Κατά την μακρά περίοδο της τουρκοκρατίας, πολλοί άνδρες του Γέρμα ξενιτεύονταν κι εργάζονταν σκληρά στην “Ανατολή”, στην Κωνσταντινούπολη και τη Μικρά Ασία. Μερικοί απ’ αυτούς “καζαντούσαν (: κέρδιζαν)” εκεί αρκετά χρήματα, δηλαδή “λίρες με (ν)ουρά” και χρυσά φλουριά. Όταν επέστρεφαν στο χωριό τους, μετέφερναν σ’ αυτό και τα χρήματά τους και τα έκρυβαν στο σπίτι τους ή τα παράχωναν σε κάποιο “σ(η)μαδιακό χωράφι”, για να μην τα βρουν και τα πάρουν οι ληστές της περιοχής.
Εάν κάποιος απ’ τους “καζαντζμένους” πέθαινε ξαφνικά, ο θησαυρός του έμενε ξεχασμένος και θαμμένος στη γη, μέχρι την ώρα που θα τον ανακάλυπτε τυχαίως ένας άλλος Γερμανιώτης. Όταν συνέβαινε αυτό, ο άνθρωπος που τον είχε βρει επέστρεφε αμέσως στο χωριό του και αφού παρέκαμπτε την οικία του, τριγύριζε σε όλους τους δρόμους του οικισμού φωνάζοντας δυνατά και διαλαλώντας, “βρήκα βρεσίδια (: πολύτιμα αντικείμενα)”, “βρήκα βρεσίδια”.
Το σπίτι του ο τυχερός το επισκεπτόταν τελευταίο, διότι υπήρχε η λαϊκή δοξασία, πως αν συναντούσε ένα άτομο της οικογένειάς του πριν την κοινοποίηση στο χωριό των ευρημάτων του, το άτομο αυτό θα πέθαινε αμέσως.
Η περιγραφόμενη διαδικασία κοινοποίησης της ανεύρεσης θησαυρού είχε γίνει αρκετές φορές στον Γέρμα κατά το μακραίωνο παρελθόν κι έως το έτος 1900 περίπου, σύμφωνα με τις σχετικές διηγήσεις παλαιών κατοίκων του χωριού.
(Γιώργος Τ. Αλεξίου)
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
“Η σελήνη”. Ποίημα του Χόρχε Λουίς Μπόρχες.
Τόση και τόση μοναξιά σε τούτο το χρυσάφι.
Η σελήνη της νύχτας δεν είναι η σελήνη
που είδε ο Αδάμ. Οι μεγάλοι αιώνες
της ανθρώπινης αγρύπνιας την έχουν πλημμυρίσει
σε πανάρχαιο θρήνο. Κοίτα την: Ο καθρέφτης σου είναι.
Η βυζαντινή αρχόντισσα της Καστοριάς Άννα Ραδηνή,
στολισμένη με πάμπολλα χρυσά κοσμήματα. 11ος αιών.