Ένας από τους πιο σπουδαίους και εκκεντρικούς καλλιτέχνες όλων των εποχών.
Η εκκεντρικότητα και το ταλέντο που διέκριναν την προσωπικότητά του Σαλβαδόρ Νταλί αποκαλύφθηκαν σε πολύ νεαρή ηλικία, αφού ζωγράφισε τους πρώτους πίνακές του σε ηλικία έξι ετών. Το 1921 ξεκίνησε τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Σαν Φερνάντο στη Μαδρίτη, από την οποία αποβλήθηκε το 1924 για έναν χρόνο, λόγω ανυπακοής, ενώ το 1926 αποβλήθηκε για μία ακόμη φορά, εξαιτίας ατίθασης συμπεριφοράς. Το 1929, και ενώ είχε προσχωρήσει στο κίνημα των υπερρεαλιστών, φιλοτέχνησε έναν πίνακα με τίτλο Το πένθιμο παιχνίδι, όπου προσπάθησε να εντάξει στις παραστάσεις ορισμένα μοτίβα εμπνευσμένα από την ψυχανάλυση.
Το καλλιτεχνικό ύφος του διαπνέεται από την αναζήτηση του παράδοξου και του απρόβλεπτου, καθώς και από τη δεξιοτεχνία με την οποία κατόρθωνε να υλοποιεί τα οράματά του, αποδίδοντας με ακρίβεια τα αντικείμενα και τις λεπτομέρειες αυτών. Πολλοί ιστορικοί και κριτικοί της τέχνης υποστήριξαν ότι ο Νταλί αξιοποίησε τα ευρήματα του Ντε Κίρικο, του Ιβ Τανγκί και του Μαξ Ερνστ ή ότι εμπνεύστηκε από το ιταλικό και ισπανικό μπαρόκ. Ωστόσο, οι βασικές αναζητήσεις του Ισπανού ζωγράφου στρέφονταν πάντοτε προς μία μέθοδο, την οποία ο ίδιος ονόμασε «παρανοϊκο-κριτική» και η οποία στηρίζεται σε μια ανορθολογική, υποκειμενική και πολλαπλή ανάγνωση της εξωτερικής πραγματικότητας· λεπτομέρειες σχετικά με αυτή τη μέθοδο παρουσίασε στο βιβλίο του Η ορατή γυναίκα.
Το 1929, ο Νταλί δημιούργησε και την πρώτη υπερρεαλιστική ταινία, με τίτλο Ο Ανδαλουσιανός σκύλος, υπό τη σκηνοθετική μπαγκέτα του Λουί Μπονιουέλ, ενώ την ίδια περίοδο παρουσίασε και την πρώτη του ατομική έκθεση στο Παρίσι, όπου το σύνολο των έργων του εξαντλήθηκε· η συγγραφή του προλόγου στον κατάλογο των εκθεμάτων από τον Αντρέ Μπρετόν (τον επικεφαλής των υπερρεαλιστών) σηματοδότησε και την τυπική πλέον ένταξη του Νταλί στο συγκεκριμένο κίνημα. Από το 1930 έως το 1935, ο Νταλί δημοσίευσε τρία ακόμα βιβλία –Ο έρωτας και η μνήμη, Μπαμπαόνο και Η κατάκτηση του παράλογου–, ενώ στην ίδια περίοδο ανάγονται τα σχεδιάσματα για τη Θεία Κωμωδία, καθώς και οι πίνακες και τα σχέδια που ερμηνεύουν με ψυχολογικό τρόπο τον μυθικό ήρωα Γουλιέλμο Τέλλο και τον πίνακα του Φρανσουά Μιλέ Εσπερινός.
Το 1940 ο Νταλί εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου δύο χρόνια αργότερα εξέδωσε το βιβλίο του Η μυστική ζωή του Σαλβαντόρ Νταλί· ακολούθησαν τα συγγράμματα Το ημερολόγιο μιας μεγαλοφυΐας (1963) και Τα πάθη κατά Νταλί (1968), σε συνεργασία με τον Λούις Πάουελς. Το 1948 επέστρεψε στην πατρίδα του, δεν παρέλειπε όμως να επισκέπτεται τη Νέα Υόρκη και το Παρίσι. Στα έργα που φιλοτέχνησε κατά τη διάρκεια αυτού του διαστήματος απεικονίζεται συχνά η σύζυγος και μούσα του, Γκαλά, ενώ το γενικότερο περιεχόμενό τους είναι έντονα ερωτικό. Οι θρησκευτικές παραστάσεις κατείχαν εξίσου σημαντική θέση στη θεματογραφία του, με αντιπροσωπευτικά δείγματα τα έργα Ο Χριστός του Αγίου Ιωάννη στον σταυρό (1951, Μουσείο Σεντ Μούνγκο, Γλασκόβη), Η Παναγία του Πορτ Λιγκάτ (1950), Η σταύρωση (1954, Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης Νέας Υόρκης), Ο Μυστικός Δείπνος (1955, Εθνική Πινακοθήκη, Ουάσινγκτον), Οικουμενική Σύνοδος (1960) κ.ά. Το 1956 ο Νταλί εικονογράφησε τον Δον Κιχώτη.
Μετά τον θάνατό του συστάθηκαν πολλά μουσεία, αφιερωμένα στο έργο του, όπως το Θέατρο-Μουσείο Νταλί (Φιγκουέρας Ισπανίας, 1974), το Μουσείο Ν. (Σεντ Πίτερσμπουργκ, Φλόριντα ΗΠΑ, 1982) και το Dali Universe (Λονδίνο, 2000).