Ελλάδα

Αντόν Τσέχωφ – Η ιτιά

pollard-willow-1882Έχετε ταξιδέψει ποτέ με την ταχυδρομική άμαξα ανάμεσα στο Μπ. και στο Τ.;

Αν έχετε ταξιδέψει, τότε σίγουρα θα θυμόσαστε το μύλο του Αντρέγεφ, που στέκεται ολομόναχος στην όχθη, πλάι στο ποταμάκι Κοζιάφκα. Είναι ένας μικρούτσικος μύλος, με δυο ζευγάρια μυλόπετρες. Είναι πάνω από εκατό χρονών, εδώ και πολύ καιρό δε λειτουργεί και δεν είναι καθόλου παράξενο που μοιάζει με μικροκαμωμένη, καμπουριαστή, ρακένδυτη γριούλα που πρόκειται να σωριαστεί από στιγμή σε στιγμή. Και η γριούλα αυτή θα είχε εδώ και καιρό σωριαστεί αν δεν ακουμπούσε στη μεγάλη γέρικη ιτιά. Ο κορμός της ιτιάς είναι πολύ χοντρός, ούτε δυο άνθρωποι μαζί δεν μπορούν να τον αγκαλιάσουν. Το γυαλιστερό της φύλλωμα απλώνεται στη στέγη του μύλου και στο μουράγιο. Τα χαμηλότερα κλαδιά κολυμπούν στο νερό κι απλώνονται στη γη. Και η ιτιά είναι γριά και καμπούρα. Στο σκυφτό κορμό της μαυρίζει μια τεράστια κουφάλα. Έτσι και βάλετε εκεί μέσα το χέρι σας, θα χωθεί στο μέλι. Οι αγριομέλισσες θα μαζευτούν ζουζουνίζοντας γύρω από το κεφάλι σας και θ’ αρχίσουν να σας τσιμπούν. Πόσων χρονών να είναι άραγε η ιτιά; Ο Αρχίπ, ο φίλος της, λέει πως ήταν ήδη γριά όταν εκείνος δούλευε στου άρχοντα λακές και έπειτα στην κυρά υπηρέτης. Κι αυτό ήταν αρκετά παλιά.

Η ιτιά στηρίζει κι άλλο ένα ερείπιο, το γερο-Αρχίπ, που κάθεται στη ρίζα της και ψαρεύει από το πρωί ως το βράδυ. Είναι γέρος, καμπούρης σαν την ιτιά, και το φαφούτικο στόμα του μοιάζει με κουφάλα. Τη μέρα ψαρεύει και τη νύχτα κάθεται στη ρίζα της ιτιάς και σκέφτεται. Και οι δυο τους, η γέρικη ιτιά και ο Αρχίπ, μέρα νύχτα σιγοψιθυρίζουν… Μια ζωή τώρα και τι δεν έχουν δει τα μάτια τους. Ακούστε τους…

Πριν από καμιά τριανταριά χρόνια, την Κυριακή των Βαΐων, τη μέρα που γιορτάζει η γέρικη ιτιά. ο γέροντας καθόταν στη θέση του και ψάρευε κοιτάζοντας γύρω του την άνοιξη. Όλα ήτανε ήσυχα, όπως πάντα… Ακούγονταν μόνο τα γερόντια που ψιθύριζαν και πότε πότε κανένα ψάρι που ανέβαινε ως την επιφάνεια και πλατσούριζε. Ο γέροντας ψάρευε και περίμενε να πάει μεσημέρι. Μεσημέρι έβαζε πάντα να βράσει τη σούπα του. Όταν ο ίσκιος της ιτιάς άρχιζε ν’ απομακρύνεται από την όχθη, πλησίαζε το μεσημέρι. Ο Αρχίπ υπολόγιζε την ώρα και από τα κουδουνάκια της ταχυδρομικής άμαξας. Γύρω στο μεσημέρι περνούσε απ’ το μουράγιο το ταχυδρομείο του Τ.

Την Κυριακή εκείνη ο Αρχίπ άκουσε τα κουδουνάκια. Άφησε την πετονιά του και βάλθηκε να κοιτά προς το μουράγιο. Η τρόικα φάνηκε πίσω από το λοφάκι, έπειτα πήρε την κατηφοριά προς το μουράγιο. Ο ταχυδρόμος κοιμόταν. Μόλις η τρόικα έφτασε στο μουράγιο, για κάποιο λόγο σταμάτησε. Καιρό τώρα ο Αρχίπ δεν είχε παραξενευτεί με τίποτα, μα τούτη τη φορά παραξενεύτηκε για τα καλά. Αυτό που έγινε ήταν τελείως αναπάντεχο. Ο αμαξάς έριξε μια ματιά γύρω του, τράβηξε με νευρικές κινήσεις το μαντίλι από το πρόσωπο του ταχυδρόμου και ανεβοκατέβασε τη λαβή του μαστιγίου του. Ο ταχυδρόμος δεν κουνήθηκε καθόλου. Ένας πορφυρός λεκές εμφανίστηκε στο ασπρομάλλικο κεφάλι του. Μ’ ένα σάλτο ο αμαξάς κατέβηκε από την άμαξα, σήκωσε το χέρι και του κατάφερε δεύτερο χτύπημα. Ένα λεπτό αργότερα ο Αρχίπ άκουσε δίπλα του βήματα: Ο αμαξάς κατέβαινε την όχθη κι ερχόταν κατευθείαν προς το μέρος του… Το ηλιοκαμένο του πρόσωπο ήταν χλωμό, τα μάτια του έριχναν ένα άδειο βλέμμα στο πουθενά. Τρέμοντας ολόκληρος, έτρεξε προς την ιτιά και, χωρίς να προσέξει τον Αρχίπ, έχωσε μέσα στην κουφάλα τον ταχυδρομικό σάκο. Κατόπιν ξανανέβηκε τρέχοντας, πήδηξε στην άμαξα και χτύπησε μόνος του τον εαυτό του στον κρόταφο. Αυτό φάνηκε στον Αρχίπ το πιο παράξενο απ’ όλα. Όταν πια το πρόσωπο του ήταν μες στα αίματα, μαστίγωσε τα άλογα.

«Βοήθεια! Μας σκοτώνουν!» φώναξε.

Του απάντησε η ηχώ, και για πολλή ώρα ο Αρχίπ άκουγε: «Βοήθεια!».

Πέντ’ έξι μέρες αργότερα ήρθε στο μύλο εξεταστική των πραγμάτων επιτροπή. Έκαναν σχέδια του μύλου και του μουράγιου, μέτρησαν για κάποιο λόγο το βάθος του ποταμού, κι αφού γευμάτισαν στον ίσκιο της ιτιάς, έφυγαν — ενώ όλη αυτή την ώρα ο Αρχίπ καθόταν καμπουριαστός, έτρεμε και πότε πότε πήγαινε και κοιτούσε μέσα στο σάκο. Έβλεπε τους φακέλους με τις πέντε σφραγίδες. Μέρα και νύχτα κοιτούσε αυτές τις σφραγίδες και σκεφτόταν. Και η γέρικη ιτιά τη μέρα στεκόταν σιωπηλή και τη νύχτα έκλαιγε. Χαζή! σκεφτόταν ο Αρχίπ σαν άκουγε το κλάμα της. Μια βδομάδα αργότερα ο Αρχίπ πήρε το σάκο και πήγε στην πόλη.

«Πού είναι το γραφείο;» ρώτησε τους φρουρούς.

Του έδειξαν ένα μεγάλο κίτρινο κτίριο μ’ ένα ριγωτό φυλάκιο δίπλα στην πύλη. Στον προθάλαμο είδε το αφεντικό, που φορούσε χρυσά κουμπιά, κάπνιζε πίπα και είχε βάλει για κάποιο λόγο τις φωνές στο φύλακα. Ο Αρχίπ τον πλησίασε και, τρέμοντας απ’ την κορφή ως τα νύχια, του αφηγήθηκε το επεισόδιο με τη γέρικη ιτιά. Ο υπάλληλος πήρε το σάκο στα χέρια του, έλυσε τα κορδόνια, χλώμιασε, έπειτα κοκκίνισε.

«Αμέσως!» είπε εκείνος κι έτρεξε μέσα στα γραφεία.

Εκεί τον κυκλώσανε οι υπάλληλοι… Τρεχάματα από δω κι από κει, ψίθυροι… Δέκα λεπτά αργότερα ο υπάλληλος βγήκε, έδωσε το σάκο στον Αρχίπ και είπε:

«Δεν έχεις έρθει στο σωστό μέρος, αδελφέ. Θα πας στον Κάτω Δρόμο, εκεί θα σου πούνε. Εδώ, αγαπητέ μου, είναι δημόσιο ταμείο. Εσύ θες την αστυνομία».

Πήρε ο Αρχίπ το σάκο κι έφυγε. Σαν να ξαλάφρυνε ο σάκος, σκέφτηκε. Ούτε ο μισός δεν είναι από πριν!

Στον Κάτω Δρόμο του δείξανε ένα άλλο κίτρινο κτίριο με δυο φυλάκια. Ο Αρχίπ μπήκε μέσα. Εδώ δεν υπήρχε προθάλαμος και τα γραφεία άρχιζαν αμέσως μετά τις σκάλες. Ο γέροντας πλησίασε σ’ ένα απ’ τα γραφεία και διηγήθηκε την ιστορία του σάκου στους γραφιάδες. Αυτοί του αρπάξανε το σάκο από τα χέρια, του βάλανε τις φωνές και καλέσα-νε τον ανώτερο. Εμφανίστηκε ένας χοντρός μουστακαλής. Ύστερα από μια σύντομη ανάκριση, πήρε το σάκο και κλειδώθηκε μαζί του σ’ ένα άλλο δωμάτιο.

«Και πού ‘ναι τα λεφτά;» ακούστηκε ένα λεπτό αργότερα από εκείνο το δωμάτιο. «Είναι άδειος ο σάκος! Εν πάση περιπτώσει, πείτε του γέρου ότι μπορεί να φύγει. Ή μάλλον κρατήστε τον! Πηγαίνετε τον στον Ιβάν Μάρκοβιτς! Όχι, μάλλον αφήστε τον να φύγει».

Ο Αρχίπ υποκλίθηκε και βγήκε. Μια μέρα αργότερα οι κυπρίνοι και οι πέρκες έβλεπαν και πάλι την γκρίζα του γενειάδα…

Είχε μπει για τα καλά το φθινόπωρο. Ο γέρος καθόταν και ψάρευε. Το πρόσωπο του ήταν σκοτεινό, σαν την κιτρινισμένη ιτιά. Δεν τ’ αγαπούσε το φθινόπωρο. Το πρόσωπο του σκοτείνιασε ακόμα περισσότερο όταν είδε τον αμαξά. Ο αμαξάς, χωρίς να του δώσει την παραμικρή σημασία, πλησίασε στην ιτιά κι έχωσε το χέρι του στην κουφάλα. Οι μέλισσες, υγρές και βαριεστημένες, άρχισαν να σκαρφαλώνουν στο μανίκι του. Αφού ψαχούλεψε λιγάκι, ο αμαξάς χλώμιασε και πήγε και κάθισε για καμιά ώρα πλάι στο ποτάμι, κοιτάζοντας το νερό με άδειο βλέμμα.

«Πού ‘ν’ τος;» βάλθηκε να ρωτά τον Αρχίπ.

Στην αρχή εκείνος δεν απαντούσε και αγνοούσε μουτρωμένος το φονιά. Σε λιγάκι όμως τον συμπόνεσε.

«Τον πήγα στις αρχές!» του είπε. «Αλλά μη φοβάσαι, βλάκα… Τους είπα πως τον βρήκα στην ιτιά…»

Ο αμαξάς πετάχτηκε, έμπηξε μια φωνή και ρίχτηκε στον Αρχίπ. Πολλή ώρα τον έδερνε. Τον χτύπησε στο γερασμένο του πρόσωπο, τον πέταξε χάμω, τον τσαλαπάτησε. Αφού τον έδειρε καλά καλά το γέρο, δεν έφυγε μακριά, αλλά έμεινε να ζει στο μύλο μαζί με τον Αρχίπ.

Τη μέρα κοιμόταν και δεν έβγαζε μιλιά, τη νύχτα όμως περπατούσε πάνω κάτω στο μουράγιο. Πάνω κάτω στο μουράγιο βάδιζε και το φάντασμα του ταχυδρόμου και του έπιανε την κουβέντα. Ήρθε η άνοιξη και ο αμαξάς εξακολουθούσε να μη βγάζει μιλιά και να περπατάει. Μια νύχτα ο γέροντας τον πλησίασε.

«Τι θες και χαζολογάς εδώ πέρα, βλάκα;» του είπε λοξοκοιτώντας τον ταχυδρόμο. «Φεύγα!»

Τα ίδια του είπε και ο ταχυδρόμος… Τα ίδια του ψιθύρισε και η ιτιά…

«Δεν μπορώ!» απάντησε ο αμαξάς. «Θα έφευγα, μα πονούν τα πόδια μου, πονά και η ψυχή μου!»

Ο γέροντας πήρε τον αμαξά από το χέρι και τον πήγε στην πόλη. Τον πήγε στον Κάτω Δρόμο, στο ίδιο εκείνο γραφείο που είχε παραδώσει το σάκο. Ο αμαξάς έπεσε στα γόνατα μπροστά στο διευθυντή και ομολόγησε. Ο μουστακαλής τα έχασε.

«Τι κάθεσαι και κατηγορείς μονάχος σου τον εαυτό σου. βλάκα! Τα χεις κοπανήσει; Θες να σε χώσω στη στενή; Τρελάθηκαν όλοι, οι κερατάδες! Μόνο και μόνο για να μπερδέψουν την υπόθεση… Ο δράστης δε βρέθηκε, ε λοιπόν τελεία και παύλα! Εσύ τώρα τι θες; Εξαφανίσου!»

Όταν ο γέροντας του θύμισε το σάκο, ο μουστακαλής έβαλε τα γέλια, ενώ οι γραφιάδες έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Φαίνεται δεν είχαν δυνατή μνήμη… Ο αμαξάς δεν μπόρεσε να βρει εξιλέωση στον Κάτω Δρόμο. Δεν του έμενε παρά να γυρίσει στην ιτιά…

Και δεν του έμενε παρά να πέσει στο ποτάμι, έτσι που τον κατάτρεχε η συνείδηση του, και να θολώσει το νερό ακριβώς στο σημείο που επιπλέει ο φελλός του Αρχίπ. Ο αμαξάς πνίγηκε. Ο γέρος και η γριά βλέπουν τώρα στο μουράγιο δύο ίσκιους… Άραγε μ’ αυτούς σιγοψιθυρίζουν;

Αντόν Τσέχωφ – Διηγήματα και Μονόπρακτα / Πρώτη έκδοση στο περιοδικό Αποσπάσματα, No 15, 1883.

antikleidi.com

περισσότερα
Back to top button