Η ρεμπέτισσα Μαρίκα Νίνου γεννήθηκε το 1918 στον Καύκασο. Το πραγματικό της όνομα ήταν Ευαγγελία Νικολαΐδου.
Κατά μια άλλη πληροφορία,γεννήθηκε το 1922 στο πλοίο “Ευαγγελία” που έφερνε την οικογένειά της -πρόσφυγες από την Μικρά Ασία στην Ελλάδα, για το λόγο αυτό και της έδωσαν αυτό το όνομα.
Σε ηλικία 10 ετών ήρθε στη Θεσσαλονίκη, και το 1945 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εμφανίστηκε σε διάφορα νυχτερινά κέντρα, κάνοντας ακροβατικά νούμερα, μαζί με τον άντρα και το παιδί της.
Τον Οκτώβριο του 1948, ο Στελλάκης Περπινιάδης την πήρε κοντά του για τραγουδίστρια στο κέντρο «Φλόριντα» της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, όπου και της έμαθε τα μυστικά του τραγουδιού. Η συνεργασία της με τον Βασ Τσιτσάνη το 1949 στο κέντρο «Τζίμης ο Χοντρός» υπήρξε καθοριστική στη ζωή και των δύο. Τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε στο πάλκο και στη δισκογραφία με πλήθος σημαντικών λαϊκών συνθετών, όπως ο Μαν Χιώτης,ο Γιαν Παπαϊωάννου ο Γιώργος Μητσάκης, ο Απόστολος Καλδάρας κ.α.
Η μακροβιότερη, όμως, και πιο παραγωγική συνεργασία της ήταν αυτή με τον Τσιτσάνη. Υπήρξε η μούσα, που τον ενέπνευσε όσο καμιά άλλη. Τον Οκτώβριο του 1951 πήγαν μαζί στην Κωνσταντινούπολη. Μετά το ταξίδι αυτό χώρισαν ξαφνικά και η Μαρίκα πήγε στην Αμερική, όπου τραγούδησε δίπλα στον Κώστα Καπλάνη επί δύο χρόνια.
Πριν πάει στην Αμερική είχε κάνει στην Αθήνα εγχείρηση καρκίνου, αλλά στην Αμερική παρουσίασε ραγδαία μετάσταση. Επέστρεψε αμέσως στην Ελλάδα, όπου εργάστηκε για λίγο με φοβερούς πόνους. Πέθανε, σε ηλικία μόλις 39 ετών, στις 23 Φεβρ του 1957.
Μαρτυρία
Ο Βασίλης Τσιτσάνης τη χαρακτήριζε «μοναδική αρτίστα στο πάλκο, με μεταδοτικότητα των τραγουδιών στο κοινό», ενώ ο Στελλάκης Περπινιάδης είχε πει ότι «η Μαρίκα έζησε όπως και το λαϊκό τραγούδι: σύντομα αλλά συγκλονιστικά».
Η πολυαγαπημένη της ανιψιά, Γκιούλα Αταμιάν, σε μια κατάθεση ψυχής, μιλά για την αληθινή ιστορία της Μαρίκας Νίνου (“Επίκαιρα “2011)
«Η Μαρίκα ήταν συμπονετικός άνθρωπος…»
«Η Μαρίκα για εμάς όλους της οικογένειας ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος, συμπονετικός. Η Μαρίκα ήταν αδερφή του πατέρα μου κι έτσι τη γνώρισα από πολύ κοντά. Σχεδόν ζούσαμε μαζί με τη θεία Μαρίκα. Ήταν γενναιόδωρη και συνάμα προστατευτική, τόσο με το γιο της Οχανές όσο και με τα ανίψια της. Η θεία ήταν καλοσυνάτος άνθρωπος, της άρεσε να τραγουδάει στο σπίτι και να έχει όλο χαρά και γλέντια. Ο μπαμπάς μου και η θεία χόρευαν συνεχώς καρσιλαμά με ποτήρια στη μέση, όπως χόρευαν και στη Σμύρνη. Ο μπαμπάς μου, λοιπόν, πέθανε το 1955, κι έτσι η Μαρίκα μάς πήρε υπό την προστασία της στο σπίτι της, μέχρι και το ’57, που έφυγε κι εκείνη από τη ζωή. Θυμάμαι, όταν ο πατέρας μου πέθανε, η θεία Μαρίκα ήταν στην Αμερική. Εκεί έμαθε για το θάνατό του κι αυτό της είχε στοιχίσει πάρα πολύ. Στα σαράντα του μπαμπά, η θεία, που είχε επιστρέψει από την Αμερική, την οποία θυμάμαι με μαύρα ρούχα, ήταν εξουθενωμένη και καταβεβλημένη από τη στενοχώρια της».
Αυτή είναι η αληθινή ιστορία
της Μαρίκας…
«Η ιστορία της θείας Μαρίκας ξεκινά στη Μικρά Ασία. Εκεί ζούσαν ήσυχα μεταξύ τους Έλληνες και Τούρκοι. Οι παππούδες είχαν δύο κόρες και ένα γιο, τον μπαμπά μου. Η θεία Μαρίκα γεννήθηκε μετά. Ο παππούς ήταν ρολογάς κι έπαιζε και πολύ ωραίο ούτι σε αγάδες και πασάδες.
»Όπως μου έλεγε η μαμά μου, τον παππού [τον πατέρα της Μαρίκας] τον έσφαξαν μπροστά στα μάτια της συζύγου του και των παιδιών του. Μέσα στον πανικό, λοιπόν, της Καταστροφής της Σμύρνης, τα παιδιά με τη μαμά μπαίνουν σε ένα καράβι. Η γιαγιά ήταν έγκυος. Την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε μέσα εκεί ένα κοριτσάκι. Από την ταλαιπωρία, το παιδί ήταν σχεδόν μισοπεθαμένο. Το έβαλαν στο αμπάρι για να είναι στα ζεστά και να μην πεθάνει. Ξαφνικά ακούστηκε το κλάμα του παιδιού αυτού. Ο καπετάνιος, από τη χαρά του, έδωσε στο παιδί το όνομα του πλοίου, που ήταν “Ευαγγελίστρια”. Όπως όλοι οι πρόσφυγες, ήρθαν στην Κοκκινιά, χωρίς σπίτι, χωρίς ρούχα, ξεκρέμαστοι απ’ όλα. Με βάσανα έφτιαξαν μια παράγκα και η γιαγιά δούλευε μέρα νύχτα για να μεγαλώσει τα παιδιά της. Ο μπαμπάς μου, που ήταν ο μοναδικός άντρας του σπιτιού, σε ηλικία 7 ετών έπρεπε να δουλέψει για να ζήσει την οικογένεια. Οι δύο αδερφές, που ήταν πιο μεγάλες, παντρεύτηκαν κι έφυγαν από το σπίτι, κι έμειναν πίσω η μικρή Βαγγελίτσα [η Μαρίκα] και ο μπαμπάς μου.
»Η Μαρίκα μεγάλωσε και πήγε στο αρμένικο σχολείο, ενώ κάθε Μεγάλη Πέμπτη την έβαζαν κι έψελνε στον Άγιο Ιάκωβο. Ήταν τόσο καλλίφωνη, που ο κόσμος έκλαιγε στο άκουσμα της φωνής της. Στο σχολείο, μάλιστα, έμαθε και μαντολίνο.
»Σε ηλικία 17 ετών η Μαρίκα παντρεύτηκε τον πρώτο της σύζυγο, Χάικ Μεσροπιάν, και απέκτησε και το μονάκριβο γιο της, Οβανές. Χώρισαν πολύ γρήγορα, γιατί ήταν διαφορετικοί χαρακτήρες με τη Μαρίκα.
»Στα μέσα της δεκαετίας του ’40 γνώρισε τον καλλιτέχνη Νίνο, ο οποίος έπαιζε στα μπουλούκια μαζί με τον Χατζηχρήστο και τους άλλους μεγάλους εκείνης της εποχής. Αγαπήθηκαν και παντρεύτηκαν. Κι επειδή ήταν δύσκολες οι εποχές, ο Νίνο και η θεία μου αποφάσισαν να πάρουν μαζί και το μικρό της γιο και να κάνουν διάφορα ακροβατικά στα κέντρα της εποχής. Έτσι δημιουργήθηκε το “Δυόμισι Νίνο”. Κάποια στιγμή, μάλιστα, ξεκίνησε και η θεία να λέει διάφορα τραγουδάκια».
«Στο Ναύσταθμο ξεκίνησαν όλα…»
«Το “Δυόμισι Νίνο” είχε ήδη γίνει πολύ γνωστό ως ντουέτο, το ήξερε αρκετά καλά ο κόσμος. Κάποια στιγμή, η θεία Μαρίκα μαζί με τον Νίνο και το γιο της βρέθηκαν στο Ναύσταθμο για ένα ακροβατικό. Σιγοτραγουδούσε, λοιπόν, η Μαρίκα ένα τούρκικο τραγούδι. Την ακούει ο ναύαρχος και την προτείνει ως σπουδαία τραγουδίστρια. Έπειτα την ανακάλυψε ο ηθοποιός Πέτρος Κυριακός, ο οποίος της είπε: “Εσύ είσαι εκπληκτική τραγουδίστρια. Πρέπει να τραγουδάς”.
»Φυσικά, ο μπαμπάς μου, επειδή ήταν παλαιών αρχών, δεν ήθελε να την αφήσει να βγει στο τραγούδι. Όταν όμως βγήκε, καμάρωνε. Αρχικά βγήκε μαζί με τον Στελλάκη Περπινιάδη, ο οποίος είχε ξετρελαθεί μαζί της. Μόλις την άκουσε ο Ανέστος ο Αθανασίου, τη σύστησε στον Τσιτσάνη. “Βασίλη, πρέπει να τη δεις αυτή την τραγουδίστρια. Δεν υπάρχει δεύτερη”, του λέει, κι ο Βασίλης πηγαίνει και την ακούει. Τρελάθηκε, κι έτσι άρχισαν τα μοναδικά ντουέτα στην Κοκκινιά αλλά και στην Αχαρνών. Έχει μείνει, μάλιστα, ιστορική η φράση ότι “όταν τραγουδούσε η Νίνου με τον Τσιτσάνη, ακούγονταν σε όλη την Αχαρνών!”.
»Μαζί με τον Βασίλη έκαναν πολλές εμφανίσεις, γραμμοφώνησαν πολλούς δίσκους κι έμειναν θρυλικό δίδυμο στο λαϊκό τραγούδι. Γύρω στο ’54 με ’55 χώρισαν, κι αυτό στοίχισε πολύ στον Βασίλη. Τότε έφυγε και η θεία για δεύτερη φορά στην Αμερική, όπου εμφανίστηκε με τεράστια επιτυχία. Στα γράμματά της η θεία Μαρίκα μάλιστα αναφέρεται και στα ποσά που έπαιρνε, αλλά και στην καλή ζωή της Αμερικής. Όταν επέστρεψε όμως, είχαν κλείσει για κάποιο διάστημα οι πόρτες των δισκογραφικών. Τη δυσκόλεψαν πολύ μέχρι να ξαναμπεί».
«Το τέλος της θείας Μαρίκας…»
«Η θεία Μαρίκα πρώτη φορά έμαθε για τον καρκίνο το 1956, μετά το θάνατο του μπαμπά μου. Άλλωστε, όταν πήγε τη δεύτερη φορά στην Αμερική, είχε κλείσει συμβόλαιο πολύ καλό. Εκεί λοιπόν, στην Αμερική, “βάρυνε“ αρκετά. Θυμάμαι, ήταν καλοκαίρι του ’56. Εμείς, ως παιδιά, ήμασταν κατασκήνωση. Ήρθε ο γιος της ο Γιάννης [Οβανές] και μας ζήτησε να πάμε σπίτι να δούμε τη θεία Μαρίκα που ήρθε από την Αμερική.
»Ξαφνικά, ανοίγει η πόρτα και βλέπουμε έναν άλλο άνθρωπο. Δεν τη γνωρίσαμε καν. Τόσο άσχημα ήταν. Πολύ αδύνατη και με διαφορετικό χρώμα. Ήταν τόσο διαφορετική, που φοβήθηκα και δεν την πλησίασα. Τότε είχε πάρει ένα σπίτι με γραμμάτια. Ήταν λίγο πριν φύγει από τη ζωή, βαριά άρρωστη. Επειδή ήθελε να το ξεχρεώσει και είχε υπογράψει συμβόλαιο με κέντρο, πήγε στο κέντρο μόνη της, είπε ένα τραγούδι και λιποθύμησε πάνω στην πίστα…».