Πάθη και ζήλιες που οδήγησαν στη δολοφονία με κοινό χαρακτηριστικό σε όλες τις περιπτώσεις την προσπάθεια απόκρυψης στοιχείων
Η παθολογική ζήλια έγινε πολλές φορές η αίτια να οπλίσει το χέρι του ενός από τους δύο συζύγους και να φτάσει στο έγκλημα μετά από έντονους καυγάδες.
Της Μαρίας Γιαχνάκη
Άλλες φορές πάλι, συμπεριφορές συζύγων που με τα λόγια τους και τις πράξεις τους ευνουχίζουν και μειώνουν το έτερον ήμισυ, φέρνει απρόσμενα αποτελέσματα κι εξελίξεις.
Το έγκλημα στα χρόνια της συζυγικής κρίσης ή ακόμη και αυτής που αναβιώνει σε ζευγάρια που μπορεί να μην είναι παντρεμένα αλλά ζουν μια παθιασμένη σχέση, έχει καταγραφεί πια στα χρονικά.
Η δολοφονία της νεαρής μητέρας Ανθής Λινάρδου, από την Κοζάνη, από τον τον σύζυγο της Τάσο Τσιουχάρα, έφερε στη μνήμη μας κι άλλες στυγερές δολοφονίες από το παρελθόν που είχαν συγκλονίσει το πανελλήνιο.
Δολοφονίες που έγιναν σημείο αναφοράς δελτίων ειδήσεων άλλες πρωταγωνίστησαν σε ταινίες κι άλλες έγιναν best seller βιβλία.
Σε πολλές από αυτές όμως εκτός από τον θύτη και το θύμα υπήρξαν και άλλες απώλειες. Απώλειες που αφορούσαν παιδικές ψυχές όταν το ζευγάρι τύχαινε να έχει και παιδιά.
Οι περισσότερες από αυτές τις δολοφονίες είχαν ένα κοινό στοιχείο: ο θύτης αφού στραγγάλιζε ή σκότωνε το θύμα με άλλο τρόπο μετά ή το κομμάτιαζε και το έκρυβε σε διαφορετικά μέρη ή το έθαβε σε κοντινή από το σπίτι περιοχή.
Όλοι τους μετά το έγκλημα φαίνονταν αμετανόητοι και θέλησαν να κρύψουν το πτώμα ώστε να μη τιμωρηθούν. Έπειτα προσπαθούσαν να θολώσουν τα νερά υποδυόμενοι τους τραγικούς συζύγους οι οποίοι ζητούσαν βοήθεια από το περιβάλλον τους ώστε να βρεθούν τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
Η ψυχική ανισορροπία ήταν εμφανής σε όλες τις περιπτώσεις η οποία ακολουθούσε το πρώτο σοκ αμέσως μετά την δολοφονία. Βρέθηκαν με ένα πτώμα στα χέρια τους και δεν είχαν χρόνο καν για θρήνο. Το ένστικτο της προστασίας του εαυτού τους, του έσπρωχνε να καταστρώσουν ένα σχέδιο για να σκεπάσουν το έγκλημα.
Από τα γνωστότερα εγκλήματα πάθους ήταν αυτό του Τάκη Φραντζή
Σε έναν κάδο σκουπιδιών στα Κάτω Πατήσια, είχε βρεθεί τεμαχισμένη τον Ιούνιο του 1987 η 18χρονη Ζωή Γαρμανή. Τα τεμαχισμένα μέλη της νεαρής είχε βρει στον κάδο απορριμμάτων ένας συλλέκτης, ο Κώστας Βουζίκας, ο οποίος έψαχνε, όπως είχε πει, για γραμματόσημα. Το κεφάλι της κοπέλας βρέθηκε σε άλλο σημείο, επί της οδού Αχαρνών και Πιπίνου. Ο 27χρονος τότε σύζυγός της Παναγιώτης Φραντζής, φοιτητής της ΑΣΟΕΕ και πλασιέ, δεν παραδέχτηκε ποτέ ότι σκότωσε τη γυναίκα του, αλλά υποστήριξε ότι η σύζυγός του είχε τραυματισθεί μετά από έντονο καβγά. «Έσπρωξα τη Ζωή, η οποία έπεσε πάνω στην ντουλάπα και εκεί άφησε την τελευταία της πνοή. Φοβήθηκα και, προκειμένου να αποφύγω τις συνέπειες, τεμάχισα το πτώμα της», είχε πει.
Ωστόσο, ο ιατροδικαστής στην έκθεσή του είχε υποστηρίξει τότε ότι η κοπέλα έφερε ίχνη στραγγαλισμού. Το κίνητρο, όπως είχε ειπωθεί, ήταν η παθολογική ζήλια του Παναγιώτη Φραντζή, ο οποίος παραδόθηκε μόνος του στις Αρχές, όταν βρέθηκαν τα τεμαχισμένα μέλη.
Σήμερα ο Φραντζής ζει ελεύθερος και έχει ξαναφτιάξει την ζωή του αφού παντρεύτηκε μια νεαρή γυναίκα με την οποία διατηρεί κατάστημα στα βόρεια προάστεια.
Ο Σκιαδόπουλος αναζητούσε στα ΜΜΕ το θύμα του που ήταν και ο μεγάλος έρωτας της ζωής του
«Ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής μου. Όταν μου είπε πως θα χωρίζαμε, λίγες ημέρες πριν παντρευτούμε, έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου», είχε πει ο 23χρονος Γιώργος Σκιαδόπουλος, ο ναυτικός που δολοφόνησε την 30χρονη Ελληνοαμερικανίδα Τζούλι Μαρί Σκάλι. Τον Ιανουάριο του 1999 ο Σκιαδόπουλος στραγγάλισε το πρώην μοντέλο, έκοψε το κεφάλι, έβαλε το σώμα σε μια βαλίτσα και το πέταξε σε λίμνη της Καβάλας. Έκοψε το κεφάλι της αρραβωνιαστικιάς του με πριόνι, επειδή δεν χωρούσε στη βαλίτσα, και το πέταξε για να μη βρεθεί ποτέ. Χαρακτηριστικό του σφοδρού έρωτα που έτρεφε για την Αμερικανίδα ήταν, σύμφωνα με τον ίδιο, το γεγονός ότι παράτησε την καριέρα του, για να εξασκήσει το επάγγελμα του οδηγού ταξί, ώστε να είναι συνεχώς κοντά της.
Eπι 18 μέρες ο μηχανικός του εμπορικού ναυτικού προσπαθούσε να κρύψει το φοβερό του έγκλημα. Μάλιστα, έβγαινε τότε στα τηλεοπτικά κανάλια από το κέντρο της Αθήνας και εκλιπαρούσε να τον βοηθήσουν να βρεθεί η σύντροφός του. Χαρακτηριστικά ήταν και οι παρακλήσεις που έκανε μέσω τηλεοπτικών εκπομπών
Σκότωσε τον άνδρα της δια χειρός του εραστή της μπροστά στα μάτια του παιδιού της
Ήταν Νοέμβριος του 1982 όταν η Κάτια Κολιτσοπούλου μαζί με τον εραστή της Γιάννη Σγουρίδη σκότωσε τον άντρα της, αστυφύλακα Γιάννη Κολιτσόπουλο, μπροστά στα μάτια του τετράχρονου γιου του. Ο δράστης, τυφλωμένος από το πάθος για τη σύζυγο του αστυνομικού, διέπραξε το έγκλημα και διέφυγε από την ανοιχτή πόρτα.
Η Κάτια Κολιτσοπούλου επέμεινε πως δεν είχε καμία σχέση με τον δολοφόνο που την υπέδειξε ως ηθική αυτουργό και συνεργό. Καταδικάστηκαν και οι δύο σε ισόβια κάθειρξη ως φυσικός και ηθικός αυτουργός, αντίστοιχα. Το 1999 αποφυλακίστηκαν λόγω καλής διαγωγής. Το μεγαλύτερο θύμα της υπόθεσης, ο τότε τετράχρονος γιος της, μεγαλώνοντας μίσησε την μητέρα του την οποία δεν ήθελε να βλέπει ενώ ζούσε εφιαλτικά ζωσμένος από το παρελθόν του.
Την αποκεφάλισε και έκανε βόλτες με το κεφάλι της
Σε κατάσταση αμόκ, ο νεαρός Θανάσης Αρβανίτης σκότωσε την άτυχη 25χρονη δασκάλα Αδαμαντία Κάρκαλη, αποκεφάλισε το πτώμα της και στη συνέχεια με απίστευτη ψυχραιμία περιέφερε το κεφάλι της στα σοκάκια της Σαντορίνης προκαλώντας σοκ και αποτροπιασμό σε όσους τον συναντούσαν.
Λίγα λεπτά μετά τις 7.00 το απόγευμα στο χωριό Βουρβούλος, γείτονες τηλεφώνησαν στην αστυνομία και είπαν ότι στο σπίτι στο οποίο διέμεναν ο Θανάσης Αρβανίτης και η σύζυγός του Αδαμαντία Κάρκαλη γινόταν άγριος καβγάς.
Σύμφωνα με τους ίδιους, δεν ήταν η πρώτη φορά, ενώ όπως χαρακτηριστικά ανέφεραν, η κοπέλα απέφευγε να βγαίνει από το σπίτι της για να μη φαίνονται τα σημάδια από τα χτυπήματα που δεχόταν από τον άντρα της.
Πριν φτάσει η αστυνομία ο 31χρονος, σε κατάσταση αμόκ, πέταξε έξω από το σπίτι αποκεφαλισμένο το σκύλο της κοπέλας. Στη συνέχεια δολοφόνησε την 25χρονη και αφού την αποκεφάλισε βγήκε στην αυλή κρατώντας το κομμένο κεφάλι. Είχε διανύσει μια απόσταση περίπου 800 μέτρων όταν τον εντόπισαν οι αστυνομικοί.
Εγκλημα με θύμα την καλονή της Βέροιας
«Όλα έγιναν μηχανικά… σαν να μην ήμουν εγώ...» Με αυτόν τον ισχυρισμό ο Δάνος Μουρατίδης προσπαθεί να πείσει την έδρα του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης, ότι βρισκόταν εν βρασμώ την ώρα που στραγγάλιζε την Κική Κούσογλου. Την 24χρονη καλλονή της Βέροιας, που όταν ανακοίνωσε στον σύντροφο της ότι θέλει να χωρίσουν, εκείνος θόλωσε.
Όταν στις 11 Αυγούστου 2005 η Κική Κούσογλου εξαφανίστηκε μυστηριωδώς, ο Δάνος Μουρατίδης δήλωνε με πείσμα ότι αγνοούσε το πού μπορεί να βρίσκεται.
Συμμετείχε στις έρευνες της Αστυνομίας και ήλπιζε να βρεθεί και να είναι καλά. Δήλωνε συντετριμμένος από την εξαφάνιση της. Τέσσερις μήνες αργότερα, ο Δάνος Μουρατίδης ομολογεί…
Με μείωνε κι έθιγε τον ανδρισμό μου
Στις 24 Σεπτεμβρίου 2008, ο καθηγητής μουσικής Γιάννης Κατσιλάμπρος ομολογεί ότι σκότωσε τη σύζυγό του Παναγιώτα Μαζαράκη. Νωρίτερα προσποιούνταν τον δυστυχισμένο σύζυγο. Υποστήριξε πως μετά από έναν καβγά με τη σύζυγό του, την χτύπησε με ένα ηλεκτρικό σίδερο στο κεφάλι και στη συνέχεια, αφού το θύμα σωριάστηκε στο πάτωμα, της έβγαλε τα ματωμένα ρούχα, έπλυνε το σώμα της στην μπανιέρα και την τύλιξε με δύο σακούλες και ένα σεντόνι.
Δοκίμασε να τη θάψει, στο φρεάτιο του ασανσέρ και μετά κάτω από το σπίτι του σκύλου, στο σπίτι τους. Τελικά έβαλε το πτώμα της στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου και το πέταξε σε κάδο σκουπιδιών στην Παιανία, αλλά λίγες ώρες αργότερα επέστρεψε, πήρε ξανά τη σορό και την μετέφερε δίπλα στο σπίτι τους, στο πάρκο Πικιώνη, όπου την έθαψε και σκέπασε τον αυτοσχέδιο τάφο με τσιμέντο και πέτρες.
Στην απολογία του στο δικαστήριο, ο δράστης με λυγμούς, είχε πει: «Δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου. Τον μισώ, δεν αντέχω που τον βλέπω στον καθρέφτη», για να υποστηρίξει στη συνέχεια πως η σύζυγος του αμφισβήτησε την πατρότητα της κόρης τους, γεγονός που τον έκανε να θολώσει. «Με έθιξε, έθιξε τον ανδρισμό μου. Τώρα, εκ των υστέρων, καταλαβαίνω πως το είπε για να με τρελάνει» είπε ο 42χρονος και επισήμανε πως η Παναγιώτα τον απείλησε με μαχαίρι.
Ο δράστης είχε καταδικαστεί σε 20 χρόνια κάθειρξη, αλλά το δικαστήριο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου και αποφυλακίστηκε πρόσφατα, στα επτά χρόνια ενώ έκτισε την ποινή του στις φυλακές ανηλίκων της Αυλώνας όπου δίδασκε μουσική.
Κάτια Γιαννακοπούλου η δολοφόνος του αρχιμανδρίτη
Ήταν ο Θεός της, το Άλφα και το Ωμέγα της. Η εξάρτησή της ήταν απόλυτη. Έτσι, όταν ο αρχιμανδρίτης Άνθιμος Ελευθεριάδης έβαλε τέλος στην ερωτική τους σχέση, εκείνη δεν άντεξε.
Ήταν 22 Ιουλίου 1997, όταν η Κάτια Γιαννακοπούλου βρέθηκε έξω από το σπίτι του στην Αθήνα, σε μία ύστατη προσπάθεια να του μιλήσει. Όταν εκείνος εμφανίστηκε, της γύρισε την πλάτη, όπως είχε κάνει και στο παρελθόν. Χωρίς να το σκεφτεί έβγαλε από την τσάντα της το όπλο και άρχισε να τον πυροβολεί μέχρι που τελείωσαν οι σφαίρες.
Αυτός ήταν ο επίλογος μιας ιστορίας πάθους, που ξεκίνησε από την ανάγκη της Κάτιας Γιαννακοπούλου να βρει έναν πνευματικό. «Αν ήταν δυνατόν να τον αναστήσω με πέντε φιλιά ποτισμένα από το αίμα της μετανιωμένης μου καρδιάς θα το είχα ήδη κάνει. Ο μεγαλύτερος τιμωρός, ο πιο αυστηρός εισαγγελέας είναι ο εαυτός μου. Αναρωτιέμαι μόνο ποια τιμωρία σκληρότερη μπορεί να μου επιβάλει η δικαιοσύνη από αυτήν που επέβαλα εγώ στον εαυτό μου σκοτώνοντας με τα ίδια μου τα χέρια τον επίγειο θεό μου», είχε πει αργότερα ενώπιον του ανακριτή.
Όπως η ίδια είχε καταθέσει, γοητεύθηκε από τον ιερωμένο, αν και οι σχέσεις τους ήταν πάντα τυπικές. Τουλάχιστον μέχρι την ημέρα που ο Άνθιμος της ζήτησε να τον επισκεφτεί: «Μια μέρα με κάλεσε σπίτι του, όπου μιλήσαμε για πολλά, κυρίως γύρω από τη θρησκεία και την Εκκλησία. Αμέσως μετά άρχισε να μου μιλάει για τον έρωτα. Εκείνη την ώρα με φίλησε για πρώτη φορά και μάλιστα αυτό το φιλί στο στόμα κράτησε για πολλή ώρα».
Την επομένη, η Γιαννακοπούλου πήγε στον αρχιμανδρίτη και του εξομολογήθηκε όλα όσα είχαν γίνει μεταξύ τους την προηγούμενη ημέρα, σαν να μιλούσε για κάποιον τρίτο. Εκείνος της απάντησε: «Είμαστε άνθρωποι και σαν άνθρωποι έχουμε ανθρώπινες αδυναμίες».
Το γυαλί ράγισε, όταν ο αρχιμανδρίτης μετακόμισε στην Αγγλία. Αντιλαμβανόμενη τί συνέβαινε, η Κάτια Γιαννακοπούλου άρχισε να ηχογραφεί τις αραιές, πια ερωτικές τους συναντήσεις για να μπορεί αργότερα να τον απειλεί, ενώ οι καυγάδες τους ήταν πλέον ιδιαίτερα έντονοι. Η Κάτια Γιαννακοπούλου καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, ενώ αποφυλακίστηκε μετά από 16 χρόνια κάθειρξης.
Την δολοφόνησε θολωμένος
«Επιτέλους τέλος» είχε γράψει με αίμα στον τοίχο του σπιτιού της φίλης του την οποία δολοφόνησε με φρικτό τρόπο ο μαθηματικός Επαμεινώνδας Τάτσης. Οι αστυνομικοί τον είδαν να περιφέρεται σε άθλια κατάσταση, με κομμένες τις φλέβες, στην παραλία της Ραφήνας, και τον οδήγησαν στο «Ιπποκράτειο».
Στον δρόμο για το νοσοκομείο ο 40χρονος μαθηματικός τούς αποκάλυψε την τραγική αλήθεια. Λίγες ώρες πριν είχε σκοτώσει και είχε κάψει τη γυναίκα που αγαπούσε παράφορα, την 27χρονη χορογράφο Χαρίκλεια Οικονόμου. Λογόφεραν για ασήμαντη αφορμή. «Της ζήτησα να κάνουμε έρωτα. Αυτή αρνήθηκε και μου είπε να πάω στην κουζίνα να της φτιάξω καφέ».
Προσβλήθηκε, θόλωσε, άρπαξε ένα λοστό και της πολτοποίησε το κεφάλι.
Τα εγκλήματα πάθους είναι πολύ αιματηρά, σε σχέση με τα εγκλήματα που γίνονται για άλλους λόγους. Τα χτυπήματα είναι πολλά, χτυπήματα που δεν χρειάζονται, γιατί το θύμα είναι ήδη νεκρό. Γίνονται εν βρασμώ ψυχής και δεν είναι προμελετημένα σύμφωνα με έρευνες και εγκληματολογικές προσεγγίσεις αν και οι θύτες όταν συνέρχονται προσπαθούν είτε να κρύψουν το έγκλημα είτε να λυτρωθούν απολογούμενοι.