Της Μαρώς Καρδάκου
Θεσσαλονίκη, αρχές δεκαετίας ’70. Τίποτε δεν θύµιζε την προπολεµική κοσµοπολίτικη αίγλη της ούτε και τη σύγχρονη ευρωπαϊκή κατεύθυνση. Μερικά αποµεινάρια από το ένδοξο παρελθόν της, πολυκατοικίες από το άθλιο παρόν και κάποια στέκια, συνήθως ταβέρνες, για τους ανήσυχους της εποχής.
Γύρω στα 1975, άρχισαν δειλά δειλά να ανοίγουν τα πρώτα µπαράκια στην πόλη µας, µεταπολίτευση γαρ, και αυτό δίνει µια αίσθηση ελευθερίας, ανοίγµατος προς τον έξω κόσµο, το «εξωτερικό», όπως λέγαµε. Ήταν τότε, λοιπόν, που ο Κίκης σύµφωνα πάντα µε το ευρωπαϊκό κύµα νοικιάζει έναν ηµιώροφο στη Μητροπόλεως και τον ονοµάζει «Ρετρό». Το περιεχόµενο «µοναδικά ρούχα», όπως έγραφε και η ταµπέλα, και ακόµη παπούτσια, εσάρπες, πράγµατα µοναδικά, ανατολίτικο και αµερικάνικα ή ραµµένα από τον ίδιο, ασύµφορα εµπορικά για εκείνη την εποχή. Ο κόσµος δεν ήταν έτοιµος, οι πελάτισσες λιγοστές. Τώρα που το σκέφτοµαι, νοµίζω ότι ο Κίκης µε αυτό το µαγαζί θα έβγαζε λεφτά, αν το είχε κάνει δέκα χρόνια αργότερα.
Έτσι, αποφασίζει να µετατρέψει το «Ρετρό» σε «Sante», τουτέστιν µπαρ διακοσµηµένο µε τον απαράµιλλο δικό του τρόπο, κρατώντας ένα δωµάτιο µε το εµπόρευµα. Δηµιουργεί, λοιπόν, ένα πρωτότυπο µπαρ -ροκάδικο (µόνο στο Λονδίνο συναντούσες τότε τέτοια µαγαζιά), χρησιµοποιώντας το παλιό ψυγείο της µαµάς του, για να παγώνουν οι µπίρες.
Πριν µιλήσουµε για την πορεία του «Sante» µέχρι σήµερα, θα ήθελα να µας πείτε για τα προ «Sante» χρόνια και να φτάσουµε στο 1998 του «Sante politique».
«Αρχές της δεκαετίας του ’70, έφυγα και εγώ, όπως πολλοί νέοι, άλλοι για σπουδές, άλλοι για ψάξιµο στον απόηχο του Μάη του ’68, άλλοι επειδή δεν τους χωρούσε ο τόπος, και βρέθηκα στο Λονδίνο. Το ’73, πήγα στο Παρίσι και µε τη βοήθεια µιας φίλης γράφτηκα στην Beaux Arts, γιατί από µικρός είχα µανία µε τη ζωγραφική και τη σκηνογραφία. Έµεινα ενάµιση χρόνο περίπου. Για να εξοικονοµήσω τα προς το ζην, είχα κουβαλήσει µαζί µου διάφορα ρούχα, που τότε ήταν στη µόδα, όπως σεγκούνες, καραγκούνικα και γιορντάνια και τα πουλούσα στους χίπηδες.
Περπατούσα στους δρόµους δίπλα από τον Σηκουάνα και σκεφτόµουνα. Τα έβλεπα όλα σκηνογραφικά, τι θα µπορούσα να βάλω εκεί, τι θα µπορούσα να αλλάξω εδώ και έλεγα µέσα µου, όταν γυρίσω στην πατρίδα, θα το κάνω επάγγελµα αυτό, γιατί µου αρέσει.
Ένα παγωµένο παριζιάνικο βράδι, καθόµουνα µόνος, για να ζεσταθώ λίγο, στον άθλιο σταθµό του Μετρό Σατλέ και απέναντί µου είδα µια τουριστική αφίσα της Μυκόνου. Είχα πάει στη Μύκονο, αλλά εκείνη τη στιγµή µού ήρθε να πάω εκεί να ανοίξω µαγαζί, γιατί µου αρέσει η θάλασσα.
Από τη στιγµή που έκανα το ’75 το πρώτο µαγαζί στη Μύκονο, τέλος οι σπουδές».
Η Θεσσαλονίκη πού κολλάει; Δεν γεννήθηκες εδώ.
«Γεννήθηκα στο Ζαγκλιβέρι ή, όπως έλεγα στους ξένους φίλους όταν ρωτούσαν «Where are you from?» «From Zagliverpool, Thessaloniki, Greece».
Ο πατέρας µου είχε εκεί µπακάλικο, ψιλικατζίδικο, είδη δώρων και ηλεκτρικά. Αυτό το µαγαζί έπαιξε µεγάλο ρόλο στη διαµόρφωση του χαρακτήρα µου και της µελλοντικής µου ζωής. Πρώτα πρώτα, συνήθισα σε αυτό το ανακάτωµα των εντελώς διαφορετικών πραγµάτων, τρόφιµα µαζί µε αµπαζούρ, πετρογκάζ µε κλωστές µουλινέ, κασέρι µε φοντανιέρες. Και δεύτερο, µελέτησα άθελά µου το ίδιο το εµπόριο, µελέτησα τους ανθρώπους που µπαινόβγαιναν, και πλούτισα τη φανταοία µου και την εικαστική µατιά µου. Όλα τα έβλεπα σαν σινεµά. Το σχολείο δεν το αγαπούσα. Το άγχος για το σχολείο µού έµεινε ως σήµερα. Όταν χρειάζεται να παραστώ σε δικαστήριο, νιώθω ότι είµαι στην τάξη και µε φωνάζει ο δάσκαλος “Καράογλου, στο µάθηµα”. Μπρρρ!
Δεν µου άρεσε να διαβάζω. Βλέπεις τώρα που σου διαβάζω αυτές τις σηµειώσεις, κεκεδίζω, πράµα που µου συµβαίνει σπανίως, όταν µιλάω. Ήθελα µόνο να ζωγραφίζω και να µιλάω µε τους ανθρώπους, όλο να τους ρωτάω, πράµα που πολλοί το παρεξηγούν, γιατί νοµίζουν ότι τους κάνω ανάκριση».
Γιατί δεν έγινες επαγγελµατίας ζωγράφος ή σκηνογράφος;
«Κοίτα να δεις, για να γίνεις ζωγράφος επαγγελµατίας, να πουλάς δηλαδή, θέλει πολύ ψάξιµο και πολλή δουλειά. Σπούδασα, όπως σου είπα, ζωνραφική, αλλά είµαι τεµπέλης. Το κάνω σαν χόµπι, όταν την βρίσκω. Εξάλλου, η ζωγραφική είναι πολύ µοναχική διαδικασία, δεν µου πάει. Εγώ θέλω, ας πούµε, να παίρνω ένα τριαντάφυλλο και κάποιο άλλο αντικείµενο και να κάνω έναν τρισδιάστατο πίνακα ή µε ένα αυθεντικό πιστόλι παλιό και ένα τσίγκινο αυτοκινητάκι police να κάνω σκηνικό. Όσοι µε κάλεσαν να κάνω σκηνογραφίες δέχτηκα. Ο Φούλης ο Μπουντούρογλου και η Δέσποινα η Πανταζή, όταν είχαν το “Καφέ Θέατρο”, µου ζήτησαν να κάνω τα σκηνικά από δύο έργα και τα έχασα. “Πώς εµένα;” και αυτοί είπαν, “εσένα θέλουµε”. Τα έργα ήταν ”Αναζητώντας τον δολοφόνο” και ”Ο κουρέας της Σεβίλης”. Τους έκανα τα σκηνικά και τους έντυσα µε ρούχα σύγχρονα, new wave, akrοbat.
Ύστερα από αυτό, το οποίο είχε µεγάλη επιτυχία και σε όλους άρεσε, και στους κριτικούς και στο κοινό, ήρθε να µε γνωρίσει ο Διονύσης Φωτόπουλος, που πολύ γουστάρω αυτά που κάνει και αυτός τα δικά µου. Στη Μύκονο, που κάνω για τα «Άστρα» για µια µέρα σκηνικό, όλοι παθαίνουν, που βάζω όλο µου τον εαυτό και αλλάζω σε µια µέρα την αίθουσα. Τα θέµατα τα βρίσκω ανάλογα µε την περίπτωση και µε το τι ζητούν. Κάτι της µόδας, προπολεµικό καµπαρέ, γουέστερν, Ασία, λάτιν κλπ. Εκεί, έρχονται άνθρωποι της τηλεόρασης, που γουστάρουν αυτά που κάνω, αλλά δεν µου δίνουν δουλειά. Είναι κλειστό το κύκλωµα για τους outsiders».
Παρόλο που ονοµάζει τον εαυτό του outsider, λοιπόν, ή τον θεωρούν έτσι, ο Κίκις δηµιουργεί στο δικό του µαγαζί την καλύτερη ατµόσφαιρα. Κάνει πάρτι, τα σκηνοθετεί και τα σκηνογραφεί ο ίδιος, µε συµπρωταγωνιστές τους θαµώνες, ένα ζωντανό θέατρο. Οι αλλαγές του στη διακόσµηση γίνονται περίπου κάθε χρόνο και ενδιάµεσα στις πατριωτικές γιορτές, τα Χριστούγεννα, τα καρναβάλια, και όµως µοιάζει σαν να έµεινε ως φόντο το ντεκόρ της περασµένης χρονιάς. Και αυτό µας δίνει µια ζεστασιά, είναι όλα γνωστά και άγνωστα µαζί. Οι καρέκλες από το «Όλυµπος Νάουσα» και το «Πτι Παλαί», τα γύψινα στο ταβάνι από το περίφηµο προπολεµικό ξενοδοχείο στην Αγίας Σοφίας, το «Majestic», τα ποτήρια από τον Λάζαρο τον Ντοντουρµά.
Αποµεινάρια µιας Θεσσαλονίκης, τα οποία κανείς στ’ αλήθεια δεν σεβάστηκε ούτε κράτησε χειροπιαστά τη µνήµη τους.
Η Θεσσαλονίκη ήταν επιλογή σου; Γιατί όχι η Αθήνα µετά τη Μύκονο;
«Η Θεσσαλονίκη ήταν επιλογή µου. Μ’ αρέσει η παραλία, η θάλασσα και η ρουτίνα της. Μ’αρέσει να κάνω βόλτα µε το ποδήλατο και να συναντάω τα ίδια πρόσωπα είκοσι χρόνια τώρα. Είναι µια πόλη που αφήνει τη φαντασία µου ελεύθερη. Μένω στην πλατεία Δικαστηρίων και, όταν βγαίνω και βλέπω τα αρχαία, φαντάζοµαι τους Ρωµαίους, στήνω σκηνικό. Πιο πάνω ένα τούρκικο, στήνω µια ιστορία ισλαµική. Παρακάτω Τσιµισκή, Αριστοτέλους, βλέπω κάτι από Σικάγο. Βλέπω την πόλη µε τη φαντασία, γιατί, αν την έβλεπα αλλιώς, θα ήµουν σχιζοφρενής, χα, χα, χα».
Τον χειµώνα του ’80, όταν εργαζόµουν στο «Sante», θυµάµαι τον Ακριθάκη να αποκαλεί τον Κίκι «αρτίστα». «Ο κύριος Κικιρίµπας είναι αρτίστας, γιατί κάνει τις φτηνές ρουτινιάρικες κινήσεις µε αρτίστικο τρόπο».
Εκείνη τη χρονιά, εργαζόµασταν εκεί πολλοί πτυχιούχοι άνεργοι (το σύστηµα αυτό εξακολουθεί ως σήµερα). Απόφοιτοι Φιλοσοφικής, Νοµικής, Σχολής Θεάτρου του Κρατικού, Μουσικοί, πριν πάρουµε τον δρόµο µας, διαπρέψαµε στο µπαρ «Sante». Ένα βράδι, θυμάμαι, μπαίνει αιφνιδίως ο αείμνηστος καθηγητής μας, Γ. Π. Σαββίδης. Τρεις πρώην φοιτητές του εργαζόμασταν εκείνη την ημέρα και με το γνωστό του χιούμορ προτείνει. «Απορώ γιατί δεν ονομάζεται το μαγαζί “Το Μεταπτυχιακόν”». Από τότε, πέρασαν πολλές γενιές φοιτητών και πτυχιoύχων από το «Sante».
«Κατά έναν περίεργο τρόπο» μας λέει ο Κίκις «όσοι εργάστηκαν εδώ πέτυχαν αργότερα ο καθένας στον τομέα του. Η Θέμις η Μπαζάκα, η Σοφία η Φιλιππίδου, ο Ηρακλής ο Πασχαλίδης, εσύ και πολλοί άλλοι. Η πελατεία, τότε, ήταν από όλες τις τάξεις και ηλικίες. Καθηγητές, δικηγόροι, ηθοποιοί, σκηνοθέτες, κουλτουριάρηδες του Παρισιού, δημοσιογράφοι, γιατροί. Πολλές φορές, τους εκμεταλλευόμουν, γιατί τότε υπήρχε ωράριο, το οποίο περνούσαμε συνήθως. Τους έλεγα “εσείς θα καθαρίσετε, αν έρθει η αστυνομία”. Ένα βράδι, άφησα τον Δαλιανίδη με την παρέα του και έφυγα, όταν ήρθε η αστυνομία. Άλλη μια φορά, τον Χρίστο Μεμή με τον Στέλιο Κούλογλου. “Πιέστε ό,τι θέλετε, αφήστε τα λεφτά (κουτουράδα πάντα) και, όταν φύγετε, κλείστε το λουκέτο”».
Το «Sante» το χώριζε από πίσω μια αυλή από το μπαρ «16» του Σαμαρά, στο οποίο σύχναζαν κατά προτίμηση αστοί. Χρησίμευε ποικιλοτρόπως, π.χ. μας τροφοδοτούσε με παγάκια, αλλά το κυριότερο ήταν ότι ο Κίκης μπορούσε, πηδώντας από την αυλή στο «16», να βγαίνει από την πόρτα του σαν κύριος, όταν πλάκωνε αστυνομία, ΙΚΑ ή Εφορία. Το έσκαγε αρτίστικα, με στιλ ροκ, πονηριά ελληνική και γρηγοράδα βαλκανική.
Οι καλοί έμποροι από την κουτουράδα και τη γρηγοράδα φαίνονται. Ο Κίκης το έμαθε το μάθημα καλά από τους παλιατζήδες.
Η σχέση σου με τα παλιά αντικείμενα;
«Από μικρός μου άρεσαν τα παλιά πράγματα, Παρόλο που ήμουν ροκ, είχα μια τάση για το ρετρό, ιδιαίτερα τα παιχνίδια αλλά και τα ρούχα, τα κουτιά, τις αφίσες, τα διαφημιστικά, τα φωτιστικά. Τότε, δεν ήξερα την αξία τους ή ότι έχουν αξία. Τα φανταζόμουν όλα μέσα σε σκηνικά που ήθελα να κάνω. Τελικά, το “Sante” μου έδωσε τον χώρο, για να στήσω το σκηνικό μου. Κάθε χρόνο που γυρίζω από τη Μύκονο, το αλλάζω, ανάλογα με τη μόδα και το κέφι μου. Τώρα, καταλαβαίνω ότι πολλά πράγματα που έχω μαζέψει, έχουν συλλεκτική και οικονομική αξία. Ετοιμάζω στην Αθήνα, στο Κολωνάκι, ένα μικρό μουσείο παλαιών παιχνιδιών, μια μικρογραφία της κόκκινης κλωστής. Σε αυτό, με βοηθάει η κυρία Νόρα Σκουτέρη, η πολύ πετυχημένη “κόκκινη κλωστή” της οποίας στην πολιστική Θεσσαλονίκη μου έδωσε την ιδέα να κάνω κάτι παρόμοιο».
Εσύ πώς βλέπεις το «Sante»;
«Το “Sante” μοιάζει σαν χαμαιλέων, αλλάζει με τις εποχές, τις μόδες, τον κόσμο. Στην αρχή, ήταν σαν λονδρέζικο wine bar, στη συνέχεια κάτι σαν bistrot, άλλοτε ανατολίτικο καφέ. Σέβεντις, Έιτις, Νάιντις, τρεις γενιές με αντίστοιχες μόδες σε μουσικές, σε ποτά, σε τρόπο επικοινωνίας. Κυριλέδες, φρικιά, ροκάδες, μελλοντικοί γιάπηδες και εκκολαπτόμενοι πολιτικοί. Οι αριστεροί πίναν κρασί, κονιάκ και βότκα. Τα φρικιά τεκίλα, οι ροκάδες και οι τσιμισκάκηδες μπίρα και μπέρμπον, ιδιαίτερα Jack on the rocks».