Η οδός Παύλου Μελά έφτιαξε ισχυρό brand ως η «διαγώνιος» της Θεσσαλονίκης. Είναι πράγματι ο πιο σύντομος δρόμος για να φτάσεις από την καρδιά της πόλης στον Λευκό Πύργο και στη θάλασσα. Και σχεδιάστηκε όντως σαν ίχνος μίας νοητής, συμβολικής διασύνδεσης, δύο μνημείων της Αγίας Σοφίας και του Λευκού Πύργου, από τον Ερνέστο Επράρ τον Γάλλο πολεοδόμο.
Αυτή η συνειδητή διαγώνια χάραξη φαίνεται να της χάρισε έναν λοξό δυναμισμό, την έκκεντρη ματιά και την εναλλακτική της αίγλη. Σήκωσε εξ’ αρχής το φορτίο της πρωτοποριακής κινητικότητας ανθρώπων και ιδεών και κορύφωσε την καλλιτεχνική δημιουργικότητα , με τους μποέμ θαμώνες της, τις δεκαετίες 80 και 90 κρατώντας πάντα μία πιό εναλλακτική ψυχή και μία πιό υποψιασμένη περισκοπική ματιά, σε σχέση τουλαχιστον, με την γειτονική main stream Τσιμισκή.
Η άφιξη του Defacto του θρυλικού -γαλλοτραφούς μπαρ, στις αρχές της δεκαετίας του 80 ήταν η θρυαλλίδα, για τη απογείωση της κοσμοπολίτικης φήμης του δρόμου. Μέσα στα πενήντα τετραγωνικά, στο νούμερο 19, και δίπλα στο 21 στο ονειρικό πάλαι ποτέ ουζερί Τσιτσάνης, ανακυκλώθηκαν δημιουργικά για δυο δεκαετίες οι πιο πρωτοπόρες ανησυχίες της πόλης.
Για όλους εμάς τους νεαρούς ταξιδιώτες του 80, η Παύλου Μελά, έγινε παράθυρο στον κόσμο. Φοιτητές, ηθοποιοί, καλλιτέχνες, όψιμοι επιστήμονες της δώσανε λάμψη ευρωπαϊκή.
Η καλοσχεδιασμένη αστική σκηνογραφία με τα φαρδιά πεζοδρόμια και τα επιβλητικά νεοκλασικά κτίρια, η γεωμετρική της ιδιοπροσωπεία, η προοπτική κατεύθυνση προς τη θάλασσα και τα μεγάλα θέατρα της πόλης και η φιλελεύθερη καλλιτεχνική αύρα των ανθρώπων της, την κατέστησαν διαχρονικά τον εμβληματικότερο δρόμο πολιτισμού της πόλης.