Όπως στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας έτσι και στο Νεστόριο ο Αγιασμός γίνονταν για πρώτη φορά σύμφωνα με τη θρησκευτική παράδοση την παραμονή των Θεοφανίων στις Εκκλησίες και του Άνω και του Κάτω Νεστορίου. Στους Ιερούς ναούς ψάλλονταν η ακολουθία των «Μεγάλων Ωρών» και κατόπιν ελάμβανε χώρα ο « Αγιασμός» που την ημέρα αυτή τελείται μέσα στον ναό.
Ο πρώτος αυτός Αγιασμός, λέγεται «μικρός Αγιασμός» ή «Πρωτάγιαση» ή Φώτιση». Μετά την τέλεση του Αγιασμού οι πιστοί έπαιρναν Αγιασμό και τον μετέφεραν στο σπίτι και έπιναν όλα τα μέλη της οικογένειας.Με τον Αγιασμό καθάριζαν τις εικόνες στο εικονοστάσι και οι κοπέλες ράντιζαν τον γοίκο ή γιούκο με τα προικιά τους,και οι μεγάλοι ράντιζαν τα βαρέλια με τα κρασιά και τα τουρσιά στα υπόγεια των σπιτιών τους και τέλος τους κήπους, τα αμπέλια και τα χωράφια για να τους χαρίσουν άφθονο τον καρπό τους και να είναι πλούσια η σοδειά.
Ο ιερέας επίσης κρατώντας ένα μικρό κακαβάκι με Αγιασμό, το Σταυρό και ένα κλωνί ξηρό βασιλικό γύριζε όλα τα σπίτια του χωριού και «αγίαζε» ή «φώτιζε» (ράντιζε) τους ενοίκους και τους χώρους των σπιτιών.Όλοι νήστευαν τη μέρα αυτή και περίμεναν τον ιερέα να φέρει τον Αγιασμό και να τους ευλογήσει.
Ένα παμπάλαιο έθιμο που έχει να κάνει με τη νηστεία της ημέρας είναι το εξής, όπως μου το διηγήθηκε ο παππούς μου Αλέξανδρος Πούνης.Η παραμονή των Φώτων ήταν μέρα νηστείας που την κρατάγανε όλοι.Δεν τρώγανε ούτε λάδι.Το βραδινό τους φαγητό ήταν οι πιτούλκες, δηλ. λαγκίδες ψημένες στην πλάκα(Σήμερα θα τις αποκαλούσαμε κρέπες).
Οι γυναίκες ανακάτευαν αλεύρι, αλάτι και χλιαρό νερό και ετοίμαζαν έναν παχύρρευστο χυλό.Άναβαν φωτιά στο τζάκι, έβαζαν την πυροστιά και από πάνω μια πλάκα διαλεγμένη για το σκοπό αυτό, ώστε να αντέχει στη φωτιά και να μη σπάει. Όταν η πλάκα καίγονταν την σκούπιζαν καλά για να είναι καθαρή και με το κουτάλι έρριχναν επάνω και άπλωναν με κυκλικές κινήσεις τον χυλό.Περίμεναν να ψηθεί από τη μιά, την γύριζαν με το ξύστρο και από την άλλη και καλοψημένες τις έβαζαν μέσα με πανέρι στρωμένο με καθαρό πανί και τις σκέπαζαν.
Όταν τελείωναν το ψήσιμο ετοίμαζαν ένα είδος «σιρόπι» με χλιαρό νερό και κοπανισμένα καρύδια που τα έβραζαν για λίγη ώρα και μέσα βουτούσαν μία μία τις λαγγίδες για να βραχούν και να μαλακώσουν.Βγάζοντάς τες τις έβαζαν μέσα σε καθαρό ταψί τη μία πάνω στην άλλη σαν σε θημωνιά.Στο τέλος έμπηγαν μέσα στις λαγκίδες ένα κουτάλι.
Ο τρόπος που τις έτρωγαν ήταν διασκεδαστικός.Πάνω στον χαμηλό σοφρά έβαζαν το ταψί και κάθονταν όλοι γύρω γύρω. Ο καθένας έπαιρνε με τη σειρά του από μία πιτούλκα προσεκτικά χωρίς να κουνήσει το κουτάλι.Σε όποιου όμως την πιτούλκα έμενε το κουτάλι αυτός θα ήταν ο αλωνιστής της χρονιάς.»
Την επομένη, ανήμερα των Θεοφανίων, στο Νεστόριο ήταν τα παλαιότερα χρόνια «Μονοκκλησιά», δηλ. τα Φώτα γιορτάζονταν πάντα μόνο στο Κάτω Νεστόριο και η λειτουργία γινόταν στην Εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, που βρίσκεται στον Κάτω Μαχαλά, δίπλα στον Αλιάκμονα. Η μέρα ξεκινούσε με τον εκκλησιασμό των πιστών. Οι γυναίκες και οι νέες κοπέλες πήγαιναν στην εκκλησία κρατώντας από μία κανάτα μέσα στην οποία υπήρχαν καρύδια και ένα κλωνάρι ξηρός βασιλικός.
Μετά τη θεία λειτουργία που τελούνταν εντός του Ναού,σχηματίζονταν πομπή: πρώτα πήγαιναν τα Εξαπτέρυγα, μετά ο ιερέας και οι ψάλτες και κατόπι με όλον τον κόσμο να ακολουθεί κατέβαιναν, παρά τα χιόνια και τους πάγους, στη γέφυρα του ποταμού για την αναπαράσταση της Βάπτισης του θεανθρώπου.Ο Ιερέας οι ψάλτες και τα εξαπτέρυγα στέκονταν στη μέση της γέφυρας. Ο κόσμος έπιανε τις όχθες του ποταμού ή ανέβαινε ο καθένας όπου εύρισκε, για να μπορεί να βλέπει την κατάδυση και το πιάσιμο του Σταυρού.
Μετά τις σχετικές ευχές ο ιερέας έρριχνε στα ορμητικά και παγωμένα νερά του Αλιάκμονα τον Σταυρό, μέσα σε ένα μαγευτικά κάτασπρο, όσο και παγωμένο τοπίο.Γιατί τις περισσότερες χρονιές ο καιρός ήταν βαρύς, χειμωνιάτικος.Το χιόνι έφτανε και το ένα μέτρο, ενώ από τη γέφυρα και τα παραποτάμια δέντρα κρέμονταν κρύσταλλα και πάγοι. Παρά ταύτα κάποιοι νέοι, τολμηροί και αποφασισμένοι, αψηφώντας το κρύο έπεφταν στα αφρίζοντα νερά για να πιάσουν τον Σταυρό. Ο τυχερός που κατάφερνε να τον πιάσει, αφού τον ασπάζονταν, τον παρέδιδε στον ιερέα για να τον ασπαστούν οι πιστοί.Εκείνος που θα έπιανε πρώτος τον σταυρό θεωρούνταν και θεωρείται τυχερός και ευλογημένος και θα είχε την ευλογία και υγεία όλον τον χρόνο.Στη συνέχεια μαζί με τους άλλους νέους τον περιέφεραν σε όλα τα σπίτια του χωριού και συγκέντρωναν χρήματα που τα πρόσφεραν οι πιστοί.
Οι γυναίκες μετά την Εκκλησία επέστρεφαν στα σπίτια τους μεταφέροντας στις κανάτες τους αγιασμένο νερό του ποταμού και άδειαζαν το περιεχόμενό τους -αγιασμό, καρύδια και βασιλικό – μέσα σε ένα βαθύ πήλινο ή μεταλλικό σκεύος.Πριν από το φαγητό, κάθε ένα μέλος της οικογένειας έσπαζε ένα καρύδι για να δει την πορεία της υγείας του.Αν το καρύδι ήταν γερό, σήμαινε ότι θα ήταν όλο τον χρόνο υγιής, αν όχι, ότι θα τον εύρισκαν αρρώστιες.
Με τον Αγιασμό της μέρας επίσης έβρεχαν τα εργαλεία τους οι μαστόροι και οι θεριστές. Σφυριά, σκεπάρνια, καλέμια μαζί με τα δρεπάνια τα έβαζαν σε μεγάλη σκάφη και τα άφηναν μέσα για λίγη ώρα.Επίσης πήγαιναν στις βρύσες του χωριού και γέμιζαν τα γκιούμια, τις μπούκλες και τις στάμνες με το αγιασμένο νερό.
Το βράδυ των Φώτων και στο Καφενείο του Γρουγιάννη γινόταν το γλέντι των γερόντων που διατηρήθηκε μέχρι τα τελευταία χρόνια.Σε αυτό μετείχαν μόνο οι ηλικιωμένοι που διατηρούσαν το δικαίωμα στη χαρά, στη διασκέδαση και στο ξεφάντωμα.