Το «Σιαφ» ήταν ένα αυτοσχέδιο όπλο – παιχνίδι της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας των περασμένων γενεών της Καστοριάς.
Κείμενο του Αποστόλου Δ. Σαχίνη
Είχε σαν πρότυπο το παλαιό εμπροσθογεμές τυφέκιο και το πιστόλι με πυρόλιθο. Η κατασκευή του ήταν εύκολη και γινόταν ως εξής: Σε μία ξύλινη λαβίδα και σε μικρή λακκούβα της δενόταν στερεά με γερό σπάγγο ένας κάλυκας πολεμικού όπλου (τότε “γκρα” ή “μαρτίνι” και από το 1912 “μάϋλιχερ”), που γέμιζε από το στόμιο του με μπαρούτι. Στον κάλυκα άνοιγαν με καρφί μία τρυπίτσα η οποία επικοινωνούσε με το μπαρούτι που βρισκόταν στο εσωτερικό του και ασφαλιζόταν με κερί λιωμένο έως το στόμιό του. Στην τρυπίτσα τοποθετούσαν μία μικρή δόση μπαρούτι το οποίο ονόμαζαν “άγκζότι”[<“έξότι”] (έναυσμα) που σημαίνει εξωτερικό, που προκειμένου να εκπυρσοκροτήσει, έβαζαν φωτιά {φόγκα} με σπίρτο ή με πυρόλιθο (“τσιακμακόπετρα”). Στόχος αυτού του παιχνιδιού – όπλου ήταν ο κρότος που προκαλούσε η εκπυρσοκρότηση και ο οποίος ήταν βαθύς σαν τον ήχο “σιαφ”, από όπου πήρε και την ονομασία του. Το “σιαφ” – μίμηση παλαιάς “κουμπούρας”- χρησιμοποιείτο στις “Αποκριές” {Απουκρές}, κατά το παλαιό καστοριανό έθιμο.
Αποκριάτικη “μπουμπούνα” και “σιαφ” της Καστοριάς.
Κείμενο της Ιφιγένειας Διδασκάλου
Τα αγόρια της Καστοριάς του παλιού εκείνου καιρού, εκτός από τη φροντίδα τους να συγκεντρώνουν τα ξερόκλαδα για τη «Μπουμπούνα» της γειτονιάς τους, ετοίμαζαν και τον αποκριάτικο “οπλισμό” τους, κάτι αυτοσχέδια όπλα, που από τον ιδιότυπο και υπόκωφο κρότο τους τα ’λέγαν “σιαφ”, και που σκοπός τους δεν ήταν ο στόχος, αλλά ο κρότος. Κατασκευαστές τους ήταν τα ίδια τ’ αγόρια. Μέρες, λοιπόν, πριν από τη “Μικρή Αποκριά”, τρέχανε από ’δώ κι από ’κεί, βρίσκανε κάλυκες από φυσίγγια παλιά, “γκρα” ή “μάουζερ” ή “μαρτίν” κι ύστερα τους γέμιζαν με μπαρούτι. Βάζανε και μερικές πετρίτσες και μ’ ένα χοντρό καρφί χώνανε κουρέλια. Στην τρυπίτσα που άφηναν ανοικτή έβαζαν το “αγκζότι” και γεμάτο πια τον κάλυκα τον στερέωναν καλά σε μια μεγάλη σανίδα, αφού πρώτα, μ’ ένα μαχαίρι, βαθούλωναν λίγο το μέρος εκείνο της σανίδας, οπότε στερεώνονταν καλύτερα ο κάλυκας. Για περισσότερη σιγουριά τον έδεναν γερά και σε “σφόρα” – σπάγκο. Έβαζαν φωτιά στο “αγκζότι” που στο λεπτό μεταδίνονταν μέσα στο εσωτερικό του κάλυκα, που ήταν το μπαρούτι και “τσιαφ”, εκπυρσοκροτούσε το αυτοσχέδιο τους “σιαφ”, προς μεγάλη τους χαρά.
Με το ξημέρωμα της Αποκριάς στην παλιά Καστοριά, λες και γινόταν πόλεμος! Από κάθε πλατεία, σοκάκι, γιοφύρι και αυλή σπιτιού, αντηχούσαν ομοβροντίες από “σιάφ”, περίστροφα και κουμπούρια, που όσο προχωρούσε η μέρα τόσο και πύκνωναν, προς μεγάλη ανησυχία των Τούρκων κατακτητών. Γι’ αυτό – όπως μας αφηγείται ο Καστοριανός Απόστολος Σαχίνης – Τούρκοι “τζιανταρμάδες”, συγκροτημένοι σε περιπολίες, τριγυρνούσαν στους δρόμους της πολιτείας για να απαγορεύσουν το τουφεκίδι και να κατάσχουν τα όπλα. Ήταν όμως τέτοιο το πείσμα και η φανατική επιμονή των Καστοριανών στο έθιμο, που δεν κατάφερναν τίποτε. Τα κουμπούρια και τα “σιαφ” έσκαζαν μπροστά τους από κάθε σοκάκι, τους ξάφνιαζαν και τους τρόμαζαν.
Σημείωση: Στο χωριό Γέρμας Καστοριάς το περιγραφόμενο όπλο – παιχνίδι “σιαφ” ονομαζόταν “σιουφλέκι”.