Τόσο διαφορετικοί άνθρωποι, με τόσο διαφορετικές παραστάσεις, εκπρόσωποι τόσο διαφορετικών γενιών κι όμως στη θέα μιας καραμέλας γάλακτος που αποκαλύπτεται μέσα από το χρυσαφί της περιτύλιγμα, ανακαλούν τα ίδια συναισθήματα, γλυκαίνουν με τον ίδιο τρόπο και ξαφνικά νιώθουμε όλοι σα να μεγαλώσαμε στον ίδιο χρόνο, στην ίδια γειτονιά –ακόμη και στο ίδιο σπίτι. Τι μαγικό.
Φωτογραφίες: Νίκος Βαρδακαστάνης | Studio 112
Αχ αυτά τα παλιά προϊόντα που ζουν ακόμη ανάμεσά μας κρατώντας τη γεύση και την εικόνα τους αναλλοίωτη στο χρόνο. Σαν εκείνες «τις καραμέλες γάλακτος με την αγελαδίτσα» –ίδια κι απαράλλαχτη από το 1959, οπότε πρωτοεμφανίστηκε και γέμισε μεμιάς τα γιαγιαδίστικα βαζάκια. Τι δύναμη που έχουν να μας κάνουν να νιώθουμε σα να είχαμε όλοι την ίδια γιαγιά, να μας συνεπαίρνουν σε αστραπιαία ταξίδια στην εποχή της αθωότητας και της παιδικής ανεμελιάς, να μας γαληνεύουν για λίγο -λες και θα μπορούσαν να αλλάξουν κάτι σε τούτη εδώ την ενήλικη ζωή μας, να μας χαρίζουν για μια στιγμή την ξεχασμένη αίσθηση της ελαφρότητας. Της ελαφρότητας εκείνου του μαγικού κόσμου του απαλλαγμένου από «βάρη της καθημερινότητας», όπου η ζωή ήταν ένα συνεχές παιχνίδι που σταματούσε μονάχα επειδή «παιδιά, ελάτε, έγινε το φαγητό». Τότε που τα όνειρα δεν είχαν τελειωμό κι ο χρόνος δεν απασχολούσε κανέναν, γιατί ο χρόνος ελεγχόταν τόσο τέλεια και απόλυτα, («έλα, εντάξει, τα ανοίγουμε τα μάτια, τώρα έγινε αύριο»), τότε που τίποτα δεν μπορούσε να πάει στραβά, γιατί η αγάπη όλα τα νικούσε κι η Βουγιουκλάκη στο τέλος θα παντρευόταν τον Παπαμιχαήλ. Οκέι, είχε και τα προβλήματά του, μη φας π.χ. καμιά τιμωρία, που πέρασες το όριο της κολώνας και βρέθηκες στην κάτω γειτονιά, και χάσεις την ελληνική ταινία του Σαββάτου ή εκείνη η ακατανόητη ησυχία που έπρεπε να κάνεις τα μεσημέρια. Αλλά με μια καραμελίτσα της γιαγιάς, όλα περνούσαν…
Αυτός ο κόσμος της αθωότητας, που ανάλογα με τις γενιές αλλάζει επιφανειακά εικόνες ωστόσο η βαθιά, ανακουφιστική αίσθησή του παραμένει κοινή σε όλους, ανασύρεται όχι μόνο από την ισχυρότατη μνήμη της γεύσης, ας πούμε της γλυκιάς, βουτυρένιας γεύσης μιας καραμέλας γάλακτος, και του «αποτυπώματός» της μέσα μας, αλλά μάλλον κι απ’ την «αθωότητα» της συσκευασίας. Μη έχοντας αλλάξει ουσιαστικά για παραπάνω από μισό αιώνα, μοιάζει τόσο ανέγγιχτη κι απείραχτη από τις πρακτικές του σύγχρονου μάρκετινγκ. Με έναν ομιχλώδη και ακαθόριστο τρόπο, παραπέμπει στις εποχές του «χύμα» που «ο παππούς γνώριζε προσωπικά τον μπακάλη», εποχές που στη συλλογική μας μνήμη έχουν καταχωριστεί ως «ωραίες», «αγνές» και «ανθρώπινες». Πράγμα που γενικώς αν το καλοσκεφτείς ως ενήλικος μάλλον δεν ισχύει και ο ποιητής έχει το δίκιο του όταν αναφωνεί: «ω, αναμνήσεις που συγκρατείτε κάτι περισσότερο απ’ αυτό που ζήσαμε». Αλλά από την άλλη δεν είναι ευτύχημα, που το έτος 2016 –που μοιάζει βγαλμένο από ταινία επιστημονικής φαντασίας– μπαίνεις ακόμη σε κατάστημα και ανάμεσα στα φαντεζί, μελετημένα και ουάου πακέτα βόσκει αμέριμνη η αγελαδίτσα σου, πάντα έτοιμη να σου πει ένα παραμύθι;