Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο διάδοχος Κωνσταντίνος πρωταγωνίστησε στο πρώτο ατύχημα με αυτοκίνητο επί ελληνικού εδάφους. Και ο αδερφός του, Ανδρέας, στο πρώτο θανατηφόρο. Νύχτα το έπαιρναν εκεί στο παλάτι;
Η εμπλοκή των μελών της βασιλικής οικογένειας στα πρώτα τροχαία ατυχήματα οφείλεται σε αδεξιότητα, αλλά και στο ότι, αρχικά, το αυτοκίνητο ήταν κυρίως βασιλικό προνόμιο. Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, τα αυτοκίνητα που «προαυλίζονταν» στα ανάκτορα αντιπροσώπευαν ένα σεβαστό ποσοστό του πολύ μικρού αριθμού των οχημάτων στους ελληνικούς δρόμους και, άρα, ήταν πιθανό να παρατηρείται αυξημένη συμμετοχή τους στα όποια οδικά συμβάντα.
Για πάνω από 15 χρόνια μετά την πρώτη εμφάνιση του πρώτου Ι.Χ. στην Ελλάδα, το 1896, ο αριθμός των αυτοκινήτων στη χώρα παρέμενε διψήφιος. Το μηχανοκίνητο τετράτροχο ήταν κάτι σαν εξωτικό πουλί και, φυσικά, το παραμικρό οδικό συμβάν με αυτοκίνητο έπαιρνε μεταφυσικές διαστάσεις στα μάτια του κοινού. Το Σεπτέμβριο του 1902, οι πολίτες διάβαζαν με κομμένη την ανάσα τις περιγραφές του πρώτου ατυχήματος στις εφημερίδες. Το περιστατικό καθαυτό ήταν ασήμαντο, αλλά στο αυτοκίνητο επέβαινε ο τότε διάδοχος του θρόνου, Κωνσταντίνος, κι αυτό πυροδότησε δραματικά πρωτοσέλιδα και υπερβολές που ξεπερνούσαν το κωμικό.
Το «δυστύχημα» ήταν ευτύχημα
Τα φύλλα του Σεπτέμβρη του 1902 περιέγραφαν το συμβάν της 21ης του μήνα ως «δυστύχημα» (ή και ως «δυστήχημα», αν ήταν πολύ συγχυσμένα), διαβάζοντάς τα όμως μένει κανείς με την εντύπωση ότι τελικά συνέβη κάτι ευτυχές: η διάσωσή του διαδόχου Κωνσταντίνου από το νέο τέρας της τεχνολογίας: «είναι παρατηρημένον ότι τα περισσότερα θύματα του αυτοκινήτου είναι οι ηγεμόνες και οι πρίγκιπες». Αν και παραδέχονταν ότι οι μώλωπες του Κωνσταντίνου θα επουλώνονταν πολύ πιο γρήγορα από το συλλογικό τραύμα του έθνους για το κακό που πήγε να το βρει, οι αρθρογράφοι καλούσαν το διάδοχο να προσέχει στο εξής, γιατί «οίτινες συνδέονται τόσον στενώς προς την τύχη μιας ολοκλήρου χώρας δεν έχουν το δικαίωμα να ριψοκινδυνεύουν την ζωήν των τόσο ελευθερίως».
Κι όμως, ο Κωνσταντίνος όχι μόνο δεν είχε φερθεί απερίσκεπτα, αλλά κάθισε στο μπροστινό κάθισμα για να χειρίζεται τη «σάλπιγγα για τους πεζούς» (βλέπε κλάξον). Το δε αυτοκίνητό -πιθανότατα Opel- ήταν απόλυτα σύγχρονο με τους όρους της εποχής, o μηχανοδηγός που το «διηύθυνε» εκπαιδευμένος στη Γερμανία με έξοδα του διαδόχου, ενώ στο όχημα βρισκόταν και ειδικός στις πρώτες βοήθειες, ο γιατρός των βασιλοπαίδων, Κ. Σάββας. Ήταν η πρώτη διαδρομή του πρίγκιπα με αυτό το καινούργιο αυτοκίνητο και η πρώτη φορά που ο Σάββας έμπαινε σε αυτοκίνητο. Λίγο αργότερα, θα έβγαινε ιπτάμενος…
Οι δυο τους, μαζί με τον οδηγό, είχαν ξεκινήσει από την Αθήνα για το Τατόι, με ενδιάμεσο σταθμό την Κηφισιά, όπου στη συνοδεία τους προστέθηκαν δυο άμαξες – στη μια βρισκόταν η σύζυγος του διαδόχου, πριγκίπισσα Σοφία, και στην άλλη ο αδελφός του, πρίγκιπας Ανδρέας. Αργότερα, ο Κωνσταντίνος αφηγήθηκε ότι η πριγκίπισσα προτίμησε την άμαξα γιατί την τάραζε «ο κρότος» του αυτοκινήτου. Και, ακόμη, δεν είχε ακούσει τίποτε…
Λίγα λεπτά μετά την αναχώρησή τους από την Κηφισιά, οι επιβάτες των δύο αμαξών άκουσαν έναν εκκωφαντικό θόρυβο κι αμέσως είδαν σύννεφο σκόνης να σηκώνεται μπροστά τους. Ήταν «η αυτοκίνητος» του Κωνσταντίνου που προπορευόταν. Σε μια απότομη στροφή, στη θέση Αδάμαις, η μετεκπαίδευση του οδηγού αποδείχθηκε ελλιπής. Αντί να στρίψει δεξιά το τιμόνι, το έστριψε αριστερά, με αποτέλεσμα το όχημα να βγει από το δρόμο και να κατευθυνθεί ανεξέλεγκτο προς τη διπλανή χαράδρα. Για καλή τύχη των επιβατών, όμως, στην πορεία του βρέθηκαν τρία πεύκα. Ακολούθησε σύγκρουση και ανατροπή. Ο διάδοχος με το γιατρό εκσφενδονίστηκαν μακριά και τη γλίτωσαν με σχετικά ελαφρά τραύματα, ο δε μηχανοδηγός εγκλωβίστηκε στο αυτοκίνητο και τραυματίστηκε βαρύτερα, αλλά όχι πολύ σοβαρά. Τις επόμενες μέρες μόρφαζε και βογκούσε αδιάκοπα, όμως οι γιατροί που τον εξέτασαν συμπέραναν πως μάλλον έκανε τον ψόφιο κοριό, για να εξευμενίσει κάπως τον πρίγκιπα.
Ούτως ή άλλως, ο Κωνσταντίνος δεν έδειξε να θυμώνει μαζί του γιατί είχε πιο σημαντικά πράγματα να διεκπεραιώσει: έπρεπε να αναρρώσει γρήγορα («έλαβε μικράν ποσότητα ρευστής κατά το πλείστον τροφής», έγραφε ένα από τα λεπτομερή ιατρικά ανακοινωθέντα) και να απαντήσει στα συγχαρητήρια τηλεγραφήματα που δεχόταν από βασιλείς, αυτοκράτορες και πολιτικούς για τη διάσωσή του.
Μαζί με τους γαλαζοαίματους, γιόρτασε σύσσωμη και η χώρα. Ο δήμαρχος της Αθήνας κάλεσε τους συμπολίτες του να προσέλθουν σε δοξολογία στη Μητρόπολη, ενώ δοξολογίες έγιναν και σε πολλές άλλες πόλεις, σε στρατιωτικές μονάδες, πολεμικά πλοία και νοσοκομεία. Ο υπουργός Παιδείας κήρυξε αργία την ημέρα της δοξολογίας, για να προσέλθουν σε αυτή μαθητές και δάσκαλοι, ενώ κλειστό έμεινε και το χρηματιστήριο. Επίσης, προτάθηκε η ανέγερση ναού στον τόπο του ατυχήματος, υπερφυσικές ιδιότητες αποδόθηκαν στα τσακισμένα πεύκα («μια φρικίασις τα αναταράσσει εις την ριπήν του ανέμου, ωσεί να συναισθάνονται ότι έσωσαν την ζωήν εκείνου όστις αύριον θα βασιλεύη της γης, η οποία τα ανέθρεψε»), κατάρες και χλεύη περίμεναν το αυτοκίνητο (που «κρώζον οικτρώς», σύρθηκε από άλογα μέχρι το συνεργείο – «ποιαν υπερηφάνειαν θα ησθάνθη άραγε η ψυχή των ίππων αυτών;»).
Όσο για το βραβείο της πιο παραστατικής περιγραφής, πηγαίνει ανεπιφύλακτα στον Κ. Σάββα: «Έχετε κάμει κούνιαν; Ένα τέτοιο αίσθημα εδοκιμάσαμεν τότε, ως ένα εναέριον ταξείδι ευχάριστον». Η πιο διορατική ατάκα, όμως, ανήκει στον πρίγκιπα Ανδρέα: «Αυτά τα ωτομομπίλ είνε επικίνδυνα». Κάτι προαισθανόταν…
Σύγκρουση στη Συγγρού
Το μεσημέρι της Κυριακής, 4 Μαρτίου 1907, η 25χρονη Ευφροσύνη Βαμβακά από την Καλλιθέα πήρε τον εξάχρονο γιο της και ξεκίνησε για το σπίτι μιας γειτόνισσας – ήθελε να την καλέσει για φαγητό το βράδυ της Αποκριάς. Επιχειρώντας όμως να περάσει τη Συγγρού, πέρασε στην ιστορία. Έγινε το πρώτο θύμα τροχαίου στην Ελλάδα. Δράστες, ο Νίκος Σιμόπουλος, από τους πρωτοπόρους στη διάδοση της αυτοκίνησης και βουλευτής Φθιώτιδος, καθώς και ο πρίγκιπας Ανδρέας. Οδηγώντας διαφορετικά αυτοκίνητα, κατέβαιναν προς το Φάληρο. Λίγο πριν το συμβάν, ο Σιμόπουλος είχε πάρει κεφάλι στην άτυπη κούρσα, προσπερνώντας με περίτεχνους ελιγμούς τη Wolseley στην οποία επέβαινε το πριγκιπικό ζεύγος Ανδρέα και Αλίκης, μαζί με τον υπασπιστή τους. Απέτυχε όμως να ελιχθεί σωστά όταν στο διάβα του βρέθηκε η Βαμβακά. Η νεαρή γυναίκα, ασυνήθιστη να αντιμετωπίζει αντικείμενα αγνώστου ταυτότητας και «ιλιγγιώδους» ταχύτητας, τρόμαξε κι έμεινε άγαλμα καταμεσής του δρόμου. Στιγμές μετά, έγινε χαλί να την πατήσει ο γαλαζοαίματος.
Στην ανάκριση, ο Σιμόπουλος ισχυρίστηκε ότι κατάφερε μεν να την αποφύγει, αλλά το ισχυρό ρεύμα αέρος που δημιούργησε το αυτοκίνητό του, την πέταξε στο οδόστρωμα: «Αλλά μόνον την ανέτρεψε. Το όπισθεν δε ερχόμενον αυτοκίνητο του πρίγκηπος διήλθεν υπεράνω αυτής και την εφόνευσεν». Για την ακρίβεια, την κατακερμάτισε κι αυτό είναι το μόνο βέβαιο στην υπόθεση, αφού ο πρίγκιπας ισχυρίστηκε ότι, προηγουμένως, την είχε σκοτώσει ο Σιμόπουλος.
Άδικος θάνατος, οπωσδήποτε, όχι όμως κι εντελώς άδοξος: μπροστά στο άψυχο σώμα της Ευφροσύνης, διαβάζουμε στον Τύπο της εποχής, «συνεκινήθη υπερβολικά και παρ’ολίγον ελιποθύμει» ολόκληρη πριγκίπισσα. Εκτός από τη συγκίνησή της, η Αλίκη είχε κι άλλα να προσφέρει στη Βαμβακά: ένα εντυπωσιακό στεφάνι «εκ φυσικών ανθέων, με πλατυτάτας ταινίας» και προσωπική αφιέρωση με χρυσά γράμματα. Τέτοιες τιμές, ούτε στο πιο τρελό της όνειρο η Ευφροσύνη, η οποία, κατά τα άλλα, δεν ευτύχησε να της αναγνωριστεί το «ο νεκρός δεδικαίωται». Αντίθετα, κάποιοι αρθρογράφοι την πέρασαν γενιές δεκατέσσερις για την απερισκεψία της, για την αδυναμία της να ξεχωρίσει τα αυτοκίνητα από τα κάρα και για το ατύχημα που «ενέβαλεν εις μεγίστην λύπην και συγκίνησην και την Βασιλικήν Οικογένειαν και την οικογένειαν του κ. Σιμόπουλου»!
Αλλά και ο διοικητής της αστυνομίας, που από την προανάκριση έβγαλε το συμπέρασμα ότι ήταν το αυτοκίνητο του Σιμόπουλου αυτό που σκότωσε τη γυναίκα, έσπευσε να δηλώσει ότι ο βουλευτής δεν ήταν απόλυτα υπεύθυνος: «δύναται τις να είπη ότι η φονευθείθσα μάλλον ηυτοκτόνησε. Διότι εάν περίμενε επί του πεζοδρομίου, όπως ο μικρός υιός της, δεν θα συνέβαινε απολύτως τίποτε. Φαίνεται όμως ότι το μικρό παιδί είχε περισσότερο μυαλό από τη μητέρα του»!
Ο ίδιος αποφάνθηκε ότι σε δρόμους εκτός πόλεως -όπως ήταν τότε η Συγγρού- τα αυτοκίνητα δεν ήταν υποχρεωμένα να συμμορφώνονται με το όριο ταχύτητας των 10 χλμ./ ώρα που ίσχυε εντός πόλεως: «διότι, όπως κάθε άλλος άνθρωπος θέλει με την άμαξάν του ή με το ποδήλατόν του να διασκεδάση αναπτύσσων μεγάλη ταχύτητα, ούτως επιτρέπεται, φρονώ, και εις τα αυτοκίνητα να αναπτύσσωσιν εκτός πόλεως όση ταχύτητα θέλουν». Σήμερα, ένας αστυνομικός ούτε πιωμένος δεν θα ξεστόμιζε τέτοια λόγια…
Κατά τα άλλα, η κριτική για τα αίτια εκείνου του πρώτου δυστυχήματος επικεντρώθηκε, μεταξύ άλλων, στην ασέβεια του βουλευτή, να προσπεράσει κοτζάμ πρίγκιπα: «ο αρχοντοχωριάτης Σιμόπουλος εύρε την περίστασιν να δείξει ότι από ένα πρίγκηπα είναι ανώτερος. Ότι βάζει κάτω και πρίγκηπα, έστω και εις το παρατρέξιμο του αυτοκινήτου», έγραφε η Ακρόπολη. Άλλοι προχώρησαν σε πρόχειρες ψυχο-κοινωνιολογικές ερμηνείες, επισημαίνοντας την εμφάνιση μιας τετράτροχης διαστροφής που είχε σχέση με τους αγώνες σε δημόσιο δρόμο. Σύμφωνα με αυτή την «ανάλυση», στη Γαλλία και αλλού είχε εμφανιστεί ένας νοσηρός τύπος οδηγού, ο χιλιομετροφάγος. Αυτός, μαζί με τα χιλιόμετρα, θα καταβρόχθιζε ευχαρίστως και τις σάρκες όσων είχαν την ατυχία να βρεθούν στο διάβα του. Επειδή, όμως, «η σαδική αυτή ηδονή στοιχίζει ακριβά εις τας χώρας όπου λειτουργούν νόμοι, οι περισσότεροι την αναζητούν μόνον εις τον διαμελισμόν σκύλων και άλλων οικόσιτων ζώων»!