«Δεν μπορώ να σε βοηθήσω με φάρμακα μου λέει η κυρία Β., πες την αλήθεια, τι θέλεις απ’αυτό τον άνθρωπο. Θέλω να ξυπνάει πλάι μου κι ως την τελευταία μέρα της ζωής μου να τον φροντίζω. Θέλω να πεθάνω πρώτη εγώ. Θέλω ένα σημάδι ότι με σκέφτεται και μετά να κοιμηθώ έναν ήσυχο ύπνο.»
«Κι ό,τι αξίζει στον άνθρωπο είναι να ζήσει έστω και μια φορά στη ζωή του μια ιστορία της προκοπής.»
«Μετράει πολύ να κλέψεις ώρες, να εξεύρεις χρόνο για να στήσεις την τελετή σου. Κι αυτά δεν είναι τυπικά, οι τελετές έχουν κι αυτές την πρακτική τους. Αλλιώς δεν γίνεται.
Ο Μπαρτ το λέει καλύτερα: Σε κάθετί που φτιάχνεις για τον άλλο, σε κάθε τελετή που στήνεις περιμένοντάς τον, μετατίθεσαι ολόκληρος εντός της. Μέσα απ’αυτή χαράζεις το Όλον σου. Αναλογίζεσαι αν το φαγητό που έφτιαξες, το αντικείμενο που έδωσες θα ευχαριστήσει ή θα απογοητεύσει, και ακόμα φοβάσαι αν η κίνησή σου φανεί σαν κάτι δεσμευτικό και σπουδαίο στα μάτια του άλλου, αν πάρει τη μορφή μιας Επίσημης Δήλωσης.
Έτσι, στον έρωτα τελετές αδύνατον να μην υπάρχουν.
Φτιάχνεις κάτι, κάνεις κάτι για τον άλλο, γιατί: Για να σου χαρίσει ο άλλος το γεγονός πως το δέχεται, πως το παίρνει. Η κίνηση, το αντικείμενο, η ίδια η «γιορτή» απορροφάται μέσα στη χειρονομία τού να απευθύνεται.
Δεν είσαι υποχρεωμένος να κάνεις τίποτα για τον άλλον, όμως είναι αδύνατον να αγαπάς τον άλλον και να μη θέλεις να κάνεις τα πάντα γι’αυτόν, όσα μπορείς.»
(σελ. 56-57)
* * *
«Εύχομαι να μην επιδείξεις κανένα απολύτως ταλέντο ζωής αυτές τις μέρες και γενικά χωρίς εμένα να βασανίζεσαι φρικτά, να παθαίνεις στέρηση, να σου λείπω κτηνωδώς, ν΄ακους τραγούδια (εκμετάλευση συναισθήματος, χε χε) και να μην παρηγοριέσαι, να με βλέπεις μπροστά σου συνέχεια, να κοιτάς την Μπάσιντζερ και να διαπράττεις το ανόσιο έργο να συγκρίνεις το στ’ομα της με το δικό μου (!), να κοιμάσαι ξερός, για να μη με σκέφτεσαι, και να με βλέπεις στον ύπνο σου και να ξυπνάς απαρηγόρητος.
Αυτά όλα θέλω να τα παθαίνεις, το θέλω μ’ όλη μου την ψυχή, για να μάθεις.»
(σελ. 120)
* * *
«…Και για να καταλάβεις τη σχέση μου με το δέρμα σου και με τη μυρωδιά σου: κοιμάμαι δυο μήνες και δέκα μέρες πάνω στο ίδιο σεντόνι και με το ηλίθιο πούρο σου δίπλα μου να βρομάει φρικτά.
Κι αυτή η φορά ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου, αλλα κι η πρώτη μαζί σου, που η στέρηση είχε σώμα.
Αυτό το έγκλημα το έχεις μηχανευτεί ολόκληρο, από την αρχή ως το τέλος, για να την πατήσω εκεί που δεν την πάτησα ποτέ, να μην μπορώ να με ξαναγγίξει άνθρωπος, και να ξέρω πως, ακόμα κι αν είχαμε χωρίσει οριστικά, ακόμα κι αν κατάφερνα μετά από καιρό να καλυφθώ στοιχειωδώς (γαλήνια ιστορία και τα ρέστα) στο συναισθηματικό μέρος από έναν άνθρωπο, θα ΄πρεπε να πάθει το σώμα μου αμνησία για να μπορέσω να τον αγγίξω χωρίς να βγάλω όλα τα Bloody Mary από πάνω του.
Και όλο αυτό μου το έχεις στερήσει μεθοδικότατα, δεν ξέρω πως και με ποιους τρόπους, για να μην μπορέσω να ‘εχω στη ζωή μου ποτέ πια παρά μόνο μια θλιβερή ερωτική ζωή, δηλαδή καλύτερα καθόλου (από θλιβερή).
Αν ήσουν γυναίκα και σάγαπούσα, θα τραβούσα του λιναριού τα πάθη μαζί σου γιατί είσαι έγκλημα και τώρα τα έχω δει όλα καθαρά. Κι αν ήμουν άντρας, θα σε κλείδωνα μέσα φεύγοντας και δεν θα πήγαινες ούτε μέχρι το περίπετρο για τσιγάρα, εγώ θα σ΄τα ‘φερνα κι αυτά γιατί θα ήσουν επικίνδυνη.
Νόμιζα πως φερόσουν αθώα και καθόμουν και σου ‘λεγα ηλιθιότητες του στυλ «Σε καψουρεύεται ο κόσμος» αντί για το σωστό, που είναι: «Κάνεις τα πάντα για να τους καψουρέψεις». Και μόνο η δαιμονισμένη σου κίνηση – ο τρόπος που περιφέρεις το σώμα σου, αργά και ράθυμα και ωστική δύναμη το κρανίο και το χέρι στο μέτωπο, είναι όλος ένα οργανωμένο έγκλημα, φωνάζει «Πάρτε με».
Είδες πόσα πράγματα γίνοναται διάφανα με τον καιρό; Σκέψου, να’σουν και νάρκισσος τι είχαμε να πάθουμε.
Παρ’ όλα αυτά αυτό που κάνεις με το σώμα σου είναι μεγάλη τσογλανιά γιατί το κάνεις παντού, προκαλείς επίτηδες, διότι βέβαια γουστάρεις να προκαλείς ακόμα και τις φόλες που δεν γουστάρεις, προκαλείς για να δεις στα μάτια τους πως σε θέλουν και μετά να τις απορρίψεις. Κι όλη μου η λύσσα ζήλιας δεν ήταν μην πας με καμιά, αλλά που το περιφέρεις αυτό το σώμα και με τι τρόπους το εκθέτεις σε βλέμματα.
Αν ήσουν γυναίκα θα σου ‘βαζα τσαντόρ.
Κι όταν μ’ έπιανε αυτή η λύσσα από στέρηση, που μου’χεις κάψει οριστικά την ερωτική μου ζωή (και μ’αρέσει, δε λέω) και βέβαια βρέθηκα στα καλά καθούμενα να εξαρτιέμαι από σένα, ξέρεις ποια ήταν η καλύτερή μου;
Να σε σκέφτομαι γέρο και ανήμπορο σε μια πολυθρόνα, σ’ ένα μέρος που θα είναι απομονωμένο, κι όταν θέλεις κάτι άλλο σε θηλυκό, θα είναι μόνο κατσίκα – και να μου ζητάς -λέει- κανένα «Playboy», κι αν θέλω, να σ’το φέρνω.
Έχεις κάνει εγκλήματα και πρέπει να πληρώσεις.
Όπως θα έχεις ήδη καταλάβει, η λέξη «γουρουνιά» μπήκε στη ζωή μου ακριβώς την ώρα της συνειδητοποίησης.
…Αλλά το βιασμό στο Μαρακές τον γλίτωσες παρά τρίχα.
Κι όταν με βλέπεις θυμωμένη, να ξέρεις πως σ’αγαπάω και πεθαίνω από ζήλια. διάβασα το ωροσκόπιό σου στη Γ. που λέει για καινούργιες γνωριμίς και ήμουν σε κακό χάλι για δυο μέρες.
Σε λατρεύω -εσένα κι όλη την Ανέφελη Κόλαση, που μόνο εσύ ξέρεις να φτιάχνεις τόσο ωραία.
Διότι δεν υπάρχει αμφιβολία πως περί Κόλασεως πρόκειται.»
(σελ. 185-187)
Διονύσης Χαριτόπουλος «Ο άνεμος κουβάρι» (αποσπάσματα)
Εκδόσεις Ελληνικά γράμματα
Η φωνή της ερωτευμένης Μαλβίνας μέσα από τα αυθεντικά γράμματα που έγραφε στον αγαπημένο της.
Ήταν διάσημη, λαμπερή και ανεξάρτητη, αλλά όταν ερωτεύτηκε αληθινά, ήθελε όλοι να το μάθουν: «Είμαι πάνω απ’ όλους και κάτω από αυτόν», δήλωνε προκλητικά στην τηλεοπτική εκπομπή της, εξοργίζοντας τις φεμινίστριες που την είχαν είδωλο.
Η Μαλβίνα τού έγραφε όπως ανέπνεε.
Γρήγορα, ασθματικά, χωρίς διακοπές, δεύτερη σκέψη ή επαναδιατύπωση των νοημάτων.
Αυτές οι εκπληκτικές επιστολές της καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος του βιβλίου προκειμένου να διασωθούν στο χρόνο, γιατί είναι ίσως ό,τι καλύτερο έχει γραφτεί στην ερωτική επιστολογραφία.
Ένας πραγματικός θησαυρός των συναισθημάτων που μπορεί να νιώσει μια ερωτευμένη γυναίκα.
Όταν αυτή αρρωσταίνει από καρκίνο και φεύγει νωρίς από τη ζωή, αυτός συνθέτει με τις επιστολές της, αυτό το βιβλίο-αφιέρωμα σε εκείνη που του το είχε ζητήσει. Γιατί το πραγματικά μεγάλο της όνειρο ήταν να γίνει ηρωίδα μυθιστορήματος.
«Ήρθες σαν τσεκούρι…»
«Δεν θέλω αλήθεια, μαγεία θέλω»,
έλεγε η Μαλβίνα κι έπνιγε με εκατοντάδες επιστολές τον Δ. Χαριτόπουλο..
Επιμέλεια: Ελένη Λαυρεντάκη