Ανάμεσα στα παλικάρια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, υπήρχε ένας που ξεχώριζε και ήταν το καμάρι του. Το όνομά του ήταν Γιάννης Θυμιούλας. Καταγόταν από την Τρίπολη και είχε καταπληκτικές σωματικές διαστάσεις. Δίμετρος, εύσωμος και δυνατός, μπορούσε να σηκώσει με το ένα του χέρι ολόκληρο άλογο!
Ο Θυμιούλας έτρωγε στην καθισιά του ολόκληρο αρνί, αλλά και πάλι σηκωνόταν πεινασμένος. Πέρα από το φαγητό είχε αδυναμία και στο πιοτό.
Παρ’ όλα αυτά ήταν εξαιρετικά ευκίνητος, δεν υπολόγιζε τον κίνδυνο κι όταν έβγαινε στο πεδίο της μάχης, ο εχθρός τον έβλεπε και τρεπόταν σε φυγή. Πολλοί καπεταναίοι, όταν ήθελαν να κάνουν κάποια τολμηρή επιχείρηση ζητούσαν από τον Κολοκοτρώνη να τους τον δανείσει.
Κάποτε ο Θυμιούλας βρέθηκε πολιορκημένος μαζί με πέντε συντρόφους του, στη σπηλιά ενός βουνού για τρεις μέρες. Κάποια στιγμή τελείωσαν τα λιγοστά τρόφιμα που είχαν μαζί τους και ο σωματώδης Γιάννης άρχιζε να υποφέρει από την πείνα. Για να μη λιμοκτονήσει αποφάσισε να κάνει εξόρμηση. Άρπαξε το χαντζάρι του, βγήκε από τη σπηλιά και με απίστευτη ταχύτητα άρχισε να τρέχει ανάμεσα στους πολιορκητές και να χτυπά όπου βρει. Οι εχθροί τρόμαξαν και το έβαλαν στα πόδια.
Τότε ο Θυμιούλας κατέβηκε σε ένα ελληνικό χωριό, έσφαξε τρία αρνιά και τα σούβλισε. Μαζί με το φαγητό παρήγγειλε ένα “εικοσάρικο” βαρέλι κρασί και έπεσε με τα μούτρα στο φαγοπότι. Όποιος περνούσε από το σημείο αυτό, ο Γιάννης τον προσκαλούσε και του προσέφερε κρασί.
Κάποια στιγμή έφτασε εκεί ο Κολοκοτρώνης και ρώτησε να μάθει τι συνέβαινε. Ο Προεστός του χωριού απάντησε: “Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει”.
Με αυτό τον τρόπο έμεινε αυτή η φράση, η οποία έμελλε να προστεθεί στις παροιμίες που σχετίζονται με το όνομα “Γιάννης”!
Πηγή: “3.000 λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις” του Τάκη Νατσούλη, Εκδόσεις Σμυρνιωτάκης