Θυμάμαι κάτι μακρινά καλοκαίρια στην Ύδρα, το νησί που αγάπησα με την πρώτη μάτια. Με το που κατεβήκαμε από το καράβι ένοιωσα να με κλείνει μέσα της μια μεγάλη μητρική αγκαλιά. Πολλά χρόνια αργότερα σκεφτόμουνα πως δεν μπορεί, κάποιος πρόγονός μου θα είχε πατήσει σε τούτα τα χώματα, κάτι που μου μεταφέρθηκε με τις του DNA ροές θα είχε και εκείνος αγαπήσει, ίσως το κόκκινο χώμα της, τα σφιχτά μονοπάτια, ή την ανυπόταχτη θάλασσα.
Κάθε πρωί ανηφόριζα προς τα Καμίνια. Περπατούσα στο πέτρινο πλακόστρωτο και μύριζα την θάλασσα και την ζεστή γη. Στην Ύδρα μυρίζουν ακόμα και οι πέτρες όταν τις καίει ο ήλιος. Ανεβαίνεις την ανηφόρα και “ανεβαίνεις” κυριολεκτικά. Η ομορφιά σε συγκλονίζει. Δεξιά, η θάλασσα σε πολλές της εκδοχές, μικρές παραλίες με στρογγυλές πέτρες όπου στραμπουλάς τα πόδια σου για να περπατήσεις, στο βάθος μικρά νησάκια, βράχια για μακροβούτια χωρίς ανάσες, τίποτα εύκολο, σαν δύσκολη γυναίκα που δεν σου προσφέρεται, αλλά στην συνέχεια σου τα χαρίζει όλα. Αριστερά το βουνό. Κόκκινο και καφέ με λιγοστά χαμηλά δέντρα. Δίπλα, στο κατακόρυφο του δρόμου, παχύφυτα πράσινα που σέρνονται μέχρι κάτω, στο βάθος χαμηλά σπίτια με κόκκινες σκεπές, ουρανός δοξαστικός και εντελώς γαλάζιος και ένα αχ!.. βαθιά από τη ρίζα να ξεφεύγει.
Εκεί είχα συναντήσει κάποτε, πολλά χρόνια πριν, ένα μουσικό συνεργείο και την Ελευθερία. Κανείς δεν ήξερε τότε το κορίτσι με τα σγουρά ατίθασα μαλλιά που θα μεταμορφωνότανε κάποτε στην υπέροχη Ελευθερία Αρβανιτάκη. Εκεί είχα συναντήσει κάποτε και τον κ. καθηγητή με την παρέα του, έτσι αποκαλούσαν τότε τον Σημίτη, μετέπειτα πρωθυπουργό και οδηγό της χώρας στο επικίνδυνο μονοπάτι του ευρώ. Σε κείνο το μονοπάτι είχα επίσης ανταμώσει και έναν σπουδαίο ηθοποιό, τον Σταύρο Ξενίδη, καλή του ώρα όπου και να είναι τώρα η ψυχούλα του. Με το καπελάκι του και τα στα χρώματα της άμμου ρούχα του, τόσο ευγενική και μια τόσο φωτεινή παρουσία.
Σε αυτές τις βόλτες μου λοιπόν, διασταυρωνόμουνα κάθε μέρα με έναν άντρα που μιλούσε γαλλικά με τα παιδιά του και άπταιστα ελληνικά με τον ταβερνιάρη, είχε ίσια καστανόξανθα κάπως μακριά μαλλιά και μάτια που αστράφτανε καθώς με κοιτούσε. Χαμήλωνα το βλέμμα εγώ και κρυφά χαμογελούσα, χαμογελούσε και εκείνος. Έναν αιώνα μετά, θα τον ξανασυναντούσα στο όνειρό μου αυτόν τον άντρα που ούτε το όνομά του δεν έμαθα ποτέ, θα με έπαιρνε από το χέρι (στο όνειρό μου είπαμε) και θα με οδηγούσε σε ένα μεγάλο περιβόλι, όπου γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι, τρώγανε και πίνανε πολλοί άνθρωποι μαζί, φίλοι και αγαπημένοι μεταξύ τους.
Η Ύδρα λοιπόν έκαιγε από ήλιο και ομορφιά σε εκείνα τα μακρινά ελληνικά καλοκαίρια που θυμάμαι. Τρώγαμε στο ταβερνάκι δίπλα στην θάλασσα αθερίνα τηγανητή και ντοματοσαλάτα, πίναμε άσπρο κρασί χύμα, κολυμπούσαμε πιο πέρα απ´ τα Καμίνια, κάναμε έρωτα αχόρταγα στα άσπρα σεντόνια τα μεσημέρια και ονειρευόμασταν την ζωή που θα ζούσαμε. Ήταν όμορφα, φυσικά και απλά, και εμείς νέοι, με μαυρισμένα σώματα και ελαφρύ νου, εύκολα γέλια και ζεστή καρδιά. Σε κείνα τα υπέροχα και ανύποπτα καλοκαίρια, που ζούσαμε την νεότητά μας νοστιμισμένη με το αλάτι της θάλασσας και τον ήλιο του νησιού.
Ξαναπήγα στην Ύδρα πολλά χρόνια αργότερα. Περπάτησα στα ίδια στενά, επανέφερα στην μνήμη μου όσα είχα ζήσει τότε, είχε μια μελαγχολία αυτό το ταξίδι και μια γεύση πικρή, έτσι γίνεται με όσα ωραία έζησε κανείς, οι επαναλήψεις έχουνε κάτι από την θλίψη του χαμένου παραδείσου, που δεν είναι μόνο όσα δεν γίνεται να ξανά υπάρξουν, είναι που και εσύ έχεις αλλάξει αμετάκλητα και το νέο παρόν δεν σου χαμογελάει πια, όπως εκείνος ο άντρας που μιλούσε γαλλικά και που τα λόγια του ο αέρας τα έφερνε στ’ αυτιά σου στην αγαπημένη Ύδρα, σε εκείνα τα καυτά μεσημέρια, δίπλα στην θάλασσα..
Διάβασε περισσότερα κείμενα της Ντίνας Αγράμπελη στο προσωπικό της ιστολόγιο.
* Φωτογραφία της κοινότητας ‘Η Ύδρα πίσω στα πάλια’