Παναγιώτης Ζ. Τσιαούσης, Ιατρός – Γενικός Χειρουργός
Η στήλη “Υπέρ Υγείας” της εφημερίδας ΝΕΑ ΚΑΣΤΟΡΙΑ φιλοξενεί τον αξιόλογο γενικό χειρουργό, που θα μας αναλύσει το θέμα του καρκίνου του παχέος εντέρου. Ο κ. Τσιαούσης έχει εξειδικευτεί στην χειρουργική αντιμετώπιση των παθήσεων του γαστρεντερικού στο περίφημο St. Mark’s Hospital του Λονδίνου.
Ο καρκίνος του παχέος εντέρου (του τελικού τμήματος του γαστρεντερικού σωλήνα) είναι μία από τις συνηθέστερες μορφές καρκίνου. Πράγματι, αντιπροσωπεύει τόσο στον άνδρα όσο και στη γυναίκα την 3η κατά σειρά συχνότητας μορφή καρκίνου, μετά από τον καρκίνο του προστάτη και του πνεύμονα στον άνδρα και τον καρκίνο του μαστού και του πνεύμονα στη γυναίκα. Εκτιμάται ότι η πιθανότητα ανάπτυξης καρκίνου του παχέος εντέρου στη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου κυμαίνεται περί το 6%. Πρόκειται κυρίως για νόσο των δυτικών κοινωνιών, ενώ είναι σπανιότερη σε πληθυσμούς της ανατολικής Ευρώπης, της Ασίας, της Αφρικής και της Νότιας Αμερικής.
Στην παθογένεση του καρκίνου του παχέος εντέρου εμπλέκονται τόσο γενετικοί όσο και περιβαλλοντικοί παράγοντες. Οικογενειακό ιστορικό υπάρχει σε ποσοστό περίπου 15-20% των ασθενών. Παθήσεις που συνδυάζονται με γενετικές μεταβολές και που συνοδεύονται από αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του παχέος εντέρου είναι – μεταξύ άλλων – το σύνδρομο Lynch, η οικογενής αδενωματώδης πολυποδίαση, το σύνδρομο Peutz-Jeghers, η οικογενής νεανική πολυποδίαση κλπ. Η ύπαρξη οικογενειακού ιστορικού καρκίνου του παχέος εντέρου αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου και σε άλλα μέλη της ίδιας οικογένειας, πρώτου βαθμού συγγένειας (και κυρίως άρρενες). Περιβαλλοντικοί παράγοντες κινδύνου είναι η παχυσαρκία, το κάπνισμα, η κατανάλωση κόκκινου κρέατος (και ιδιαίτερα επεξεργασμένου) και οινοπνεύματος (η κατανάλωση πάνω από 30-50 γρ. αλκοόλ την ημέρα διπλασιάζει τον κίνδυνο καρκινογένεσης στο ορθό και το παχύ έντερο).
Η ανάπτυξη του καρκίνου του παχέος εντέρου συνήθως είναι ένα πολυσταδιακό φαινόμενο. Πράγματι, ο καρκίνος συνηθέστερα αναπτύσσεται επί εδάφους προϋπάρχοντος πολύποδα, με τη συσσώρευση διαδοχικών γενετικών μεταβολών. Ο κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου είναι μεγαλύτερος στους άμισχους πολύποδες, στους θηλώδεις/λαχνωτούς πολύποδες και στους μεγάλους (> 1.5 εκ.). Στην περίπτωση ύπαρξης ενός πολύποδα θα πρέπει να γίνεται έλεγχος ολόκληρου του παχέος εντέρου με κολοσκόπηση, αφού σε ποσοστό 35-40% συνυπάρχουν και άλλοι πολύποδες (“σύγχρονοι”). Πριν εμφανιστούν συμπτώματα, ο όγκος υπάρχει και αναπτύσσεται για τουλάχιστον 5 χρόνια (και ενίοτε για 10-15 χρόνια). Στην ασυμπτωματική αυτή φάση υπάρχει ένα “παράθυρο ευκαιρίας”, όπου η διάγνωση μπορεί να τεθεί μόνο με τη βοήθεια του προληπτικού ελέγχου στον γενικό πληθυσμό.
Οι κλινικές εκδηλώσεις του καρκίνου του παχέος εντέρου εξαρτώνται από την εντόπισή του και το μέγεθός του. Περιλαμβάνονται η αναιμία και τα συνοδά της συμπτώματα (εύκολη κόπωση, καταβολή κλπ.), που οφείλεται σε χρόνια λανθάνουσα απώλεια αίματος, τα αποφρακτικά φαινόμενα (εικόνα ειλεού) λόγω ψηλαφητής ή μη μάζας, οι αλλαγές των συνηθειών του εντέρου (εναλλαγές δυσκοιλιότητας με διάρροια), η αιμορραγία και οι προσμίξεις βλέννας στα κόπρανα.
Η διάγνωση τίθεται με τη βοήθεια της κολοσκόπησης, κατά την οποία λαμβάνονται και ιστικά τεμάχια (ή ακόμα και πολύποδες) για βιοψία, η οποία επιβεβαιώνει ιστολογικά τη διάγνωση. Η σταδιοποίηση της νόσου γίνεται με τη βοήθεια του απεικονιστικού ελέγχου (συνήθως αξονική τομογραφία θώρακα και κοιλίας, καθώς επίσης και σπινθηρογράφημα οστών).
Η χειρουργική αποτελεί τη βασική μέθοδο θεραπείας του καρκίνου του παχέος εντέρου. Στόχος της επέμβασης είναι η αφαίρεση της πρωτοπαθούς εστίας με επαρκή όρια εκτομής και η συναφαίρεση των επιχώριων λεμφαδένων, η εκτομή τυχόν εντοπισμένων ηπατικών ή πνευμονικών μεταστάσεων και τέλος η συναφαίρεση τυχόν διηθημένων παρακείμενων οργάνων. Επικουρική μέθοδος θεραπείας είναι συνήθως η χημειοθεραπεία (είτε προεγχειρητικά είτε μετεγχειρητικά είτε και τα δύο). Το είδος της επέμβασης που θα επιλεγεί (δεξιά κολεκτομή, εγκαρσιεκτομή, αριστερά κολεκτομή, σιγμοειδεκτομή) εξαρτάται από την εντόπιση του καρκίνου.
Η πρόγνωση εξαρτάται από το στάδιο της νόσου. Όσο πρωιμότερα τίθεται η διάγνωση τόσο καλύτερη είναι η πενταετής επιβίωση.
Πώς θα προλάβουμε τον καρκίνο του παχέος εντέρου;
Ως γνωστόν, ακόμα δεν μπορούμε να παρέμβουμε στους κληρονομικούς παράγοντες (μη τροποποιήσιμοι), επομένως αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να ελέγξουμε τους τροποποιήσιμους. Έτσι, στις διατροφικές συνήθειες θα πρέπει να αυξήσουμε την κατανάλωση φυτικών ινών, καθώς και τροφών πλούσιων σε Ω3 λιπαρά οξέα, όπως είναι το ελαιόλαδο και τα ψάρια. Τροφές πλούσιες σε φυτικές ίνες είναι τα φρούτα και τα λαχανικά. Επίσης, καλό είναι να υιοθετήσουμε στην διατροφή μας δημητριακά ολικής άλεσης και να περιορίσουμε την κατανάλωση κόκκινου κρέατος (ιδιαίτερα επεξεργασμένου) και ζωικού λίπους στις δύο φορές τον μήνα, καθώς και του οινοπνεύματος. Σημαντική είναι η διατήρηση φυσιολογικού σωματικού βάρους, καθώς η παχυσαρκία είναι σημαντικός παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη καρκίνου του παχέος εντέρου, η τακτική ήπια σωματική άσκηση και η διακοπή του καπνίσματος.
Τέλος, θα πρέπει να τονιστεί ότι η πρώιμη διάγνωση του καρκίνου του παχέος εντέρου εξασφαλίζει σχεδόν πλήρη θεραπεία/ίαση. Ο καρκίνος του παχέος εντέρου μπορεί να διαγνωσθεί σε πρώιμα στάδια με προληπτικό έλεγχο των ευπαθών ομάδων του πληθυσμού, αλλά και να προληφθεί με την αφαίρεση των πολυπόδων του εντέρου. Πιο συγκεκριμένα:
Ομάδα μέσου κινδύνου: Άτομα ηλικίας μεγαλύτερης των 50 ετών (μετά τα 50 η πιθανότητα εμφάνισης της νόσου διπλασιάζεται για κάθε δεκαετία ζωής). Θα πρέπει να υποβάλλονται σε δοκιμασία ανίχνευσης αιμοσφαιρίνης στα κόπρανα κάθε χρόνο και σιγμοειδοσκόπηση κάθε 3 ή 5 χρόνια, ή (καλύτερα) σε ολική κολοσκόπηση ανά 10ετία.
Ομάδα υψηλού κινδύνου: Άτομα με θετικό ατομικό ή οικογενειακό ιστορικό πολυπόδων ή καρκίνου του παχέος εντέρου και ασθενείς με μακροχρόνια ελκώδη κολίτιδα ή νόσο του Crohn. Επίσης, άτομα τα οποία ανήκουν σε οικογένειες με κληρονομική προδιάθεση για καρκίνο του παχέος έντερου. Τα άτομα αυτά πρέπει να υποβάλλονται σε κολοσκόπηση ανά συχνά τακτικά χρονικά διαστήματα.
Επιμέλεια: Δώρα Κωτσοπούλου
Εφημερίδα ΝΕΑ ΚΑΣΤΟΡΙΑ