“Ναι” είπε η επταμελής σύνθεση του Β΄τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας στην φορολόγηση εισοδημάτων και εμβασμάτων εξωτερικού πριν την 30.9.2010 ημέρα εφαρμογής του νόμου 3888/2010. Σύμφωνα με την κρίση του ΣτΕ τα εισοδήματα αλλά και τα εμβάσματα του εξωτερικού, φορολογούνται ως εισοδήματα από ελευθέρια επαγγέλματα.
Η επίμαχη απόφαση εκδόθηκε με αφορμή τη δικαστική διένεξη του τραγουδιστή Μιχάλη Χατζηγιάννη για τα εμβάσματα που είχε στείλει στην Κύπρο την διετία 2010-2011 και για τα οποία του επιβλήθηκε κύριος και πρόσθετος φόρος λόγω ανακριβών δηλώσεων. Η απόφαση του ΣτΕ δεν είναι τελεσίδικη για τον κ. Χατζηγιάννη, καθώς οι σύμβουλοι Επικρατείας απάντησαν επί προδικαστικών ερωτημάτων που τους τέθηκαν και παρέπεμψαν και πάλι την υπόθεση στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών για να την εξετάσει και να εκδώσει νέα απόφαση.
Στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας επισημαίνεται μάλιστα πως «η καταστολή της φοροδιαφυγής (και, ιδίως, της μεγάλης από απόψεως ποσού), μέσω της διαπίστωσης των οικείων παραβάσεων και της επιβολής από τη διοίκηση των αντίστοιχων διαφυγόντων φόρων, καθώς και των προβλεπόμενων στο νόμο διοικητικών κυρώσεων, συνιστά, κατά το Σύνταγμα (άρθρο 4 παρ. 5 και άρθρο 106 παρ. 1 και 2 ), επιτακτικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος».
Τα προδικαστικά ερωτήματα που είχαν σταλεί στο ΣτΕ είχαν σταλεί από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών και οι απαντήσεις έχουν ως εξής:
Ερώτηση: Είναι νόμιμη η μεταφορά στον φορολογούμενο (αντί της Εφορίας) της υποχρέωσης να αποδείξει αυτός από πού προέρχονται τα ποσά των εμβασμάτων και αν έχουν φορολογηθεί νόμιμα ή όχι.
Απάντηση: Αφενός, ερμηνεύοντας τη φορολογικής νομοθεσίας και το ΚΦΕ και αφετέρου σύμφωνα με τον κανόνα περί δυνατότητας έμμεσης απόδειξης ύπαρξης μη δηλωθέντος φορολογητέου εισοδήματος και αντίστοιχης φορολογικής παράβασης, ποσό τραπεζικού λογαριασμού και αντίστοιχου εμβάσματος μπορεί να λογισθεί και να φορολογηθεί ως εισόδημα από ελευθέριο επάγγελμα του δικαιούχου του λογαριασμού και χορηγήσαντος την εντολή διενέργειας του εμβάσματος, εφόσον δεν καλύπτεται από τα δηλωθέντα εισοδήματά του ούτε από άλλη συγκεκριμένη και αρκούντως τεκμηριωμένη, ενόψει των συνθηκών, πηγή ή αιτία, την οποία είτε αυτός επικαλείται, κατόπιν κλήσης του από τη διοίκηση για παροχή σχετικών πληροφοριών ή προηγούμενη ακρόαση, είτε εντοπίζει η φορολογική αρχή, στο πλαίσιο της λήψης των προβλεπόμενων στο νόμο, αναγκαίων, κατάλληλων και εύλογων μέτρων ελέγχου
Ερώτηση: Μπορούν να φορολογηθούν ως εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα ποσά εμβασμάτων που απεστάλησαν στο εξωτερικό πριν την 30ή Σεπτεμβρίου 2010 (ημέρα εφαρμογής του νόμου 3888/2010), των οποίων η προέλευση δεν δικαιολογείται από τα δηλωθέντα στην Εφορία εισοδήματα.
Απάντηση: Οι διατάξεις του νόμου 3888/2010 εφαρμόζονται, κατ΄ αρχήν (εφόσον, βέβαια, δεν έχει παρέλθει ο προβλεπόμενος στην κείμενη νομοθεσία χρόνος παραγραφής της εξουσίας του Δημοσίου για καταλογισμό του φόρου) και σε υπόθεση στην οποία η επίμαχη περιουσιακή προσαύξηση (κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό), άγνωστης πηγής ή αιτίας, που λογίζεται ως φορολογητέο εισόδημα από ελευθέριο επάγγελμα, προκύπτει σε χρόνο προγενέστερο της 30.9.2010, η έννοια δε αυτή δεν δημιουργεί ζήτημα αντίθεσης της διάταξης προς την παράγραφο 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος ούτε, άλλωστε, προς τη θεμελιώδη αρχή της ασφάλειας δικαίου.
Ερώτηση: Εάν κριθεί, από το ΣτΕ ότι τα εμβάσματα υπόκεινται σε φορολόγηση ως εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα, πώς θα κρίνεται αν τα ποσά καλύπτονται από τα δηλωθέντα εισοδήματα των ελεγχόμενων οικονομικών ετών, δηλαδή, αν θα χρησιμοποιηθεί ολόκληρο το δηλωθέν εισόδημα ή πρέπει να αφαιρεθούν από αυτό οι τεκμαρτές δαπάνες.
Απάντηση: Σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 78 του Συντάγματος, τα ποσά των οριζόμενων στα άρθρα 16 και 17 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ως τεκμαρτές δαπάνες διαβίωσης και κτήσης περιουσιακών στοιχείων αφαιρούνται, κατ’ αρχήν, από το δηλωθέν εισόδημα του αντίστοιχου οικονομικού έτους και επιπλέον, στο μέτρο που το υπερβαίνουν, από το κεφάλαιο που προέρχεται από οποιαδήποτε άλλη νόμιμη πηγή ή αιτία, το οποίο (εισόδημα ή κεφάλαιο) λαμβάνεται υπόψη για να δικαιολογήσει, εν όλω ή εν μέρει, την επίμαχη περιουσιακή προσαύξηση (ποσό τραπεζικής κατάθεσης).
Ερώτηση: Εάν κριθεί ότι τα εμβάσματα υπόκεινται σε φορολόγηση ως εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα, σε ποια χρονιά (με ποιους συντελεστές) θα πρέπει να φορολογηθούν – στον χρόνο αποστολής του εμβάσματος ή στον χρόνο σχηματισμού της τραπεζικής κατάθεσης από την οποία προήλθε το έμβασμα.
Απάντηση: Το ποσό τραπεζικού λογαριασμού που τροφοδότησε έμβασμα και λογίζεται ως φορολογητέο εισόδημα από ελευθέριο επάγγελμα του δικαιούχου του λογαριασμού φορολογείται ως εισόδημα της διαχειριστικής περιόδου κατά την οποία προκύπτει ότι εισήχθη το ποσό αυτό στην περιουσία του δικαιούχου του λογαριασμού, η δε μεταφορά (με έμβασμα) χρηματικού ποσού από τραπεζικό λογαριασμό του φορολογούμενου, στον οποίο δεν υπάρχει συνδικαιούχος, σε άλλο τραπεζικό λογαριασμό του ίδιου προσώπου δεν ενέχει προσαύξηση της περιουσίας του. Συνεπώς, κρίσιμος είναι, κατ’ αρχήν, όχι ο χρόνος διενέργειας του εμβάσματος, με αφορμή το οποίο έγινε ο έλεγχος και διαπιστώθηκε η περιουσιακή προσαύξηση, αλλά είτε ο χρόνος της κατάθεσης του επίμαχου ποσού (ή, σε περίπτωση τμηματικής κατάθεσής του, ο χρόνος που κατατέθηκε καθένα από τα τμήματά του) στον τραπεζικό λογαριασμό του δικαιούχου, μέσω του οποίου έγινε το έμβασμα, είτε ο προγενέστερος αυτού χρόνος κατά τον οποίο προκύπτει ότι επήλθε η αντίστοιχη προσαύξηση της περιουσίας του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι σύμβουλοι επικρατείας τονίζουν επίσης στην απόφαση τους ότι «το βάρος απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη σε ορισμένο πρόσωπο φορολογική παράβαση, η οποία επισύρει την επιβολή σε βάρος του των διαφυγόντων φόρων και συναφών κυρώσεων, φέρει, κατ’ αρχήν, το κράτος» (φορολογική αρχή). Ακόμη το ΣτΕ επισημαίνει στο σκεπτικό της απόφασης του πως : «τούτο δεν έχει την έννοια ότι η φορολογική αρχή υποχρεούται να τεκμηριώσει την παράβαση με αδιάσειστα στοιχεία, που αποδεικνύουν άμεσα και με πλήρη βεβαιότητα την τέλεσή της. Πράγματι, μια τέτοια απαίτηση θα επέβαλε στη Διοίκηση ένα υπέρμετρο και συχνά αδύνατο να επωμισθεί βάρος, ασύμβατο με την ανάγκη ανεύρεσης δίκαιης ισορροπίας μεταξύ, αφενός, των προαναφερόμενων θεμελιωδών αρχών (και των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αντλούν από αυτές οι φορολογούμενοι) και, αφετέρου, του επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος της πάταξης της φοροδιαφυγής, που από τη φύση της είναι συνήθως δυσχερώς εντοπίσιμη» και συνεχίζει:«Τούτων έπεται ότι η τέλεση φορολογικής παράβασης, όπως η επίδικη (Σ.σ.: του κ. Χατζηγιάννη), που συνίσταται στην παράλειψη δήλωσης φορολογητέου εισοδήματος, και, περαιτέρω, η ύπαρξη αντίστοιχης φορολογητέας ύλης μπορεί να προκύπτει, κατά την αιτιολογημένη κρίση της αρμόδιας φορολογικής αρχής, όχι μόνο με βάση άμεσες αποδείξεις, αλλά και από έμμεσες αποδείξεις (άλλως, “τεκμήρια”), ήτοι από αντικειμενικές και συγκλίνουσες ενδείξεις οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες και ελλείψει άλλης εύλογης και αρκούντως τεκμηριωμένης, ενόψει των συνθηκών, εξήγησης, που ευλόγως αναμένεται από τον φορολογούμενο, είναι ικανές να προσδώσουν στέρεη πραγματική βάση στο συμπέρασμα περί διάπραξης της αποδιδόμενης παράβασης».
Υπενθυμίζεται ότι το 2014 με εντολή του γενικού γραμματέα Εσόδων του υπουργείου Οικονομικών ο κ. Χατζηγιάννης μπήκε στο μικροσκόπιο του Κέντρου Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου και διενεργήθηκε έλεγχος για τα έτη 2009 έως και 2011.
Κατά την έκθεση ελέγχου, ο κ. Χατζηγιάννης μετέφερε στην Κύπρο χρηματικά εμβάσματα και συγκεκριμένα: Κατά το έτος 2010 από την τράπεζα Marfin τα ποσά των 2.415.000 ευρώ και 600.000 ευρώ (20.4.2010 και 6.11.2010) και από την Τράπεζα Κύπρου το ποσό των 1.940.643 ευρώ (29.4.2010), κατά το έτος 2011 το ποσό των 330.000 ευρώ (25.7.2011) από τη Marfin. Σύμφωνα με τους ελεγκτές, τα ποσά των εμβασμάτων του 2010 και του 2011 δεν καλύπτονται από τα εισοδήματα που είχαν φορολογηθεί και αποφάνθηκαν ότι πρέπει να φορολογηθούν ως εισόδημα από υπηρεσίες ελευθερίων επαγγελμάτων. Κατόπιν αυτών, προσδιορίστηκε ο φόρος εισοδήματος των ετών 2011 και 2012, σύμφωνα με τον οποίο το συνολικό εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα ανήλθε σε 4.440.828,92 και 443.303,38 ευρώ αντίστοιχα. Παράλληλα, καταλογίστηκαν ποσά κύριου και πρόσθετου φόρου, καθώς και ποσά από εισφορά αλληλεγγύης, όπως και πρόσθετη εισφορά.