Μετά το 1904 οι Βούλγαροι εξαπέλυσαν έναν άγριο πόλεμο εναντίον των δασκάλων και των Ελλήνων κληρικών. Με την εξόντωσή τους, αλλά και με το κλείσιμο των ελληνικών σχολείων από τη μια μεριά και με την ίδρυση βουλγαρικών σχολείων και εκκλησιών, στελεχωμένων με δασκάλους και κληρικούς από την άλλη μεριά, σιγά σιγά και με την πάροδο του χρόνου, η Μακεδονία θα άλλαζε εθνολογικά και μ’ αυτόν τον τρόπο θα γινόταν βουλγαρική.
Στο Κεφαλάρι της Καστοριάς υπηρετούσε στο Δημοτικό Σχολείο ο Βασίλειος Μαλεγκάνος. Είχε γεννηθεί το 1885 στην Καστοριά από καλούς γονείς, το Θωμά και τη Μαρία, οι οποίοι ήταν οικονομικά ευκατάστατοι.
Τέλειωσε το Δημοτικό Σχολείο και μετά πήγε στο μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων Μελισσοτόπου, για να συνεχίσει τις σπουδές του εκεί, διότι υπήρχε μια Σχολή που κατάρτιζε νέους για δασκάλους.
Ο μικρός Μαλεγκάνος είχε αγαπήσει το μοναστικό βίο και θέλησε να καρεί μοναχός, αλλά οι γονείς του αντέδρασαν κι έτσι, με τις ευλογίες του τότε Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη, διορίστηκε διδάσκαλος στο Κεφαλάρι.
Εκεί εργάστηκε δυο χρόνια. Είχε γίνει 20 χρονών κι ήταν μεγάλη η αγάπη του στα γράμματα κι ο ζήλος του να μαθαίνει στα Ελληνόπαιδα του χωριού το Αλφαβητάριο, ώστε, όταν θα τέλειωναν το σχολείο, θ’ αποκτούσαν κάποια στοιχειώδη μόρφωση.
Οι κάτοικοι του χωριού τον αγαπούσαν και τον εκτιμούσαν πολύ.
Ο παπάς του χωριού είχε μια κόρη που ήθελε να την δώσει για γυναίκα στο νεαρό δάσκαλο, αλλά κι ο Μαλεγκάνος αγάπησε την κόρη του παπά. Κάθε τόσο πήγαινε στο σπίτι της νέας και σχεδόν είχαν αποφασίσει να κάνουν αρραβώνα.
15 Φεβρουαρίου 1905, ημέρα Δευτέρα, Καθαρά Δευτέρα των Νηστειών· ο Μαλεγκάνος πήγε στ’ αμπέλι τους με τους εργάτες για να σκάψουν και, σαν νύχτωσε, πριν από το ηλιοβασίλεμα, οι εργάτες πήγαν στα σπίτια τους κι ο δάσκαλος στο Κεφαλάρι, για να κανονίσει με τον παπά του χωριού για τον αρραβώνα. Πήγε στο Κεφαλάρι, τον υποδέχτηκαν στενοχωρημένοι σαν τον είδαν. Τον κέρασαν τσίπουρο, δε μίλησε, ξάπλωσε στο κρεβάτι για να ξεκουραστεί από τη βαριά δουλειά στο αμπέλι. Κάτι όμως δεν πήγαινε καλά· είδε κρύα πράγματα, αλλά δε ρώτησε. Την εποχή εκείνη στην περιοχή Κορεστίων δρούσαν οι βοεβόδες Τσακαλάρωφ και Μητροβλάχο με πολυπληθείς συμμορίες κομιτατζήδων.
Ο Βασίλειος Τσακαλάρος, όπως ήταν το επώνυμό του, ήταν Έλληνας δάσκαλος κι είχε σπουδάσει σε ελληνικά σχολεία, αλλά πουλήθηκε στους Βουλγάρους για καλύτερο μισθό, αφού μετεκπαιδεύτηκε στη Σόφια και οργανώθηκε στο βουλγάρικο κομιτάτο· ήρθε στην Καστοριά, στα Κορέστια, κι έγινε αρχηγός (βοεβόδας) κι άρχισε τον αγώνα του κατά των Ελλήνων, αφού στρατολόγησε πολλούς κομιτατζήδες.
Μια μέρα ο Τσακαλάρωφ –έτσι έκανε το επίθετό του- αντάμωσε το δάσκαλο Βασίλειο Μαλεγκάνο και του πρότεινε να γίνει Βούλγαρος δάσκαλος, αλλά ο Μαλεγκάνος αρνήθηκε, δίχως να φοβηθεί, τον οπλισμένο Τσακαλάρωφ.
-Σκέψου και περιμένω απάντηση, είπε ο Τσακαλάρωφ, είναι κρίμα να χάσεις τα νιάτα σου, σκέψου καλά.
-Όχι, δε γίνεται αυτό, Βασίλη Τσακαλάρωφ, οι δρόμοι μας είναι διαφορετικοί, εσύ πήρες το δρόμο σου κι εγώ το δικό μου. Γύρισε στο ελληνικό σχολείο, Βασίλη, θα μεσιτέψω στο Μητροπολίτη.
-Μαλεγκάνο, απάντησε ο Τσακαλάρωφ, έτσι που σκέφτεσαι, θα φας το κεφάλι σου. Είναι κρίμα σου λέγω, έλα στο βουλγαρικό, γιατί αλλιώς…
Και σταμάτησε. Χώρισαν και πήρε ο καθένας το δρόμο του.
Ο Τσακαλάρωφ, αφού μάταια περίμενε τον Μαλεγκάνο, αποφάσισε να τον δολοφονήσει κι έτσι την Καθαρά Δευτέρα, πριν πάει ο Μαλεγκάνος στο σπίτι του μέλλοντα πεθερού του, στο σπίτι του παπά.
-Μη μιλήσεις. Σε λίγο θα έρθει ο Μαλεγκάνος. Αν βγεις και τον υποδεχτείς, θα κάψω το σπίτι σου και θα σας σκοτώσω όλους.
Ο παπάς βρέθηκε σε δύσκολη κατάσταση. Δεν ήξερε τι να κάνει. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Ο Τσακαλάρωφ όμως, καλού κακού, έκλεισε στην κάμαρη όλη την οικογένεια, για να μη φύγει κάποιος απ’ αυτούς και ειδοποιήσει το δάσκαλο. Στην άλλη κάμαρη έμεινε με τους συντρόφους του και περίμενε, αφού έκανε σύσταση στον παπά να υποδεχτεί το δάσκαλο μέσα και να τον κεράσουν δίχως να δείχνουν τη στεναχώρια τους.
-Κατάλαβες, παπά;
-Ναι, απάντησε ξερά ο παπάς και σώπασε.
Δύσκολες στιγμές, τι να αποφάσιζε; Να σωθεί ο δάσκαλος ή η οικογένειά του; Δίλημμα τρομερό, ο φόβος κι η αγάπη για την οικογένειά του υπερίσχυσαν κι έτσι περίμεναν το μοιραίο.
Μόλις ξάπλωσε ο δάσκαλος ανύποπτος, ξαφνικά άνοιξε η πόρτα κι όρμησαν οι κομιτατζήδες, τον άρπαξαν και τον οδήγησαν στο Αλώνι, όπου τον έδεσαν στο στύλο που βρίσκεται στο κέντρο.
-Λέγε, Μαλεγκάνο, θα γίνεις Βούλγαρος; Ρώτησε άγρια ο αρχικομιτατζής.
-Όχι, φώναξε με θάρρος ο δάσκαλος, προτιμώ το θάνατο.
Στο άκουσμα της άρνησης οι κομιτατζήδες άρχισαν να τον τρυπούν με τα μαχαίρια τους και τις ξιφολόγχες. Τον χτυπούσαν με τέτοια μανία που οι μαχαιριές πέφτανε βροχή· 99 μαχαιριές μέτρησε ο ιατροδικαστής.
Σαν τον αποτέλειωσαν κι ο Εθνομάρτυρας δάσκαλος παρέδωσε την αγία ψυχή του, οι βάρβαροι τον πήραν και τον πήγαν στ’ αμπέλι του κοντά στον Απόσκεπο, κάτω απ’ το χωριό προς την Καστοριά.
Ο πατέρας του δασκάλου, σαν πέρασε η ώρα, ανησύχησε κι αφού καβάλησε τ’ άλογό του πήγε στο αμπέλι για να δει τι έγινε ο γιος του. Όταν έφτασε, είδε το γιο του ξαπλωμένο στην είσοδο του αμπελιού, κατέβηκε και, μόλις είδε το γιο του σκοτωμένο, λιποθύμησε. Όταν συνήλθε, έβαλε τις φωνές. Τότε τ’ άλογο τρόμαξε και γύρισε στην Καστοριά.
Οι δικοί του, σαν το είδαν, ανησύχησαν κι αμέσως με τους γείτονές τους πήγαν στ’ αμπέλι, όπου είδαν με φρίκη τον πατέρα να οδύρεται πάνω στο κατατρυπημένο σώμα του άτυχου γιου του.
Από εκεί πήραν το νεκρό και τον μετέφεραν στη Μητρόπολη, όπου ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης, σαν είδε το νεκρό ήρωα, αμέσως κάλεσε τον Τούρκο διοικητή.
Έγιναν ανακρίσεις, νεκροψία και, μετά τις σχετικές διαδικασίες, μέσα σε θρήνους κι οδυρμούς έγινε η ταφή του ήρωα Μαλεγκάνου.
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης δεν κάθησε με σταυρωμένα χέρια. Έγραψε γράμμα στον καπετάν Βάρδα και του έγραφε να ενεργήσει ό,τι νομίζει καλό. Το γράμμα αυτό το αντιγράφουμε αυτολεξεί από το Αρχείο του Σ. Ράπτη κι έχει ως εξής:
Αδελφέ Βάρδα,
Σου στέλνω φωτογραφία νέου εθνομάρτυρος.
Βλέπεις και συ και τα παλληκάρια σου πόσες μαχαιριές έχει εις το κορμί του ο ωραίος και ενθουσιώδης αυτός νέος.
Η φωτογραφία ελήφθη επί τόπου. Ο αγγελιοφόρος θα σας δώσει πληροφορίες του νέου αυτού αποτροπαίου εγκλήματος των δολοφόνων. Λάβετέ τας υπ’ όψιν και ενεργήσετε ό,τι νομίσητε καλόν.
Ασπασμούς και πατρικάς ευχάς εις όλα τα τετιμημένα παλληκάρια σου.
Σας ασπάζομαι ο αδελφός σας.
Ο Βάρδας με τα παλληκάρια του πολέμησε με μανία τους κομιτατζήδες και σκότωσε πολλούς.
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης όμως την άλλη χρονιά, το 1906, μόλις έμαθε ότι ο Μήτρο Βλάχο, ο δολοφόνος του Μαλεγκάνου, βρισκόταν στη Λεύκη, ειδοποίησε τον Τούρκο διοικητή να στείλει στρατό για να συλλάβει το Μητροβλάχο, αφού έδωσε για οδηγό κάποιον Χρήστο απ’ το Σιδηροχώρι (ήταν ξάδερφος άλλου δολοφονημένου δασκάλου, του Αθανασίου) και μετά ο διοικητής έστειλε το στρατό του και κύκλωσε το χωριό Λεύκη και σκότωσε το Μητροβλάχο με τους συντρόφους του.
Ο δολοφόνος πλήρωσε τα εγκλήματά του. Με το φόνο του Μητροβλάχου γλίτωσε ο τόπος.
(Από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτη Μ. Σιδερίδη «Η Εκκλησία στο Μακεδονικό Αγώνα»)