώς ικανός αριθμός αποσπασματικών ελασμάτων από σφυρήλατο σίδηρο, τα οποία βρίσκονται ακόμη στη διαδικασία της συντήρησης.
Τα επιθετικά όπλα εκπροσωπούνται από τις αιχμές και το μαχαίρι, ενώ η απουσία ενός από τα βασικά αγχέμαχα όπλα του μακεδονικού στρατεύματος, του σιδερένιου ξίφους, με δεδομένη τη βάρβαρη σύληση του μνημείου, πρέπει να είναι καθαρά συμπωματική. Πρόκειται δηλαδή για το σύνολο του οπλισμού ενός μάχιμου υψηλόβαθμου Μακεδόνα. Εάν μάλιστα ληφθούν υπόψη οι αξιοσημείωτες διαστάσεις των κνημίδων, σε συνδυασμό με εκείνες του θώρακα,διαμορφώνεται η εικόνα ενός στιβαρού άνδρα, του οποίου το ύψος βάσει των σχετικών υπολογισμών θα υπερέβαινε το 1,80μ.
Εργασίες προστασίας και αποκατάστασης
Μετά την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης της ανασκαφής, έγιναν άμεσα εργασίες για την προσωρινή υποστύλωση και στέγαση του μνημείου και την προστασία και συντήρηση των μοναδικών τοιχογραφιών του, ενώ ξεκίνησαν οι διαδικασίες εκπόνησης των μελετών για την κατασκευή μόνιμου κελύφους προστασίας και για τη συνολική διαμόρφωση του χώρου και αποκατάστασης του τύμβου.
Ουσιαστικός αρωγός και μοναδικός χρηματοδότης στη φάση εκείνη ήταν ο Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας ‘’Θεσσαλονίκη 1997’’, που αγκάλιασε το έργο και χρηματοδότησε τις εργασίες, κατανοώντας τη σημασία που θα είχε η έγκαιρη απόδοση στο κοινό ενός τόσο σημαντικού μνημείου, με την ταυτόχρονη διαμόρφωση του ευρύτερου αρχαιολογικού πάρκου.
Στη συνέχεια περί το 2001 το έργο περιλήφθηκε στα υπό ένταξη έργα του Τομέα Πολιτισμού του Γ’ ΚΠΣ, αλλά υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση στην έναρξη των εργασιών, λογω ότι η Δ/νση Αναστήλωσης του ΥΠΠΟ, παρά τις ενστάσεις της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων, υπέβαλε στο ΚΑΣ πρόταση για την αναθεώρηση της ήδη εγκεκριμένης μελέτης, οπότε και μεσολάβησαν επτά έτη μέχρι την εκπόνηση νέων μελετών και την ανάθεση και έναρξη, το έτος 2008, των εργασιών στην επιλεγείσα Ανάδοχο κοινοπραξία.
Η μελέτη προέβλεπε την ολοκληρωτική καθαίρεση του επιβλητικού τύμβου και την απογύμνωση του μνημείου από το φυσικό του προστατευτικό κάλυμμα, την κατασκευή θολωτού κελύφους για τη δημιουργία θολωτής αίθουσας, μέσα στην οποία στεγάζεται ο Μακεδονικός Τάφος και θολωτό διάδρομο που οδηγεί στην κύρια θολωτή αίθουσα του ταφικού μνημείου, την κατασκευή στεγάστρου για τους δύο μικρότερους τάφους στα πρανή του τύμβου και τέλος την αποκατάσταση του τύμβου στην αρχική του μορφή.
Μέχρι σήμερα έχει ολοκληρωθεί η κατασκευή του κελύφους του κύριου ταφικού μνημείου, μαζί με τις απαραίτητες ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις, όμως δεν έχει ολοκληρωθεί η ανασύνθεση του τύμβου, ούτε η εξωτερική πρόσβαση προς το στέγαστρο, ενώ η συγκεκριμένη μελέτη αγνόησε τελείως το θαλαμωτό, επίσης τοιχογραφημένο τάφο, ο οποίος παραμένει εκτεθειμένος στην ανατολική παρειά. Όλα αυτά αναμένεται να περιληφθούν σε νέες χρηματοδοτήσεις για τη συνέχιση των εργασιών και τη γενικότερη διαμόρφωση του αρχαιολογικού χώρου.
Σπουδαιότητα μνημείου και αναγκαιότητα ολοκλήρωσης των εργασιών ανάδειξής του
Ενδεχομένως μέχρι σήμερα, τόσο από το ευρύ κοινό όσο και από επίσημους φορείς, τοπικούς και ευρύτερους, να μην έχει γίνει αντιληπτή η σπουδαιότητα του εν λόγω μακεδονικού τάφου και να υποβαθμίζεται η παρουσία του και κατ’ επέκταση η αναγκαιότητας της συνέχισης των εργασιών ανάδειξής του. Η πραγματικότητα όμως είναι τελείως διαφορετική.
Η αποκάλυψη του μακεδονικού τάφου του 4ου αι. π.Χ., με την εντυπωσιακή πρόσοψη, την κατάγραφη από τοιχογραφίες και σε εξαίρετη κατάσταση διατήρησης, αποτέλεσε σύμφωνα με τους ειδικούς, μία από τις σημαντικότερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις των τελευταίων χρόνων. Άλλωστε γι’ αυτό το λόγο, το μνημείο έκτοτε αποτελεί σημείο αναφοράς, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, για πλήθος μελετών που αφορούν την αρχαία ελληνική ζωγραφική και την ιστορία της Μακεδονίας.
Χαρακτηριστικό επίσης στοιχείο της αξίας του μνημείου είναι και το γεγονός ότι η τοιχογραφία του συμποσίου στο μακεδονικό τάφο του Αγίου Αθανασίου, προβάλλεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, μέσω μιας διεθνώς πρωτότυπης έκθεσης διαδραστικών συστημάτων με θεματολογία που αντλείται από την ιστορία και τον πολιτισμό της αρχαίας Μακεδονίας. Η έκθεση αυτή διαφέρει από μια συμβατική έκθεση αντικειμένων, καθώς μέσω νέων τεχνολογιών, αναδεικνύονται και γίνονται προσβάσιμα στο ευρύ κοινό, εξέχοντα αντικείμενα, αρχαιολογικοί χώροι και μνημεία. Η έκθεση είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης και του Ινστιτούτου Πληροφορικής του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Ερευνας (ΙΤΕ).
Επίσης η Εφορεία Αρχαιοτήτων Περιφέρειας Θεσ/νίκης έκανε ένα υπέροχο ντοκιμαντέρ – αφιέρωμα για τον τάφο, σε επιστημονική επιμέλεια της αρχαιολόγου κ. Τσιμπίδου, το οποίο προβάλλεται σε επιστημονικά συμπόσια και τηλεοπτικά κανάλια καθώς και στο διαδίκτυο μέσω του δεσμού:
Πρέπει επομένως να γίνει απολύτως κατανοητό σε όλους ότι πρόκειται για ένα μοναδικό μνημείο του ελληνικού πολιτισμού και ιδιαίτερα της μακεδονικής γης και κατ’ επέκταση να ενταθούν οι προσπάθειες για την εξεύρεση της απαραίτητης χρηματοδότησης για την ολοκλήρωση του έργου και την ανάδειξη του χώρου. Σ’ αυτό συνηγορούν άλλωστε, πέραν της μοναδικότητας του μνημείου και μια σειρά από σοβαρότατους λόγους όπως:
- Όλες οι εκτάσεις που εκτείνονται τα μνημεία είναι δημοτικές, εντός σχεδίου και δεν υφίστανται προβλήματα ιδιοκτησιών και απαλλοτριώσεων. Επίσης ύστερα από συνεργασία του πρώην Δήμου Αγίου Αθανασίου και της Εφορείας Αρχαιοτήτων με μια σειρά παρεμβάσεων στο σχέδιο επέκτασης του οικισμού, όλα τα μνημεία έχουν συμπεριληφθεί σε ένα ενιαίο αρχαιολογικό πάρκο, με δημιουργία πεζοδρόμων και χώρων πρασίνου που αναβαθμίζουν το περιβάλλον και αναδεικνύουν το χώρο.
- Υπάρχουν σχεδόν όλες οι απαραίτητες μελέτες (σε επίπεδο μελέτης εφαρμογής) για την πλήρη αποκατάσταση των μνημείων.
- Η περιοχή είναι από τις πλέον προνομιούχες εφόσον βρίσκεται πάνω στον άξονα Θεσ/νικης-Αρχαίας Πέλλαςκαι μπορεί να ενταχθεί στο αρχαιολογικό τρίγωνο Δίο- Βεργίνα-Πέλλα. Επίσης είναι δίπλα στον οδικό κόμβο Ευζώνων-Αθηνών-Θεσ/νικης, με άμεση πρόσβαση σ’ αυτόν, ένα κόμβο που διέρχονται εκατομμύρια τουριστών. Η γεωγραφική του θέση μπορεί να αποτελέσει πόλο έλξης πλήθους επισκεπτών δίνοντας ώθηση στην τουριστική ανάπτυξη της περιοχής αλλά και του νομού γενικότερα.
- Η ανάδειξη του μνημειακού πλούτου της περιοχής του Μακεδονικού Τάφου του Αγίου Αθανασίου, σε συνδυασμό με την αξιοποίηση της γειτονικής περιοχής ΤΟΠΣΙ στη Γέφυρα, όπου έχει δημιουργηθεί το Μουσείο Βαλκανικών Πολέμων, η οποία βέβαια έχει άλλου είδους σημασία αλλά εξίσου σημαντική, εφόσον εκεί έγινε η παράδοση της Θεσ/νίκης με τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων, θα λειτουργήσει σαν αναπτυξιακός μοχλός για την περιοχή αλλά και για τον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας.
Βλέπουμε λοιπόν ότι υπάρχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανάδειξη του χώρου. Οφείλουμε λοιπόν όλοι μας, τόσο οι υπεύθυνοι φορείς όσο και ο καθένας μας ξεχωριστά, να αγκαλιάσουμε το μνημείο, να το γνωρίσουμε καλά, να το προβάλλουμε με όποιο τρόπο μπορούμε και να προσπαθήσουμε για την ολοκλήρωση των εργασιών που απαιτούνται, κατανοώντας τη σημασία που θα έχει η έγκαιρη απόδοση στο κοινό ενός τόσο σημαντικού μνημείου, με την ταυτόχρονη διαμόρφωση του ευρύτερου αρχαιολογικού πάρκου.
Ο Τύμβος πριν και μετά την ανασκαφή
Η πρόσοψη του τάφου
Η αναπαράσταση του συμποσίου στη ζωοφόρο του τάφου
Φωτορεαλιστική απεικόνιση του εσωτερικού του Τύμβου