Με την έναρξη του Τριωδίου η εκκλησία προετοιμάζει το χριστιανό για τη Μεγάλη Σαρακοστή, προ του Αγίου Πάσχα.
Στο χωριό μας, στις Απόκριες δεν γίνονταν καρναβαλικές εκδηλώσεις ούτε και γιορτάζονταν, όπως καθιερώθηκαν σήμερα τα κούλουμα και η Καθαρή Δευτέρα.
Αετούς και μεις πετούσαμε και μάλιστα χωρίς προβληματισμούς, όπως συμβαίνει σήμερα με το μπλέξιμο σε τηλεφωνικές ή ηλεκτρικές γραμμές της ΔΕΗ.
Φωτιές ανάβαμε, φωτιές μεγάλες να κάψουμε το διάβολο, ώστε ανενόχλητοι από πειρασμούς να φτάσουμε με προσευχή και νηστεία στο Άγιο Πάσχα.
Οι φωτιές (χαραμποτζούνες) στήνονταν σε τρία κυρίως επιλεγμένα εκ των προτέρων σημεία, όσες και οι γειτονιές του χωριού.
Κλαδιά και βάτα συγκεντρώνονταν άφθονα από τους νέους της γειτονιάς. Μια δικαιολογημένη απ όλους προσπάθεια ήταν η φωτιά της γειτονιάς τους να ξεχωρίσει σε όγκο και ύψος. Για το λόγο αυτό και η προσπάθεια συγκέντρωσης βάτων κρατούσε κάποιες μέρες.
Πολλές φορές για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, κάποιοι νέοι, προφανώς τολμηροί, αποτολμούσαν αφαίρεση βάτων από αντίπαλες γειτονιές.
Η τακτική αυτή ήταν γνωστή, γι αυτό και πάντα υπήρχαν φύλακες. Ήταν ένα είδος παιδιάς που σηματοδοτούσε τη στρατηγική ικανότητα αρπαγής αφ΄ενός και την έλλειψη ικανότητας να διαφυλάξουν την περιουσία τους οι αντίπαλοι.
Στο κέντρο της φωτιάς στήνονταν ένας πανύψηλος κορμός δέντρου και γύρω του κλαδιά.
Τις προχωρημένες απογευματινες ώρες ανάβονταν οι φωτιές.
Προσπάθεια όλων ήταν να μη γίνει ταυτόχρονο άναμμα όλων.
Επιθυμία, θέληση όλων, ήταν να βρεθούν όσο το συνατόν περισσότεροι κάτοικοι στο άναμα, για να συμετάσχουν όλοι μαζί στο χορό και τα τραγούδια που στήνονταν γύρο από τη φωτιά.
Πολλά τα σκωπτικά τραγούδια που λέγονταν. Μεταφέρω κάποια από αυτά:
”Από τον ένδοξο Βράχο του Σουλίου στη Λάγκα. Ένα ταξίδι στο χρόνο’