ου Σεβ. Μητροπολίτου Καστορίας κ. Σεραφείμ
«Τη θλίψει υπομένοντες»1
Είναι πανανθρώπινο το φαινόμενο της θλίψεως και του πόνου. Από τότε που ο πρώτος άνθρωπος επαναστάτησε κατά του Θεού, απέκτησε ως μόνιμο σύντροφο στη ζωή του την παρουσία της θλίψεως και του πόνου. Έτσι η θλίψη απλώθηκε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης και κανείς δεν κατόρθωσε να ξεφύγει από αυτή.
Μοιάζει, η θλίψη, με ένα ασήκωτο βάρος, με μία βαριά πέτρα, την οποία σηκώνουν πλούσιοι και πένητες, άρχοντες και αρχόμενοι, σοφοί και αγράμματοι. Για τη θλίψη μάς μίλησε ο ίδιος ο Σαρκωμένος Λόγος του Θεού, ο Ιησούς Χριστός, στην επίγεια πορεία Του: «Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε· αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον»2.
Γι΄ αυτό ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θα πει ότι αυτός είναι και ο «κανόνας» για τους Χριστιανούς. «Δεν άκουσες το Χριστό που λέει: “Σ΄ αυτό τον κόσμο θα έχετε θλίψεις;” Γιατί λοιπόν ζητάς άνεση, αφού Εκείνος είπε αυτά; Δεν Τον άκουσες να λέει: “Ο κόσμος θα χαρεί, εσείς όμως θα δοκιμάζεσθε από λύπη;”»3.
Θα προσθέσει, ακόμη, πως ο πόνος συνοδεύει την επίγεια ζωή μας, αφού «αυτός είναι ο καιρός των σκαμμάτων και των αγώνων, εκείνος δε των στεφάνων και των βραβείων»4, και πως τα ανθρώπινα είναι ασταθή και γεμάτα κινδύνους, που δημιουργούν θλίψεις: «Τίποτε δεν είναι βέβαιο, τίποτε δεν είναι σταθερό από τα ανθρώπινα πράγματα, αλλά μιμούνται τη μανιασμένη θάλασσα και γεννούν καθημερινά παράξενα και φοβερά ναυάγια. Όλα τα ανθρώπινα είναι γεμάτα από θορύβους και ταραχή· όλα μοιάζουν με σκοπέλους και γκρεμούς· … όλα περικλείουν φόβους και κινδύνους και υποψίες και τρόμους και αγωνίες. Κανείς δεν έχει εμπιστοσύνη σε κανένα, όλοι φοβούνται τους γύρω τους … Δεν υπάρχει ασφαλής φίλος, ούτε βέβαιος αδελφός. Το καλό της αγάπης έχει εξαφανισθεί … Άπειρα προσωπεία παντού … Αυτοί που ως χθες περιποιούνταν, αυτοί που κολάκευαν, αυτοί που καταφιλούσαν τα χέρια, ξαφνικά τώρα παρουσιάσθηκαν ως εχθροί, και αφού πέταξαν τα προσωπεία, έγιναν πικρότεροι από όλους τους κατηγόρους, κατηγορώντας και συκοφαντώντας εκείνους ακριβώς, προς τους οποίους προηγουμένως εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη τους»5.
Α. « Τη θλίψει υπομένοντες»
Θλιβόμαστε από την παρουσία του σωματικού πόνου λόγω των διαφόρων ασθενειών και παθήσεων ή ακόμη από τη στέρηση, τη φτώχεια και τις διάφορες δυσκολίες της παρούσης ζωής.
Στο πρόσωπό μας ζωγραφίζεται η θλίψη εξαιτίας θανάτων προσφιλών μας προσώπων, καθώς και άλλων δύσκολων ή τραγικών καταστάσεων, τις οποίες συναντούμε στην καθημερινότητα, όπως αποτυχίες, προδοσίες φίλων και συγγενών, διάψευση ελπίδων που στηρίχθηκαν σε ανθρώπινα δεδομένα.
Την θλίψη, επίσης, την προκαλεί ιδιαιτέρως και η παρουσία της αμαρτίας και των παθών. Ο χρυσορρήμων πατήρ της Εκκλησίας θα υπογραμμίσει χαρακτηριστικά πως η κύρια αιτία των εσωτερικών θλίψεων είναι η παρουσία των παθών : «Τίποτε δεν δημιουργεί τόση θλίψη, όσο το να πολιορκείται η ψυχήαπό ταπάθη. Επειδή οι μεν άλλες θλίψεις έρχονται και μας προσβάλλουν απ΄ έξω, ενώ οι θλίψεις των παθών φυτρώνουν από μέσα μας. Και αυτή πραγματικά είναι η μεγάλη θλίψη»6.
Β. «Τη θλίψει υπομένοντες»
Γιατί οι θλίψεις και οι δοκιμασίες;
Γιατί οι ασθένειες;
Γιατί σε μένα;
Πάρα πολλά «γιατί» θα μπορούσε να απαριθμήσει ο κάθε πονεμένος και θλιμμένος στην κοιλάδα αυτή του κλαθμώνος. Όμως, από το σχολείο του πόνου και από το καμίνι των θλίψεων, μας τονίζει ο Απόστολος των εθνών Παύλος, βγήκαν οι πιο φωτισμένοι, οι πιο φημισμένες σε αγιότητα μορφές της πίστεώς μας. Πόσο διδακτικός είναι ο λόγος του στην προς Εβραίους επιστολή : «άλλοι ετυμπανίσθησαν … έτεροι δε εμπαιγμών και μαστίγων πείραν έλαβον, έτι δε δεσμών και φυλακής . ελιθάσθησαν, επρίσθησαν, επειράσθησαν, εν φόνω μαχαίρας απέθανον, περιήλθον εν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ων ουκ ην άξιος ο κόσμος, εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης»7. Και για ποιο λόγο; «εις το μεταλαβείν της αγιότητος αυτού»8.
Στην ευεργετική παρουσία των θλίψεων αναφέρεται σε μία επιστολή του προς τον Επίσκοπο Ελπίδιο και ο θαυμαστός Ιεράρχης της Εκκλησίας Μέγας Βασίλειος : «Πληροφορήθηκα ότι σε λύπησε ο θάνατος του παιδιού. Η στέρησή του είναι φυσικό βέβαια να είναι λυπηρή σε σένα τον παππού του. Αλλά για έναν άνδρα που έχει φθάσει σε τέτοιο σημείο αρετής και γνωρίζει καλά τη φύση των ανθρωπίνων πραγμάτων … είναι επόμενο να μην είναι τόσο αφόρητος ο χωρισμός των συγγενών. Γιατί ο Κύριος δεν ζητεί τα ίδια από εμάς (τους Χριστιανούς) και από τους άλλους. Πράγματι, ενώ εκείνοι ζουν μία συνηθισμένη ανθρώπινη ζωή, εμείς ακολουθούμε ως κανόνα ζωής την εντολή του Κυρίου και τα προηγούμενα παραδείγματα αγίων ανδρών, των οποίων το μεγαλοφυές της διανοίας τους κυρίως φανερώνεται σε δύσκολες περιστάσεις»9. Και σε μία άλλη επιστολή του ο Ιεράρχης της Καισαρείας αποσαφηνίζει πως «ό,τι είναι η κάμινος για το χρυσάφι, αυτό είναι και η θλίψη γι΄ αυτούς που αγωνίζονται να αποκτήσουν την αρετή χάριν της ελπίδος στο Θεό»10.
Οι θλίψεις μας και ο πόνος μάς συγκρατούν στην ταπείνωση. Ο Απόστολος Παύλος είναι αποκαλυπτικός για τον εαυτό του : «εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί, άγγελος Σατάν ίνα με κολαφίζει, ίνα μη υπεραίρωμαι»11. Έτσι το επιτελείο των θλίψεων μάς προφυλάσσει από το θανατηφόρο ιό της υπερηφανείας, μας κάνει συμπαθείς προς τον πόνο των συνανθρώπων μας, μας δίνει φτερά να τους διακονήσουμε και να τους συντρέξουμε, αφού στο πρόσωπό τους βλέπουμε και το δικό μας πόνο, ο οποίος γίνεται έτσι ελαφρύτερος.
Οι θλίψεις, ακόμη, είναι ένα είδος εξετάσεων, που δείχνουν τα στοιχεία της γνησιότητός μας, της βαθιάς πίστεώς μας, της επικοινωνίας μας με το Θεό, της παρουσίας της χάριτος του Θεού μέσα στο χώρο της καρδιάς μας. Ο Μέγας Βασίλειος μάς επισημαίνει στο σημείο αυτό: «Κυβερνήτην μεν ο χειμών, και τον αθλητήν το στάδιον, τον στρατηγόν η παράταξις, τον μεγαλόψυχον η συμφορά, τον Χριστιανόν δε πειρασμός δοκιμάζει και βασανίζει. Και αι λύπαι την ψυχήν ως το πυρ τον χρυσόν, απελέγχουσι. Πένης ει; μή αθυμήσης. Αλλ΄ έχε την ελπίδα προς τον Θεόν»12.
Ερμηνεύοντας δε τον 33ο Ψαλμό θα προσθέσει: « Θλιβόμαστε σε κάθε τόπο, σε κάθε περίσταση, αλλά οι θλίψεις αυτές δεν μας δημιουργούν αδιέξοδο και αγωνιώδη στενοχώρια … εκείνος που λέει ότι δεν αρμόζει στον δίκαιο και ευσεβή η θλίψη, δεν λέει τίποτε άλλο παρά ότι δεν ταιριάζει στον αθλητή ο αντίπαλος. Αλλά εάν ο αθλητής δεν αγωνίζεται με αντίπαλο, ποιες αφορμές θα έχει για να στεφανωθεί;»13.
Γ. «Τη θλίψει υπομένοντες»
Το κλειδί στην αντιμετώπιση των θλίψεων είναι η πίστη στον Τριαδικό Θεό και η βεβαιότητα της αγάπης Του. Μας το υπενθυμίζει ο Απόστολος Παύλος βεβαιώνοντας πως «τοις αγαπώσι τον Θεόν πάντα συνεργεί εις αγαθόν»14.
Είναι η ελπίδα στις υποσχέσεις του Θεού: «Ου μη σε ανώ ουδ΄ ου μη σε εγκαταλίπω»15,
«Πολλαί αι θλίψεις των δικαίων και εκ πασών αυτών ρύσεται αυτούς ο Κύριος»16,
«Υμών δε και αι τρίχες της κεφαλής πάσαι ηριθμημέναι εισί. Μη ουν φοβηθήτε»17,
«Πιστός ο Θεός, ουκ εάσει υμάς πειρασθήναι υπέρ ο δύνασθε»18,
«Ιδού εγώ μεθ΄ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος»19.
Φάρμακο, επίσης, είναι η προσευχή. Μας το βεβαιώνει ο Προφήτης Δαβίδ : «Και εν τω θλίβεσθαί με επεκαλεσάμην τον Κύριον και προς τον Θεόν μου εκέκραξα. Ήκουσεν εκ ναού αγίου αυτού φωνής μου»20. Ο Απόστολος Παύλος είναι κατηγορηματικός: τίποτε δεν είναι ακατόρθωτο για κείνον που προσκαρτερεί τη προσευχή21.
Βασικό όπλο εναντίον των θλίψεων και των δοκιμασιών είναι η αρετή της υπομονής. Ο ίδιος ο Χριστός αναφέρεται σ΄ αυτήν: «Ο δε υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται»22. Το στόμα του Χριστού, ο Απόστολος Παύλος, θα προσθέσει τη δική του εμπειρία στο μαθητή του Τιμόθεο: « Ει υπομένομεν, και συμβασιλεύσoμεν»23. Και τούτο, γιατί η υπομονή είναι στάση ζωής, ανδρεία ψυχής και ηρωισμός. Χωρίς την υπομονή δεν θα έχουμε τη δυνατότητα να αποκτήσουμε την υγεία της ψυχής και του σώματος και να αντιμετωπίσουμε τα όσα επιτρέπει η χάρη του Θεού. Ο Άγιος Ιωάνννης ο Χρυσόστομος θα παρατηρήσει πολύ εύστοχα : «Ει μαθητής ει, τον διδάσκαλον μιμού· τούτο γαρ εστί μαθητού. Ει δε αυτός μεν διά θλίψεως ήλθε, συ δε δι΄ ανέσεως, ουκέτι την αυτήν βαδίζεις οδόν, ην εκείνος, αλλ΄ ετέραν. Πώς ουν ακολουθείς, μη ακολουθών; … Μέγα άρα θλίψις, αγαπητοί. Δύο γαρ τα μέγιστα κατορθοί, και αμαρτίας εξαλείφει, και στερρούς ποιεί»24.
« Μη ταρασσέσθω υμών η καρδία . πιστεύετε εις τον Θεόν και εις εμέ πιστεύετε»25.
«Θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον»26.
«μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα»27.
Όταν, αδελφοί μου θλιμμένοι, τα κύματα της ζωής υψώνονται πελώρια και ο πόνος από τις θλίψεις και τις δοκιμασίες αυλακώνει το πρόσωπό μας, ας καταφεύγουμε με εμπιστοσύνη στον Άγιο Τριαδικό Θεό και με τον Ιερό Αυγουστίνο ας επαναλαμβάνουμε: « Συ ουν, Κύριε ο Θεός μου, ο μάστιγας έξωθεν εμοί επιτρίβων, δος έσωθεν υπομονήν την εσαεί μοι παρεσομένην αδιαλείπτως, ως μηδέποτε τον σον αίνον απείναι του στόματός μου. Ελέησόν με ο Θεός, ελέησόν με και βοήθησόν μοι ως αυτός οίδας, αναγκαίόν μοι είναι και τη ψυχή και τω σώματι. Πάντα επίστασαι, πάντα δύνασαι ο ζων εις τους αιώνας»28.
1. Ρωμ. 12,11.
2. Ιω. 16,33.
3. Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Ομιλία εις τον Ζ΄ Ψαλμόν, κεφ. 8, ΕΠΕ 5,328.
4. Του ιδίου, Ομιλία εις τον Δ΄ Ψαλμόν, κεφ.9, ΕΠΕ 5,178.
5. Του ιδίου, Ομιλία ότε Σατορνίνος και Αυρηλιανός εξωρίσθησαν, και Γαϊνάς εξήλθε της πόλεως· και περί φιλαργυρίας, κεφ. α΄, PG 52,415.
6. Του ιδίου, Ομιλία εις τον Δ΄ Ψαλμόν, κεφ.2, ΕΠΕ 5,134.
7. Εβρ. 11,35-38.
8. Εβρ. 12,10.
9. Μεγάλου Βασιλείου, Ελπιδίω Επισκόπω, ΕΠΕ 2,150-151.
10. Του ιδίου Επιστολή 183, Πολιτευομένοις Σαμοσάτων, ΕΠΕ 1,290.
11. Β΄ Κορ. 12,7.
12. Μεγάλου Βασιλείου, Ομιλία ρηθείσα εν λιμώ και αυχμώ, κεφ.5, PG 31,317C.
13. Του ιδίου, Ομιλία εις τον ΛΓ΄ Ψαλμόν, κεφ. 12, ΕΠΕ 5,246.
14. Ρωμ. 8,28.
15. Εβρ. 13,5.
16. Ψαλμ. 33,19.
17. Ματθ. 10,30.
18. Α΄ Κορ. 10,13.
19. Ματθ. 28,20.
20. Ψαλμ. 17, 6-7.
21. Ρωμ. 12,12.
22. Ματθ. 10,22.
23. Β΄ Τιμ. 2,12.
24. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ερμηνεία εις την προς Εβραίους Επιστολήν, Ομιλία ΚΗ΄, κεφ. γ΄, PG 63,196.
25. Ιω. 14,1.
26. Ιω. 16,33.
27. Α΄ Θεσσ. 4,13.
28. Δέησις επί συνοχή θλίψεως, Από το Κεκραγάριον του Ιερού Αυγουστίνου, Προσευχητάριον Α.Δ. Σιμωνώφ, εκδ. Σχοινάς, Βόλος 1971, σελ. 302-303.