Κι όμως, υπάρχουν ακόμη video club εν ζωή. Ανάμεσά τους, το πρώτο ελληνικό video club που λειτούργησε μέσα σε δισκάδικο – ίσως για αυτό να ‘τραγουδάει’ ακόμη, σε πείσμα της κρίσης, του live streaming και του downloading.
«Τις καλές εποχές οι πελάτες με περίμεναν στις 9 το πρωί έξω από το μαγαζί. Ξυπνούσα από τις 5 κι ερχόμουν εδώ να φτιάξω τις τσάντες με τις παραγγελίες τους. “’Ετοίμασέ μου πέντε-έξι ταινιούλες’”, μου έλεγαν, και τους έφτιαχνα το πακέτο ανάλογα με τις προτιμήσεις τους. Είχα έναν πελάτη που έβλεπε μόνο τσόντες και μια γιαγιά που έβλεπε μόνο γουέστερν. Μια μέρα, μπερδεύω τους κωδικούς τους και κολλάω το νούμερο του ενός στην τσάντα του άλλου. Το ίδιο μεσημέρι, χτυπάει τηλέφωνο κι ακούω τη φωνή της γιαγιάς: “’Αχ, βρε Αντώνη μου… Άργησες πολύ!’”»
Γιατί το πρώτο ελληνικό video club άνοιξε στην Καλλίπολη; Διότι, πριν από σαράντα χρόνια, οι μεγαλύτεροι γκατζετάκηδες, αυτοί που πρώτοι έφερναν στη χώρα τις νέες τεχνολογίες, ήταν οι ναυτικοί. Τα νέα κυκλοφορούσαν στη γειτονιά και όλοι ζήλευαν τους τυχερούς με τις έγχρωμες TV και τα VHS.
Όσοι είχαν στο περιβάλλον τους κάποιον ναυτικό, του ζητούσαν στο επόμενο ταξίδι να τους φέρει πεσκέσι ένα video. Μόνο ο Αντώνης Λαγούρος δεν αρκέστηκε στο ένα. Ζήτησε δύο Panasonic και βάλθηκε να γράφει ολονυχτίς τις παλιές ταινίες που έπαιζε η ΥΕΝΕΔ. Το πρωί χρησιμοποιούσε το ένα για αναπαραγωγή και το άλλο για εγγραφή, αφαιρώντας τις διαφημίσεις, και το τελικό προϊόν έβρισκε τη θέση του στα ράφια του δισκάδικου που διατηρούσε ο αδερφός του. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
Η αρχική ιδέα για μια από τις πιο κερδοφόρες δραστηριότητες, κυρίως στη δεκαετία του ’80, προέκυψε από το Μικρό Ήρωα. «Πηγαίναμε στο περίπτερο», λέει στο WE του News247 ο κύριος Λαγούρος, «αγοράζαμε κόμικ και μετά τα επιστρέφαμε και παίρναμε έκπτωση στα καινούργια. Σκέφθηκα, λοιπόν, να κάνουμε το ίδιο με τις βιντεοκασέτες. Πουλούσαμε τις καινούργιες, κάνοντας έκπτωση όταν ο πελάτης επέστρεφε παλιές».
*Αναπολώ το κλασικό video club της γειτονιάς: άπειροι τίτλοι παντού, σε όλους τους τοίχους – και αυτή την πολυαγαπημένη τεράστια συσκευασία της κασέτας, που με χτύπημα σκότωνες άνθρωπο…
Το 1979 εμφανίστηκε στην πιάτσα ο άνθρωπος με το επώνυμο Χατζάρας που, όπως λέει ο κύριος Λαγούρος, άλλαξε για πάντα το τοπίο στα video club: «Ήταν ο μεγαλύτερος πειρατής. Ακόμα και σήμερα, αν μιλήσεις με τις εταιρείες διανομής και αναφέρεις το όνομα Χατζάρας, βγάζουν σπυράκια. Όμως χάρη σε αυτόν έγινε το boom των επόμενων χρόνων». Ο Χατζάρας προμηθευόταν δημοφιλείς ταινίες από την Αγγλία, τις περνούσε από τελεσινέ βάζοντας υπότιτλους και τις διέθετε στα video club. Το κοινό διευρύνθηκε και το πάρτι κράτησε έως ότου, στις αρχές του ’80, «ήρθε επίσημα στην Ελλάδα η πρώτη εταιρεία που εκμεταλλευόταν δικαιώματα ταινιών, η Videosonic. Ακολούθησε η Audiovisual του Θόδωρου Βαρδινογιάννη και η CBS. Κάποια στιγμή μας μάζεψαν, τους 100 περίπου ιδιοκτήτες video club που υπήρχαν τότε σε όλη την Αττική, και έκαναν σαφές ότι θα είναι αμείλικτοι με φαινόμενα πειρατείας: “αύριο το πρωί δεν θα πρέπει να υπάρχει στα ράφια σας ταινία πειρατική’”. Όσο για τον Χατζάρα, κυνηγήθηκε δικαστικά κι εξαφανίστηκε από το χάρτη».
Στη συνέχεια, η ανάπτυξη της αγοράς ήταν τέτοια που κάποια στιγμή οι καταχωρημένοι διανομείς στον υπολογιστή του κυρίου Λαγούρου είχαν φθάσει τους 40 – «μέχρι κι εμείς είχαμε κάνει παραγωγή τότε. Εγώ είχα μία εταιρεία, την Infinity, με “δεύτερα’” έργα βέβαια. Αλλά τότε αγόραζε ο κόσμος σωρηδόν».
Το μοντέλο λειτουργίας είχε ήδη αλλάξει από αγορά σε ενοικίαση, με τιμές από 100 έως 150 δραχμές την ημέρα και πολλοί μικρομεσαίοι με «χρήματα στην άκρη» βρήκαν μια προσοδοφόρο επένδυση. «Αλλά δοκίμαζαν οι πάντες. Ακόμη κι ο εφοπλιστής Κρητικός, θυμάμαι, είχε ανοίξει video club». Έτσι σύντομα, μόνο στην Αττική, έφθασαν να δραστηριοποιούνται πάνω από 1.200 επιχειρήσεις.
*Στο video club που πήγαινα, η κάθε θήκη κασέτας είχε ένα κιτρινισμένο χαρτάκι που έγραφε το εξής: «Αγαπητέ φίλε, η ταινία που νοίκιασες ήταν γυρισμένη στην αρχή. Παρακαλούμε, όταν τη δεις, γύρισέ τη ξανά στην αρχή, ευχαριστώ». Και πάνω στην κασέτα έλεγε «Σε περίπτωση προβληματικής εικόνας ρυθμίστε το tracking».
Η πρώτη μεγάλη κρίση στο χώρο σημειώθηκε με την έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης. «Πριν από την εμφάνισή της», λέει ο κύριος Λαγούρος, «δίναμε κάθε μέρα τριψήφιο νούμερο ταινιών, πολλές φορές και πάνω από χίλιες. Μετά, έφτασε μέρα που νοίκιασα μόλις επτά. Καταλαβαίνεις φούντο! Αλλά υπήρξαν τότε δύο είδη επιχειρήσεων. Τα club που άνοιξαν το συρτάρι, έβγαλαν το απόθεμά τους και συνέχισαν να κάνουν αγορές ταινιών παρόλο που μειώθηκαν οι ενοικιάσεις και τα μαγαζιά που δεν έκαναν αγορές. Τα τελευταία έσβησαν, ενώ όσα διατήρησαν τις έστω μετρημένες στα δάχτυλα του χεριού ενοικιάσεις κάποια στιγμή ξαναπήραν εμπρός».
Η εμφάνιση των DVD στα τέλη των ’90s αναζωπύρωσε την κίνηση, ενώ μια δεύτερη μικρή άνθηση σημειώθηκε το 2007 με τα Blue Ray. Αλλά στο μεταξύ είχαν ήδη «θεσμοθετηθεί» οι προσφορές ταινιών από τις εφημερίδες, στις οποίες πολλοί επαγγελματίες του χώρου καταλογίζουν ότι έδωσαν τη χαριστική βολή στα video club, μαζί με την online πειρατεία και την οικονομική κρίση.
Δεν συμφωνούν, πάντως, όλοι με αυτή την εκτίμηση. O Παναγιώτης Κουλουμπής, ιδιοκτήτης video club στο Πολύδροσο, πιστεύει ότι τα πράγματα θα ήταν καλύτερα αν οι εταιρείες διανομής έριχναν τις τιμές στις ταινίες και δεν «υποχρέωναν» τα video club να αγοράζουν έως και 40 ευρώ τους νέους τίτλους (πάντα σε πακέτα των 4 ή 5 διαφορετικών ταινιών). «Ας μπορούσαν οι επιχειρήσεις μας να δίνουν την ταινία στον πελάτη με 1 ευρώ την ημέρα, αντί για 2 ή 2,5, και τότε θα βλέπαμε αν θα υπήρχε κρίση. Αν στο ενοίκιο, προσθέσεις και τα 300 με 400 ευρώ που πληρώνουμε για τη ΔΕΗ, θα καταλάβεις ότι ο αγώνας είναι άνισος». Στην παρατήρηση ότι τόσα χρήματα για ρεύμα μοιάζουν πολλά για μια επιχείρηση που χρειάζεται μόνο λαμπτήρες, ο κύριος Κουλουμπής παίρνει τη θήκη μιας ταινίας και δείχνει το κείμενο του οπισθόφυλλου: «Πες μου εσύ τώρα, αν θα μπορούσες να διακρίνεις αυτά τα γραμματάκια χωρίς τόσες χιλιάδες Watt πάνω από το κεφάλι σου! Εδώ πουλάμε εικόνες και οι εικόνες πρέπει να είναι καλοφωτισμένες».
*Ο ιδιοκτήτης του τοπικού μου video club ήξερε ακόμα και τη γκόμενα του σκηνοθέτη, ενώ αν τον ρώταγες κάτι μπορούσε να σου πει περισσότερα και από τη Wiki.
«Από τα 1200 μαγαζιά που υπήρχαν στην Αττική, πιστεύω ότι είναι ζήτημα αν έχουν πια απομείνει 300», εκτιμά ο κύριος Λαγούρος. «Από αυτά, μόνο τα 100 δουλεύουν πραγματικά. Υπάρχουν μαγαζιά που δεν αγοράζουν νέους καθόλου νέους τίτλους. Τι κάνουν; Δουλεύουν ακόμη με τα 10.000 θέματα που είχαν, έχει βάλει ο άλλος την πεθερά του, την ξαδέρφη του, τη γυναίκα του να κάθεται πίσω από τον πάγκο και λέει “ας πάρω έστω και 10 ευρώ’”. Ίσως άλλοι να έχουν ιδιόκτητα μαγαζιά ή να μην πληρώνουν την εφορία και τα ταμεία. Ουσιαστικά δεν πρόκειται για ενεργές επιχειρήσεις».
Όπως «τότε», πάντως, έτσι και τώρα το κλασικό video club της γειτονιάς βασίζεται στη γνώση του υπαλλήλου/ ιδιοκτήτη και στην προσωποποιημένη επαφή του με τους πελάτες. Οι τελευταίοι δεν φαίνεται να περιορίζονται σε κάποια συγκεκριμένη ηλικιακή κατηγορία. «Οι περισσότεροι νέοι κατεβάζουν ταινίες από το internet», μας λέει η Μαίρη Ρήγα, ιδιοκτήτρια video club στα Βριλήσσια, «αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα κόψουν κάθε επαφή με το video club. Πολλοί έρχονται, όχι μόνο για να νοικιάσουν τίτλους για παιχνιδοκονσόλες, αλλά και για να ρωτήσουν σχετικά με κλασικές ταινίες. Πέρυσι νοίκιασα κάπου 10 φορές μόνο την Καζαμπλάνκα, πολλές από αυτές σε νέα παιδιά».
«Έχετε τον Αλαντίν;», τη ρωτά ένα ζεύγος τριαντάρηδων που μπαίνει στο κατάστημα.
«Δυστυχώς νοικιάστηκε».
«Το βιβλίο της ζούγκλας;»
«Επίσης, λυπάμαι»…
«Έχετε παιδιά;», τους ρωτάμε.
«Όχι, για μας είναι, μας αρέσουν πολύ. Αλλά καλύτερα που νοικιάστηκαν, αφού μάλλον θα τις δουν παιδιά».
*Θυμάμαι το φθαρμένο χαλί στο πάτωμα, ειδικά της εισόδου, την έντονη μυρωδιά νικοτίνης από τα τσιγάρα του ιδιοκτήτη, τόσο που όταν άνοιγες τις κασέτες στο σπίτι σου ερχόταν πάλι στη μύτη αφού είχε γίνει ένα με το πλαστικό. Θυμάμαι τον υπολογιστή με την πράσινη οθόνη που έτρεχε DOS και το βρώμικο κιτρινισμένο keyboard.
«Υπάρχουν ταινίες που δεν σταματούν ποτέ να νοικιάζονται;», ρωτούμε την κυρία Ρήγα. «Όλη η σειρά του Star Wars. Σταθερή αξία. Η κυκλοφορία της νέας ταινίας ήταν αφορμή για πολύ κόσμο να τις δει όλες».
Όσο για τις παρεξηγήσεις που σχετίζονται με τον τίτλο, η κυρία Ρήγα θυμάται πελάτη που ζήτησε τους «Πειρατές της Καραβαϊκής». Και μπορεί η ίδια να μη δυσκολεύτηκε να τον αντιληφθεί, αλλά ο Παναγιώτης Κουλουμπής χρειάστηκε λίγο περισσότερο χρόνο για να καταλάβει ότι το «Σκοτώστε το Βασίλη» που του ζητούσε επίμονα κάποιος είναι όχι μόνο υπαρκτό φιλμ αλλά και blockbuster.