ΚαστοριάΠαλαιά Καστοριά

Με άρωμα Πασχαλιάς… (γράφει η Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση)

Όσο σε πιο παλιά χρόνια επιστρέφουμε, τόσο πιο πολλές συνήθειες- έθιμα, συναντούμε στις γειτονιές και τα σπιτικά των κατοίκων της πόλης μας.

Ο αδηφάγος χρόνος, κατάφερε να καταπιεί , αρκετά από αυτά, κι έτσι σιγά σιγά να απομείνουν σαν αναμνήσεις, στη σκέψη των μεγαλύτερων.

«Ξύπνα Λάζαρε και μη κοιμάσαι

ήρθε η μάνα σου από την πόλη

σού φερε χαρτί και κομπολόϊ.

Λάζαρε Λάζαρε ήρθαν τα βάγια

Ήρθε η μάνα σου η χουκλουβάγια».

Βαστώντας μικρά καλαθάκια τα μικρά γειτονόπουλα, τραγουδούσαν τα κάλαντα αυτά, μαζεύοντας τα φρέσκα αυγά, από σπίτι σε σπίτι, στολίζοντας τα κεφάλια τους με τα πρώτα λουλούδια της άνοιξης. Στη γειτονική Κορησό, η συνήθεια αυτή επιζεί, κι όλα τα μικρά κοριτσάκια τη μέρα εκείνη φορούν στεφανάκια στα μαλλιά, κι είναι ασπροφορεμένα τη μέρα  που ανασταίνεται ο αγαπημένος φίλος του Χριστού.

Την επομένη, την ημέρα των Βαϊων, τα παιδιά τραγουδούσαν.

«Βάγια,βάγια του βαγιού

ως την άλλη Κεργιακή

τρων μαμά τρων τσιτσί

τρων και ψάρι στον ταβά

τρων και μπέτσκα καπαμά…»

Στα σπίτια υπήρχε συνήθως ψάρι γκαρούφα και σιμιγδαλένιος χαλβάς.

Η μπέτσκα ήταν το καλύτερο δώρο για τα παιδιά εκείνων των παλιών καιρών. Το αγόραζαν οι γονείς πριν μέρες , κι άλλοι πάλι στο πανηγύρι της μεγάλης Πέμπτης. Στη ράχη τους τ΄ αρνάκια ήταν βαμμένα με κόκκινη  μπογιά. ΄Όταν έφθανε η ώρα της σφαγής , έπεφτε πολύ κλάμα από τα παιδιά, που προηγουμένως είχαν παίξει με τη μπέτσκα, την είχαν ταϊσει με φρέσκο χόρτο, είχε γίνει το αγαπημένο τους παιχνίδι. Το επόμενο βήμα των μεγάλων ήταν ν΄ αγοράσουν από τον χασάπη, σφαγμένο αρνί, και ν΄ αφήσουν γι αρκετό καιρό τη μπέτσκα άσφαχτη.

Η μεγάλη εβδομάδα είχε αρκετές φροντίδες και ετοιμασίες. ΄Όλα τα σπιτικά καθαρίζονταν και στα χαγιάτια υπήρχε μεγάλη κινητικότητα, για το παρμάκι της νουνάς – το ρεβυθένιο ψωμί- που ήθελε το χρόνο του. Ακολουθούσε το βάψιμο των αυγών την μεγάλη Τετάρτη, με τα περδικωτά αυγά που έκαμναν οι νοικοκυρές χρησιμοποιώντας φρέσκα λουλούδια, που τυλίγονταν με κομμάτια υφάσματος γύρω από τα αυγά και το ίχνος τους παρέμενε πάνω στα αυγά. Με τα αυγά και το ρεβυθένιο παρμάκι τα παιδιά ήταν έτοιμα την μέρα της μεγάλης Πέμπτης, να πάνε στη νουνά και τον νουνό, να δώσουν τα δώρα τους και να πάρουν την λαμπάδα, κι ότι άλλο είχαν να δώσουν οι νουνοί, ως δώρο, χρήματα, ρούχα, η καινούργια παπούτσια.

Η λαδερή σπανακόπιτα ήταν απαραίτητη τη μέρα εκείνη σε κάθε σπιτικό και η νοικοκυρά από το ξημέρωμα άφηνε στο μπαλκόνι ή το παράθυρο ένα κόκκινο χαλάκι, στρωσίδι, μικρή φλοκάτη , «σημάδι» πως τη μέρα αυτή, προδόθηκε ο Χριστός.

Η μεγάλη Πέμπτη ήταν μέρα που γίνονταν το πανηγύρι και το «νυφοπάζαρο». Κορίτσια από την πόλη και τα γειτονικά χωριά, φορώντας τα καλά τους, βγαίνανε για να τις δούν οι υποψήφιοι γαμπροί.

Το μεγάλο Σάββατο μετά την πρώτη Ανάσταση ξεκινούσε στα σπίτια η προετοιμασία του Πασχαλιάτικου φαγητού, μαγειρίτσας και «μπέτσκας καπαμά» , για μετά το Χριστός Ανέστη κι ύστερα από την πολυήμερη νηστεία της Σαρακοστής. Τη μέρα του Πάσχα ακολουθούσε το ζύγιασμα των μικρών και των μεγάλων με ένα ξεχωριστό τρόπο. Η μεγάλη όμως χαρά μικρών αλλά και μεγάλων ήταν η κούνια της ροδάνης, που στήνονταν πριν το Πάσχα, κι έμενε μέχρι την μέρα του άπιστου Θωμά. Τα παιδιά δίνανε για πληρωμή ένα κόκκινο αυγό ή τα χρήματα της εποχής. Πάντα τις μέρες αυτές υπήρχε πολύς κόσμος στις πλατείες όπου στήνονταν ροδάνες και οι «κορυφαίοι» οργανοπαίχτες από τη συνοικία Βαρόσι που έπαιζαν τα παραδοσιακά μουσικά ακούσματα.

Στα σημερινά χρόνια, απομένει η ροδάνη του Απόζαρι, το χαλάκι, η πίττα, τ΄ αυγά, η σύντομη επιστροφή όσων ζουν αλλού, για να μας θυμίζουν τον τρόπο ζωής των παλαιότερων χρόνων, μαζί με όσες πληροφορίες έχουμε από τους λαογράφους μας κι από τους οικείους μας, και κυρίως τις γιαγιάδες και τους παππούδες… που κάποτε ήταν και κείνοι μικρά παιδιά…

Υ.Γ.

Την πιο όμορφη Πασχαλιά την βίωναν όσοι περίμεναν τους ξενιτεμένους. Τα παλικάρια που «έτρωγαν» τη ζωή τους σε άλλους τόπους, καθώς γύριζαν, λάμπριναν με την παρουσία τους, το σπίτι, τη γειτονιά, την πόλη. Στους δίσκους των ναών έπεφταν πολλά χρήματα υπέρ των αδυνάτων. Τα προξενιά έδιναν κι έπαιρναν. Τα τραπεζώματα, τα φιλέματα με μπέτσκα καπαμά, αυγά, η ροδάνη – σε ώρες με ανθισμένες πασχαλιές- ήταν απαραίτητα στη ζωή τους, αφήνοντας ολόγυρα το δυνατό άρωμα των ανθρώπινων σχέσεων.

Καλή Ανάσταση

Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση

fonikastorias.gr

περισσότερα
Back to top button