Έζησε την Καταστροφή της Σμύρνης, τον Εμφύλιο, τη Μακρόνησο. Με επιστολή του προς τον χουντικό στρατιωτικό Γκιζίκη διαδραμάτισε ρόλο στη ματαίωση της εκτέλεσης του Αλέκου Παναγούλη. Ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος, που έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών την Κυριακή 7 Φεβρουαρίου, παραχώρησε τη συνέντευξη που ακολουθεί- μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του- στα μέσα Ιανουαρίου 2015 (λίγο προτού εισέλθει στα 103) και λίγες ημέρες πριν από τις εθνικές εκλογές.
Η συνάντηση έγινε στο ταπεινό διαμέρισμα όπου διέμεινε τα τελευταία χρόνια στην Κυψέλη, στο σπίτι της αδελφής του. Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Μετρό» (τεύχος Φεβρουαρίου 2015).
Ακολουθεί η συνέντευξη:
Διαυγής, με προκλητικά δυνατή μνήμη, προικισμένος, πέραν της εξαιρετικής παιδείας, με έμφυτη ευγένεια, αλλά και ένα σπάνιο αίσθημα ευθύνης ως προς την έκφραση του δημόσιου λόγου, ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος, ο ακαδημαϊκός, ο καθηγητής Φιλοσοφίας σε Ελλάδα και Γαλλία, ο δύο φορές υπουργός -στις κυβερνήσεις Γρίβα και Ζολώτα- ο ευπατρίδης, μίλησε στο «Μετρό».
Η συνομιλία με τον Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο αποτελεί μαρτυρία και, την ίδια στιγμή, πολύτιμη εμπειρία από κάθε άποψη, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης της γλώσσας.
Μπορεί, όπως ο ίδιος ορθά θυμίζει, να ανήκει στη «μία γενεά πολύπαθη», ωστόσο, στη δίνη μίας μεγάλης οικονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης, γνωρίζει ότι κάθε γενιά δικαιούται τα δικά της δεινά.
Στις εκλογές θα ψηφίσει, θα ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα με συνέπεια. «… Είναι το στοιχειώδες καθήκον του πολίτου» λέει.
Όσον αφορά στις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις, η απάντηση του εμπεριείχε μία σοβαρότητα αφοπλιστική: «Επί του ερωτήματος αυτού δεν θα ήθελα να πω. Δεν αναμειγνύομαι ενεργά στην πολιτική, συνεπώς δεν έχω όλα τα στοιχεία για να μιλήσω υπεύθυνα.
Έχω μία μεγάλη πείρα για τα ελληνικά πράγματα, διότι ανήκω σε μία γενεά πολύπαθη. Έζησα τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο -παιδάκι ήμουν- τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ενεργά το 1940-41, στην πρώτη γραμμή ως έφεδρος αξιωματικός και αν επέζησα (και η τύχη βοήθησε) είναι επειδή είχα αρίστην εκπαίδευσιν στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών, εφικτήν διότι ως παλιός αθλητής μπορούσα να υποβληθώ στη βαριά άσκηση.
Και έχω γνώμη διά την ελληνικήν πολιτικήν, που την έχω εκφράσει και στο βιβλίο μου «Ιστορικά». Δεν θέλω διά τα επίκαιρα να ομιλώ, θέλω να τηρήσω τη στάση υπεράνω κομμάτων. Λόγω και ηλικίας, λόγω και παιδείας αν θέλετε, αισθάνομαι, άπαξ και δεν έχω εμπλακεί στην πολιτική -και δύο φορές που έγινα υπουργός, έγινα διά λόγους υπηρεσιακής κυβερνήσεως, εκεί υπηρέτησα και όχι σε κυβέρνηση κοινοβουλευτικά στηριγμένη– ότι δεν χρειάζεται να ομιλώ».
Από την Καταστροφή της Σμύρνης, της οποίας υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας, ένα 9χρονο αγόρι στο σκοτάδι του πολέμου, όπου η οικογένεια θρήνησε τον θάνατο του μόλις 9 μηνών αδελφού του, μέχρι την επιστολή προς τον χουντικό στρατιωτικό Φαίδωνα Γκιζίκη –με τον οποίον τον συνέδεε συγγένεια εξ αγχιστείας– για την αποτροπή της εκτέλεσης του Αλέκου Παναγούλη, ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος είναι η περίπτωση του bigger than life.
Το «Μετρό» παραθέτει αποσπάσματα της συνομιλίας μαζί του, αφού την επομένη της συνάντησης και έχοντας απόλυτη συναίσθηση της εκτροπής του χρόνου -μιάμιση ώρα διήρκεσε η κουβέντα μαζί του- ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος επικοινώνησε για το αυτονόητο: «Σας εξουσιοδοτώ, επειδή είπαμε πολλά, να παραλείψετε όσα θεωρείτε επουσιώδη». Ποια θεωρούνται άραγε επουσιώδη σε έναν τόσο πυκνό δημόσιο και ιδιωτικό βίο;
Και ξέρετε τι εσήμαινε η Σμύρνη;
«… Ένα θα σας πω… Όταν το 1854 υπήρξε στην Αθήνα επιδημία και έμειναν ορφανά πολλά κορίτσια, είπε η βασίλισσα Αμαλία, πρέπει κάτι να κάνουμε. Αλλά χρήματα δεν υπήρχαν. Εκληρονόμησε μία θεία της από τη Γερμανία, 66.000 δραχμές περίπου, τα έδωκε όλα, δεν επαρκούσανε. Της είπαν τότε, να κάνουμε πανελλήνιο έρανο. Και η μεν Αθήνα συγκέντρωσε 6.600 δραχμές, η Σμύρνη έστειλε 250.000 δραχμές. Θέλω να πω, πόσο οι Σμυρναίοι είχαν και οικονομικήν ρώμην και φιλοτιμίαν και πατριωτισμόν…
Έζησα παιδάκι την Καταστροφή. Είδα να καίγεται η Σμύρνη, η ελληνική συνοικία και η αρμένικη. Η τουρκική, η εβραϊκή και η συνοικία των Ευρωπαίων έμειναν άθικτες.
… Ο Πλαστήρας διέταξε και τα πλοία -χωρίς σημαίες, για να μην ερεθιστεί ο τουρκικός όχλος- κατέπλευσαν στο λιμάνι για να πάρουν τα γυναικόπαιδα. Οι Τούρκοι κρατούσαν τον πατέρα μου όμηρο, όπως όλους τους άνδρες από 16 χρονών και πάνω. Και όταν φτάσαμε στο λιμεναρχείο της Μυτιλήνης, εξαντλημένοι, ιδίως τα παιδιά, το λιμεναρχείο λέει, δεν επιτρέπεται, να πάτε στην Καβάλα ή, όπου αλλού, έχουν συγκεντρωθεί πολλοί εδώ. Η μητέρα μου τότε λέει στον πλοίαρχο, έχω συγγενείς στο νησί και δεν πρόκειται να επιβαρύνω την κοινότητα. Βρείτε μου έναν τρόπο να βγω με τα παιδιά μου, τον άνδρα μου τον κράτησαν οι Τούρκοι, αλλιώς θα πέσουμε στη θάλασσα να πνιγούμε. Ο πλοίαρχος κρυφά μας έβγαλε, τη μητέρα μου, εμένα με τον δίδυμο αδελφό μου, την αδελφή μου, νεότερή μας και το βρέφος, τον μικρό αδελφό μας, που τελικά χάθηκε από τις κακουχίες. Εμείς, που ήμαστε 9 ετών, ανθέξαμε…»
Το έθνος, τα πάθη και τα κλέη
«… Ο Εμφύλιος ήταν λίγο αντανάκλαση της διεθνούς αντιδράσεως, φοβούμαι. Άλλη εξήγηση πιο πιθανή δεν βλέπω και έβλαψε πολύ την Ελλάδα, αλλά ξεπεράστηκε κι αυτό. Το έθνος έχει πολλά πάθη παράλληλα προς τα πολλά κλέη.
Εάν δει κανείς την Ελληνική Επανάσταση, τι ασχημίες και τι εμφύλιος πόλεμος υπήρχε τότε, παρηγοριέται. Όπως και στην αρχαιότητα. Οι σωτήρες της Ελλάδας πέθαναν ή στη φυλακή ή στην εξορία…
Μακρόνησος: Θυμούμαι όσους κράτησαν την αξιοπρέπεια μέχρις εσχάτων
Στον Εμφύλιο είχα την ατυχία, όταν στρατεύτηκα και παρουσιάστηκα, μετά την εκπαίδευση να πάρω φύλλο πορείας για τη Μακρόνησο, όπου τοποθετούνταν οι θεωρούμενοι ως επικίνδυνοι στον Εμφύλιο Πόλεμο και προσκείμενοι στην Αριστερά.
Θυμάμαι, ειδοποίησα τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, τον έξοχον αυτόν πολιτικό, ο οποίος είπε στον Βεντήρη, τότε υφιστάμενο του, όταν στέλνεις τον Δεσποτόπουλο στη Μακρόνησο είναι σα να στέλνεις εμένα. Εκεί είχα καθήκον να υπερασπιστώ την τιμή της Φιλοσοφίας. Τους πρώτους μήνες ήταν μία κατάσταση ανεκτή… Θυμούμαι όσους κράτησαν την αξιοπρέπεια μέχρις εσχάτων… Όταν βγήκα από τη Μακρόνησο, προσπάθησα να σώσω κάποιους ανθρώπους και ψυχολογικά και με διαβήματα στην Αθήνα… Εκείνο που με ενοχλούσε ήταν οι θανατικές εκτελέσεις. Είχα γράψει άρθρο εναντίον της ποινής του θανάτου…»
Παναγούλης, Γκιζίκης και «απευθύνω έκκλησιν»
«Όταν ο Παναγούλης δικαζόταν, ήμουν στο Παρίσι. Λέω του Κωνσταντίνου Καραμανλή, φίλου μου από την Κατοχή, εσύ που έχεις κύρος, βάλε τους Γάλλους υπουργούς να επέμβουν… Μπα, μου λέει, δεν πιστεύω να είναι τόσο ηλίθιος ο Παπαδόπουλος ώστε να ηρωοποιήσει τον Παναγούλη. Μαθαίνω ότι ο Παναγούλης καταδικάστηκε εις θάνατον. Φοβήθηκα μήπως εκτελεστεί την επομένη. Βγαίνω στον δρόμο, ψάχνω και βρίσκω ένα διανυκτερεύον τηλεγραφείο. Και στέλνω τηλεγράφημα στην Αθήνα: ‘Φαίδωναν Γκιζίκην, Στρατιωτικόν Διοικητήν Αθηνών (άρα αρμόδιο για να εκτελέσει την ποινή)… Απευθύνω έκκλησιν…’ Ο Γκιζίκης το πήρε και συμμορφώθηκε. Όπως έμαθα εκ των υστέρων, όπως είπε και στον Παπαζήση, έχει δίκιο ο Δεσποτόπουλος, τι θα χάσουμε αν του δώσουμε χάρη του Παναγούλη; Ήταν σύζυγος της αδελφής της συζύγου μου ο Γκιζίκης. Με σεβόταν….»
Πρόεδρος του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου
«… Είχε γίνει ένας ελληνογαλλικός σύνδεσμος νέων με πρόεδρο τον πολύ φίλο μου, Κώστα Ζαΐμη. Ήρθαν οι φοιτητές και μου είπαν να γίνω πρόεδρος σε έναν ελληνοσοβιετικό. Τους είπα, ρε παιδιά, εγώ διδάσκω τώρα στο Πανεπιστήμιο, δεν έχω καιρό. Κι εκείνοι επέμεναν, μόνον εσείς.
Δέχτηκα τελικά, αφού συμβουλεύτηκα τον φίλο μου τον Καρτάλη και μου είπε, ως φίλος πρέπει να σου πω να μην δεχθείς, διότι με τον ανόητο φανατισμό που υπάρχει σήμερα θα σε βλάψει στην ακαδημαϊκή σταδιοδρομία σου. Ως δημόσιος ανήρ, πρέπει να σε παροτρύνω να δεχθείς, για να έχεις την ευχέρεια να διαβιβάζεις τα ελληνικά αιτήματα προς τη σοβιετική πρεσβεία…»
Περί έρωτος
«… Ε, τώρα αυτά είναι λίγο εσωτερικά, να λέγονται δημόσια; Υπάρχει μία επιστολή που λέει: ‘Το μήνυμα της παρουσίας σου αρχαγγελικό σάλπισμα. Είσαι η χάρη του πόθου, είσαι η άρση του μόχθου. Είσαι η γήινη αιθρία, η ουράνια ευφορία…’ Αυτά έγιναν όταν ήμουν 25 ετών. Τότε…
… Με την πρώτη σύζυγο υπήρξε διαζύγιο όταν αναγκάστηκα να φύγω, να διαφύγω στη Γαλλία για να μην πάω εξορία επί Χούντας.
Η δεύτερη σύζυγος έφυγε από τη ζωή δυστυχώς πριν από λίγα χρόνια…»
Το πιο μεγάλο μάθημα
«… Άλλο στον πόλεμο, άλλο στην ειρήνη. Είχα την τύχη οι γονείς μου να με αναθρέψουν με θάρρος και συναίσθηση καθήκοντος… Δεν εδείλιασα όταν υπήρχαν αντιξοότητες ή κίνδυνοι…»