Ελλάδα

Όταν οι πρόγονοί μας ανακάλυπταν μια “σατανική” συσκευή: Το ψυγείο! (εικόνες)

ImageHandler«Μου άρεσε να βλέπω τον κυρ-Παντελή να κόβει την κολώνα πάγου στη μέση με έναν τεράστιο πριονωτό μπαλτά, να πιάνει μετά το κομμάτι με μια τσιμπίδα και να μας το φέρνει σπίτι».Θυμάμαι ακόμη όταν ήμουν μικρός, το φανάρι που κρεμόταν σε ένα σκιερό μέρος και φιλοξενούσε ό,τι δε χώραγε το ψυγείο-παγωνιέρα. Ναι, καλά το διαβάσατε. Παγωνιέρα! Ή ψυγείο πάγου, αν θέλετε πιο επίσημα.

Κάθε πρωί, ο κυρ-Παντελής περνούσε φωνάζοντας… “Ο παγοοοοπώλης”. Η μητέρα μου παράγγελνε πάντα μισή κολώνα. Τόση χώραγε το ψυγείο μας. Μου άρεσε να βλέπω τον κυρ-Παντελή να κόβει την κολώνα πάγου στη μέση με έναν τεράστιο πριονωτό μπαλτά, να πιάνει μετά το κομμάτι με μια τσιμπίδα και να μας το φέρνει σπίτι. Η μητέρα μου τύλιγε αμέσως τον πάγο με μεγάλη φροντίδα με ένα τσουβάλι, για να περιορίζεται το γρήγορο λιώσιμό του, και τον έβαζε στη θήκη, δίπλα στο “ντεπόζιτο” με το νερό.

Το ψυγείο ήταν μικρό, γινόταν όμως μικρότερο όταν η οικογένεια είναι πενταμελής και κωνσταντινοπολίτικης προέλευσης! Όλα αυτά ανάγκαζαν τη μητέρα μου να ψωνίζει κάθε μέρα και να μαγειρεύει σε συγκεκριμένες ποσότητες. Φαΐ δεν περίσσευε· έτσι μόνο το ψυγείο “μας έφτανε”.

Με το νερό είχαμε ένα πρόβλημα. Θυμάμαι το καλοκαίρι, όταν μετά το μεσημέρι γινόταν όλο και πιο χλιαρό, και στο τέλος της μέρας έβραζε… Και μετά ήρθε το ηλεκτρικό ψυγείο ΙΖΟΛΑ. Η κυρά-Δωροθέα δεν ψώνιζε πια κάθε μέρα. Φαγητό περίσσευε και για την επομένη. Και φυσικά κάθε Παρασκευή κατεβαίναμε στην Βαρβάκειο και τη “σηκώναμε”.

Βλέπετε πόσες συνήθειες και συμπεριφορές αλλάζουν, όταν η τεχνολογία σε τροφοδοτεί όλο και με πιο νέα προϊόντα. Συγχωρείστε μου τις προσωπικές αναμνήσεις, αλλά μου ήρθαν αυτόματα διαβάζοντας το παρακάτω χρονογράφημα:

“Να μια σατανική εφεύρεσις, που κατήργησε όλα σχεδόν τα φρέσκα πράγματα: το ψυγείο. Εξ αιτίας του δεν τρώμε πια παρά μπαγιάτικα… διατηρημένα. Και ρίχνω μεγάλο δίκηο σ’ ένα φίλο μου, που μου διεκτραγωδούσε προχθές την κατάντια της αγοράς των τροφίμων στας Αθήνας:
-Θέλεις κρέας, ψάρι; Θα σου δώσουν από το ψυγείο. Θέλεις τυρί; από το ψυγείο. Θέλεις πορτοκάλι; Από το ψυγείο.

Άλλη φορά στην αγορά εφρόντιζαν να μη τους μένη πράγμα, γιατί ήξεραν ότι θα το πετάξουν. Στην ανάγκη, κατά το βράδυ, κατέβαζαν και την τιμή. Σήμερα δεν τους νοιάζει. Ό,τι μείνη θα το βάλουν στο ψυγείο. Κι’ αν δεν το πουλήσουν ούτε αύριο, θα το ξαναβάλουν. Ως που να έλθη η μέρα του να πουληθή. Η τιμή μόνο να μην πέση… Αχ πόσες φορές αναθεμάτισα την ώρα που ο χημικός βρήκε τον τρόπο να κατασκευάζη πάγο ή να κατεβάζη τη θερμοκρασία ενός κλειστού χώρου!

Στο σπίτι, το ψυγείο είνε βέβαια ευεργέτημα. Στην αγορά είνε καταστροφή. Σου δίνουν άξαφνα κρέας τριών-τεσσάρων ημερών διατηρημένο. Αν επρόκειτο να το βάλης αμέσως από το ψυγείο στο τσουκάλι, το κακό θάταν μικρό. Αλλά ως να το κουβαλήσης στο σπίτι και ως να έλθη η ώρα να το μαγειρέψουν, η ενέργεια του ψυγείου τελειώνει κι’ η αποσύνθεσις του θνησιμαίου αρχίζει.
Αποτέλεσμα: όταν σου το φέρουν στο τραπέζι μαγειρεμένο, δεν ξέρεις αν είνε κρέας ή τίποτ’ άλλο. Στο στόμα σου γίνεται μια σκόνη, ένας πολτός. Καμμιά νοστιμάδα, καμμιά ευωδία κρέατος, καμμιά ουσία. Μόνο, δηλαδή, που δεν βρωμά. Ειδεμή ή αρνάκι του γάλακτος τρως ή… στυπόχαρτο είναι το ίδιο.

-Κι’ έτσι όλα, ε;

-Όλα, φίλε μου! Το ψάρι αγνώριστο, το άσπρο τυρί πικρό και το πορτοκάλι που διατηρείται κάποτε και με το κοτσάνι του, με τα φύλλα του –τι ειρωνεία πολιτισμένο μέσα από τη χαρακτηριστική εκείνη μυρωδιά της σαπίλας. Δεν είμαι κανένας φαγάς. Τρώγω λίγο, αλλά το θέλω καλό. Ε, σήμερα είναι αδύνατο ή δυσκολώτατο να το εύρω! Κατά σύμπτωση, μόνο, κάπου-κάπου θα πετύχω στην αγορά κάτι πραγματικώς φρέσκο, ή κρέας ή ψάρι ή χόρτο ή φρούτο. Και δεν είναι μόνο το ψυγείο που μας καταστρέφει κάθε γαστρονομική ευχαρίστηση, είναι και η εισαγωγή από το εξωτερικό.

-Δηλαδή;

-Μα να: ντομάτες έχουμε τώρα όλο σχεδόν το χρόνο. Έρχονται από παντού. Κι’ όχι μόνο είναι ανοστότατες –ιδέα μόνο ντομάτας-, αλλά μας αφαιρούν και την ευχαρίστηση της πρωτοεμφάνισης. Άλλη φορά περιμέναμε σαν και τι “να βγη η ντομάτα”. Και θα θυμάσαι, βέβαια, τη χαρά μας, όταν έφθανε στην αγορά η πρώτη πατησιώτικη, η ιδανική εκείνη ντομάτα, που μπορούσε κανείς να την τρώη έτσι και σα φρούτο… Πού είναι σήμερα; Τα χωράφια όπου την καλλιεργούσαν έγιναν δρόμοι, οικόπεδα και σπίτια. Κι’ όπως όλο το χρόνο και το καλοκαίρι ακόμα, δεν έχομε παρά τις πιο άνοστες ντομάτες που μας στέλνουν από το εσωτερικό και το εξωτερικό.

-Πολυκοσμία, φίλε μου. Αν δεν ήταν αυτό το εμπόριο, τι θάτρωγε το εκατομμύριο που συσσωρεύθηκε στις δύο πόλεις;”

(“Αθηναϊκά Νέα”, Μάιος 1933, “Π”)

Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)

Διαβάστε περισσότερα στο www.paliaathina.com

protothema.gr

περισσότερα
Back to top button