Της Ντίνας Αγράμπελη
Θα γράψω κάποτε ένα παραμύθι για τα Ραγκουτσάρια. Θα λέει για παρέες και μουσικούς του δρόμου, για αρχαία έθιμα και θυσίες. Για τους ανθρώπους που μεταμορφώνονται σε θεούς αφού πρώτα ντυθούν δαίμονες. Για μια πόλη που μεταφέρει ανάμεσα στους αιώνες την ιστορία του τριημέρου ετούτου, ντύνεται πόρνη μαζί και αρχόντισσα και ξεχύνεται στους δρόμους με μια ορμή ακατανίκητη που δεν είναι μόνο κέφι αλλά και λύτρωση.
Θα είναι δικό μου το παραμύθι γι’ αυτό και θα λέει για το πώς η καρδιά χοροπηδάει με το που ακούει το κλαρίνο του «Ινδιάνου» Γιάννη Τούνη, ενός μουσικού που ανήκει πια στην ιστορία του Καστοριανού καρναβαλιού, με την πιο ουσιαστική έννοια που αυτή η λέξη υποδηλώνει.
Εικοσιπέντε χρόνια μαζί του, με κείνον και την ορχήστρα του, τον άνθρωπο με την εξαιρετικής ποιότητας κιμπαροσύνη, τέτοια που θα την ζήλευαν αριστοκράτες, ανεβοκατεβαίνουμε το Τσαρσί, μπαίνουμε στα στενά της πόλης, ξεσηκώνουμε τους διστακτικούς φτάνοντας με τους ήχους του κεφιού μέσα στο σπίτι τους, χορεύουμε, πίνουμε από το ίδιο τσίπουρο και το ίδιο μπουκάλι, χάνουμε τον εαυτό μας για να τον ξαναβρούμε καινούργιο, ξαπλώνουμε στην άσφαλτο και ρίχνουμε ματιές στον ουρανό, γελάμε δυνατά και τους αγαπάμε όλους, παρασύρουμε τους ξένους στο μπουλούκι και τους κάνουμε δικούς μας, σώμα της ίδιας παρέας χωρίς τίποτα να μετράμε παρά μόνο αυτό, αυτό το θεϊκό κάτι, που ρέει, στις αρτηρίες μας μαζί με το αίμα, στο κεφάλι μαζί με τις σκέψεις, στην ψυχή μας την ίδια.
Θα λέει για το ευλογημένο σπίτι της Μ, ορμητήριο και καταφύγιο, φιλόξενη φωλιά, ιδανική για την προετοιμασία και το ντύσιμο με τα καρναβαλίστικα, τα γέλια και τις κεφάτες φωνές, το τσίπουρο του Τσιάρα και το βραστό σούπα, το παστέλι με σουσάμι, το τρομερό της γαλακτομπούρεκό και το δυνατό της γέλιο, ένα γέλιο ξεσηκωτικό που απλώνεται σαν κύμα, κατακλύζει τον χώρο, και τον γεμίζει κέφι.
Ευχή : o θεός των Ραγκουτσαριών να μας έχει καλά, «πάντα να ανταμώνουμε και να ξεφαντώνουμε» , ξέρει καλά τι λέει εκείνος ο ποιητής που εμπνεύστηκε τούτον εδώ τον υπέροχο στίχο..