Κάποτε ένας δράκος φύλαγε θησαυρούς στα σπλάχνα ενός σπηλαίου που ως σήμερα μοιάζει φτιαγμένο από χρυσό. Βρίσκεται δίπλα στη λίμνη Καστοριάς, η οποία κάθε φορά προσφέρει κάτι καινούργιο για να ανακαλύψεις. Ένας (ακόμα) γύρος θα σας πείσει!
Καστοριά είναι η λίμνη
Οι άνθρωποί της είναι μαθημένοι στις χαμηλές θερμοκρασίες, στο πηχτό σύννεφο που τους τυλίγει, στους αντικατοπτρισμούς και τις αντανακλάσεις, στα ακύμαντα νερά της Ορεστιάδας. Στους ψαράδες και τα διάσημα «καράβια» τους, στους πελεκάνους, τις πεταλούδες και τα ηλιόψαρα, στα παγκάκια και τις προβλήτες που υφαίνουν εκατομμύρια ζωγραφικούς πίνακες κάτω απ’ τα λυγερόκορμα δέντρα. Μετράνε τον χρόνο με την καταχνιά, πότε πέφτει, πότε σηκώνεται, πηγαίνουν με τα νερά της, διαβάζουν τον καιρό με τα πουλιά, με τα ψάρια.
«Η Καστοριά είναι μια χερσόνησος που έχει ανοίξει την αγκαλιά της σε όλο τον κόσμο» μας λέει ένας ψαράς που ξεψαρίζει πεταλούδες στη βόρεια παραλία. Από την κορυφή του λόφου Ψαλίδα τα λόγια του παίρνουν σάρκα και οστά. Η βόρεια και η νότια πλευρά ενώνονται στο στενό λαιμό της, το Βουνό ξεπροβάλλει στην πλάτη τους ακατοίκητο.
Εως τη δεκαετία του ’30 ο παραλίμνιος, 7χλμ. δρόμος που το κυκλώνει, δεν υπήρχε. Η συγκοινωνία γινόταν με βάρκες. Οι γεμιτζήδες (οι βαρκάρηδες) μετέφεραν κόσμο, ξύλα, εμπορεύματα, τα πάντα μ’ αυτές. Επιστρατεύονταν βεβαίως και τα «μοτόρια» που έκαναν τακτικά δρομολόγια απ’ το Μαυροχώρι και την Πολυκάρπη (τα απέναντι χωριά), ώσπου σιγά σιγά η χρησιμότητά τους περιορίστηκε.
Το ’33 η στάθμη της λίμνης ρυθμίστηκε, το ’53 ανακαλύφθηκε το Σπήλαιο του Δράκου, το 2010 άνοιξε τις πύλες του στα σωθικά του Βουνού. Αγκυροβόλησε κι αυτό δίπλα στην Παναγιά τη Μαυριώτισσα, το παρόχθιο μοναστήρι που στέκει στην ακρολιμνιά απ’ τον 11ο αι. Για πόσους να έχει ανοίξει η ξύλινη πόρτα του 1082 στο καθολικό της; Πόσα μάτια έχουν θαμπωθεί απ’ τον κατάγραφο Αγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, πόσα βλέμματα κλέβει ακόμα ο αιωνόβιος πλάτανος που «ξανάδωσε»;
Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, ο γύρος της λίμνης αποτελεί τη διασημότερη καστοριανή βόλτα. Το ίδιο αγαπητή από ντόπιους και ξένους, το ίδιο μαγευτική όσες φορές και αν την επιχειρήσεις – τελεία.
«Η» πρόταση για τους λάτρεις του λιμναίου κόσμου (και δη ενός κηρυγμένου Μνημείου Φυσικού Κάλλους από το 1974) είναι η βόλτα με το τουριστικό πλοιάριο Ορεστειάς, που διοργανώνει τον περίπλου της λίμνης. Αλλη ομορφιά το «από μέσα προς τα έξω», όχι;
Ιστορίες της λίμνης
Μια φορά κι έναν καιρό οι Καστοριανοί ψαράδες μαζεύτηκαν στην ανατολική πλευρά της λίμνης και έφτιαξαν οικισμό στην Κρεπενή. Κατά μία εκδοχή επειδή ήταν μαυριδεροί -όλη μέρα στη λίμνη κάτω απ’ τον ήλιο-, του έδωσαν το όνομα Μαυροχώρι (ή Μαύροβο). Η Μαυριώτισσα ήταν λέει, δικό τους δημιούργημα και για πολύ καιρό τη συντηρούσαν οι ίδιοι με τα καράβια τους, καθώς δεν υπήρχε δρόμος που να πηγαίνει ως εκεί.
Καλάμια από τη μια, βάλτοι από την άλλη, έπεσε αρρώστια στο χωριό, ώσπου ήρθε και «έδεσε» στο σημερινό του λιμάνι. Εγένετο λοιπόν Μαυροχώρι και Πολυκάρπη· τα σχεδόν «δίδυμα» και εκ γενετής ψαράδικα χωριά, 13 χλμ. από την Καστοριά. Τόσο κοντά, μα τόσο μακριά απ’ την πολυκοσμία, πλάθουν μια εικόνα απείρως διαφορετική από τα «αρχοντικά», καστοριανά στερεότυπα.
Εχει ιδιαιτερότητες ετούτη η πλευρά. Αυτή που άπαντες αποκαλούν «μεγάλο γύρο». Αναφέρονται στη Χλόη, στη Μεταμόρφωση με την ομώνυμη, ερειπωμένη εκκλησιά του 8ου αι., στη Φωτεινή με την έδρα των μήλων της ΓΕΟΚ, στο Δισπηλιό, με την αναπαράσταση του νεολιθικού, λιμναίου οικισμού όπου βρέθηκαν μερικά από τα παλαιότερα ίχνη ανθρώπινης κατοίκησης στην Ευρώπη!
Αγροτικά χωριά, καμπίσια ή γαντζωμένα στις πλαγιές του Βιτσίου, παραλίμνια και αμιγώς ψαράδικα. Ολα ανεξαιρέτως υπερηφανεύονται για τη στενή τους σχέση με τη λίμνη, την κοινή τους πορεία. Μαζί της μεγάλωσαν, έμαθαν να τη δουλεύουν, να τη σέβονται, να θρέφονται από αυτή.
«Μπάνια στα σπίτια μας δεν είχαμε όταν γεννηθήκαμε. Μας πήγαιναν οι μάνες μας στη λίμνη να κάνουμε μπάνιο», θυμάται ο Τάσος Καραμήτρος, ορκισμένος ψαράς απ’ την Πολυκάρπη, που η τρέλα που ‘χε από μικρό παιδί με τη λίμνη, του ‘μεινε… κουσούρι. «Καθαρή; Να βλέπεις τη μούρη σου κάτω, κρύσταλλο! Ερχόταν όλη η Καστοριά εδώ για μπάνιο. Μία ήταν η πλαζ, η ‘Σταρ Αρέκα’, ‘ξερό ποτάμι’ στα σλαβομακεδόνικα…».
Κουβέντα στην κουβέντα μαθαίνεις και για τις «πόρτες» που ρύθμισαν τη στάθμη της λίμνης, για την πλημμύρα που τους έκανε και φύγαν τόνοι ψάρια στον Αλιάκμονα, για τις καλαμιές που κάνουν λέει, μεγάλη ζημιά. Πως εξαιτίας τους η λίμνη «δεν ξεβράζει», πως παλιά οι χωριανοί είχαν βουβάλια που πατούσαν τις ρίζες και δεν τις άφηναν να μεγαλώσουν, μα τώρα οι οικολόγοι δεν τους αφήνουν να επέμβουν σε τίποτα…
Κακά τα ψέματα, μπορείς να γυροβολάς γύρω απ’ τη λίμνη για ώρες. Να τρως τούρνα στα κάρβουνα και να μην πιστεύεις πόση νοστιμιά μπορεί να έχει ένα λιμνίσιο ψάρι. Να στήνεις καρτέρι στους ψαράδες μπας και καταφέρεις να ρίξεις επιτέλους τον πεζόβολο, να ψάχνεις τον τελευταίο μάστορα των «καραβιών», να μάθεις το μυστικό πώς να μην βαΐζουν (πλαγιάζουν) οι βάρκες. Και να θες να μπεις στο καραβάκι Ορεστιάς για τον περίπλου με την πρώτη ευκαιρία!
Το σπήλαιο του Δράκου
Βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της πόλης της Καστοριάς, δίπλα στις όχθες της λίμνης και κοντά στο Μοναστήρι της Μαυριώτισσας. Σύμφωνα με τον θρύλο, οι κρύες στοές του σπηλαίου έκρυβαν χρυσάφι που το φύλαγε ένας δράκος, από το στόμα του οποίου έβγαιναν φλόγες και θανατηφόροι ατμοί.
Ο πρώτος βασιλιάς της Καστοριάς, ο Κάστωρ, θέλησε να δείξει τη σπηλιά στον αδελφό του, τον Πολυδεύκη και στον πεθερό του, ιερέα του Πάνα, Κέλι. Ομως έπρεπε πρώτα να εξοντωθεί ο δράκος και το εγχείρημα ανέλαβε ένας δυνατός νέος. Ακολούθησε άγρια πάλη. Ο νέος κατάφερε να σκοτώσει τον δράκο με το κοντάρι του και να τον ρίξει νεκρό στα νερά της σπηλιάς.
Αφού ευχαρίστησε τον Πάνα ο βασιλιάς με τους συγγενείς του μπήκαν στην σπηλιά και θαύμασαν την ομορφιά της. Κάποια στιγμή, ενώ περνούσαν από ένα στένωμα, έσβησαν οι δαυλοί τους και τους τύλιξε το σκοτάδι. Τότε άκουσαν μια απόκοσμη φωνή να τους λέει: «Εκείνος που θα σκύψει να πάρει μια φούχτα λάσπης που πατάει θα το μετανιώσει, αλλά και εκείνος που δεν θα πάρει πάλι θα το μετανιώσει». Οι πιο θαρραλέοι έσκυψαν και μάζεψαν λάσπη. Οταν βγήκαν από τη σπηλιά, διαπίστωσαν ότι ήταν χρυσόσκονη.
Η ύπαρξη του σπηλαίου δεν ήταν γνωστή πριν τα νεώτερα χρόνια. Πιθανολογείται ότι το σπήλαιο δεν ήταν ορατό, είτε λόγω των προσχώσεων, είτε λόγω της δύσβατης διαδρομής. Ολα άρχισαν όταν Καστοριανοί ερασιτέχνες εξερευνητές, ήδη από τη δεκαετία του ’40, πρωτοανακάλυψαν και περιέγραψαν το απαράμιλλης ομορφιάς σπήλαιο και έριξαν την πρώτη ιδέα για την αξιοποίησή του.
Σε μια εξερευνητική αποστολή της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας μάλιστα, το 1963, βρέθηκαν στην αρχή της μεγαλύτερης αίθουσας οστά της αρκούδας των σπηλαίων (Ursus spelaeus), ενός γιγάντιου συγγενή της καφέ αρκούδας που έζησε στην Ευρώπη από 10.000 έως 100.000 χρόνια πριν.
Στο εσωτερικό του σπηλαίου υπάρχουν 10 μεγάλες αίθουσες, 7 υπόγειες λίμνες και 5 σήραγγες, ενώ ο σταλακτικός διάκοσμος είναι εντυπωσιακός. Η μεγαλύτερη αίθουσα έχει διαστάσεις 45 επί 17 μέτρα, με το κεντρικό της τμήμα υπερυψωμένο και τις πλευρές της να καταλήγουν ομαλά σε λίμνες.
Οι λίμνες επικοινωνούν μεταξύ τους με υποβρύχια περάσματα, κάποια από τα οποία είναι προσπελάσιμα με σπηλαιοκατάδυση και οδηγούν σε πολύ όμορφα τμήματα με σταλακτίτες. Το νερό της σπηλιάς βέβαια, που θολώνει γρήγορα, δυσκολεύει ιδιαίτερα το πέρασμα των υποβρύχιων τμημάτων. Σήμερα το σπήλαιο έχει αξιοποιηθεί τουριστικά και οι επισκέπτες μπορούν να θαυμάσουν τις ομορφιές του σε 300 μέτρα διαδρομής.
Πληροφορίες: τηλ: 24670 26777, 24670 29630, 6957 591303,www.spilaiodrakoukast.gr, [email protected]
Ανοιχτό Δευτέρα-Κυριακή και αργίες: Θερινό ωράριο 10:00 – 18:00, Χειμερινό ωράριο 9:00 – 17:00