ΑθλητικάΕλλάδαΚαστοριάΠαλαιά ΚαστοριάΠρόσωπατελευταίες ειδήσεις

Ο Κυριάκος Καραταΐδης σε μια συνέντευξη-ποταμό: Από το ξεκίνημα στη Φλατσάτα μέχρι την απόλυτη καταξίωση

“Έφυγα με το βυτιοφόρο, με χιόνι ένα μέτρο”

Από την “πέτρινη” περίοδο στην απόλυτη καταξίωση. Ο εμβληματικός αρχηγός Κυριάκος Καραταΐδης ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής του στο Contra.gr σε μια συνέντευξη-ποταμό 15 χρόνια μετά το τελευταίο του παιχνίδι. Ξαναφορά το περιβραχιόνιο και συγκλονίζει: Κόκκαλης, Ζιοβάνι, Ζάχοβιτς, Καραπιάλης, Ντέταρι, Βενγκέρ, Βαζέχα και όλοι οι πρωταγωνιστές μέσα απ’ τα μάτια του…

Ο Κυριάκος Καραταΐδης, εμβληματικός αρχηγός του Ολυμπιακού, στη συνέντευξη της ζωής του. Θυμάται και δακρύζει… Από τα πέτρινα χρόνια στους σερί τίτλους. Τα λέει όλα -στο Contra.gr- και συγκλονίζει. Ανέκδοτες ιστορίες, αλήθειες που έμεναν τόσα χρόνια κλειδωμένες στα αποδυτήρια, πέντε διαφορετικοί πρόεδροι, ακόμη περισσότεροι προπονητές. Από τον Κοσκωτά στον Κόκκαλη και από τον Μπάγεβιτς στον Μπιγκόν.

Διαβάστε απίθανους διαλόγους και αποκαλύψεις που θα συζητηθούν. Μέχρι γιατί δεν κάθισε στον “ερυθρόλευκο” πάγκο ο Αρσέν Βενγκέρ! Τι έγινε την ημέρα που ο Σωκράτης Κόκκαλης πήγε τον Αλσατό στις εγκαταστάσεις του Ρέντη και χάλασε τη συμφωνία…

Κι ακόμη: ποιος άνθρωπος, συνδεδεμένος με τον ΠΑΟΚ και τον Παναθηναϊκό, έθεσε βέτο να πάει ο Κούλης στον Ολυμπιακό κι όχι στην ΑΕΚ! Πότε και γιατί οι παίκτες του Ολυμπιακού έκαναν απεργία. Ποια στιγμή ζήτησε να φύγει από την ομάδα και γιατί. Τι απαντά σε όσους επικαλούνται τη διαιτησία.

Με τι ταξίδεψε κρυφά από τον πατέρα του για να παίξει μπάλα. Η γνωριμία και το… ξύλο με τον Καραπιάλη. Το τσιγάρο στις τουαλέτες και πριν από τα μεγάλα ματς. Η κουτουλιά σε συμπαίκτη που δεν συμμετείχε σε έρανο της ομάδας.

Τι του ζήτησε ο Μπάγεβιτς με το πού ανέλαβε. Γιατί τρελάθηκε ο Ντούσαν σε μια ψηφοφορία για ανάδειξη αρχηγών. Ποιους συμπαίκτες του στον Ολυμπιακού θεωρεί κορυφαίους και με ποιους αντιπάλους θα ήθελε να έπαιζε μαζί.

Η απόλυτη σύγκριση Ζιοβάνι-Ριβάλντο. Ποιον διαλέγει και γιατί. Ο απίθανος διάλογος Παναγούλια-Μανωλά στο Μουντιάλ του ’94. Γιατί έφυγε ο Ζάχοβιτς και τι τον ρώτησε στην πρώτη τους συνάντηση. Πως βλέπει την τωρινή ομάδα και πως πρέπει να αξιοποιηθεί ο Κώστας Φορτούνης…

Αυτά κι άλλα πολλά σε μια συνέντευξη-ποταμό, μια εξομολόγηση ζωής από τον άνθρωπο που έχει βιώσει περισσότερο από κάθε άλλον τι εστί Ολυμπιακός.

Μας υποδέχθηκε μετά από ασφυκτικό… πρέσινγκ μηνών, στις υπέροχες εγκαταστάσεις της “karataidis Academy” (Αθηνάς Υγείας & Μ. Βασιλείου, Αχαρνές) κι έβγαλε από μέσα του όλη τη ζωή πάνω στο χορτάρι…

Εκεί μαζί με μια άλλη μεγάλη δόξα του παρελθόντος, τον Ηλία Σαββίδη και εκλεκτούς συνεργάτες, μαθαίνει τα μυστικά του ποδοσφαίρου σε περισσότερους από διακόσιους πιτσιρικάδες.

Αντί άλλο προλόγου, ο επί 13 χρόνια μεγάλος αρχηγός του Ολυμπιακού, Κυριάκος Καραταΐδης παίζει ασύλληπτη… μπάλα και λέει τις δικές του αλήθειες, αυθόρμητα, ειλικρινά, σε μια κατάθεση ψυχής που προκαλεί ρίγη, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι…

Ξεκινώντας, η ημερομηνία των γενεθλίων σου είναι και τίτλος πολύ γνωστής ταινίας: “Γεννημένος την 4 Ιουλίου”.

«Θα σου πω μία ατάκα που λέω τα τελευταία 12 χρόνια. Παλιά έλεγα είμαι γεννημένος την ημέρα Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ από τη γνωστή ταινία. Λέω λοιπόν, σε όλους ότι εάν σας πω τι έγινε εκείνη την ημερομηνία στην Αμερική όλοι το ξέρετε, τι συνέβη όμως, στην Ελλάδα δεν ξέρετε…».

Τι συνέβη;

«Πήραμε το Ευρωπαϊκό στο ποδόσφαιρο! Ούτε εσύ το θυμήθηκες… Σε όποιον το λέω, μου απαντάει: “Αλήθεια; Τότε το πήραμε;” και λέω “Ναι, ρε μαλάκα, στις 4 Ιουλίου 2004».

Εντάξει, εάν δεν έχεις λόγο να θυμάσαι τη συγκεκριμένη ημερομηνία, είναι δύσκολο να τη συγκρατήσεις.

«Σίγουρα. Όπως για παράδειγμα, τώρα με το σεμινάριο των Σχολών του Ολυμπιακού που έγινε 8-9 Οκτωβρίου. Στις 9 Οκτωβρίου είχα την πρώτη μου συμμετοχή στον Ολυμπιακό. Το είχα ξεχάσει, αλλά ξέρεις γιατί το θυμάμαι;».

Για το γκολ που πέτυχες;

«Όχι. Γιατί τότε γεννήθηκε η δεύτερη κόρη μου! Στις 9 Οκτωβρίου 1988 έπαιξα για πρώτη φορά με τη φανέλα του Ολυμπιακού και πέτυχα γκολ και στις 9 Οκτωβρίου 1992, γεννήθηκε η κόρη μου. Κάποιες ημερομηνίες είναι σημαδιακές…».

Έφυγα με το βυτιοφόρο, με χιόνι ένα μέτρο

Πως μπήκε το μικρόβιο και η ζωή σου όλη άρχισε να περιστρέφεται γύρω απ’ το ποδόσφαιρο;

«Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, κοιμόμουν με μία μπάλα. Και τι μπάλα, μην φανταστείς τις σημερινές. Τη δεκαετία του ’70, καταλαβαίνεις τι μπάλες είχαμε. Θυμάμαι, κάποια βράδια που κατεβαίναμε να παίξουμε στην άσφαλτο, ανάμεσα στα σπίτια, και χρησιμοποιούσαμε για μπάλα τα κουτάκια από το γάλα ΝΟΥΝΟΥ. Κοίτα, δεν μπορεί κανένας να προκαθορίσει που κυλάει και που πάει η ζωή του. Το σημαντικότερο απ’ όλα είναι να παλέψεις το όνειρό σου. Μέσα από το ρόλο μου ως γονιός θεωρώ ότι αυτή είναι η υποχρέωσή μου. Να μπορώ να στηρίξω τα όνειρα των παιδιών μου. Εγώ, για παράδειγμα, με τον πατέρα μου δεν το είχα αυτό και υπάρχει αιτιολογία. Ο πατέρας μου με κυνηγούσε. Δεν ήθελε να παίξω μπάλα. Ήμασταν πολύ φτωχή οικογένεια. Πριν τα 18 είχα παίξει Α’ Εθνική και μέχρι τα 18 μισό, καπνά μάζευα με τον πατέρα μου. Δύσκολη ζωή…».

Δηλαδή; Μαζεύατε καπνό;

«Και όχι μόνο. Κάναμε τα πάντα. Από την αρχή. Από τη σπορά μέχρι το μάζεμα. Δυο τρεις μήνες το χρόνο, κάθεσαι. Όλο τον υπόλοιπο δουλεύεις με τα καπνά».

Αγροτική ζωή…

«Πολύ. Στάρια, καπνά, γελάδες, πρόβατα. Ο πατέρας μου, λοιπόν, θεωρούσε και πιστεύω καλά έκανε για εκείνη την εποχή, ότι η μόνη διέξοδος για να αφήσει κάποιος την τσάπα, είναι τα γράμματα. Ήταν και η εποχή που τον τραγουδιστή ή τον ποδοσφαιριστή, τους θεωρούσαν κάπως. Δεν ξέρω τι γινόταν εδώ, γιατί δεν μεγάλωσα στην πόλη, αλλά στην επαρχία ήταν αρνητικά δακτυλοδεικτούμενοι. Πραγματικά με κυνηγούσε όταν έπαιζα μπάλα».

Και πως τα κατάφερες τελικά; Γιατί όταν ο γονιός είναι αρνητικός, θέλει και λίγο πείσμα και λίγο εγωισμό.

«Όλα αυτά ήταν σε υπέρμετρο βαθμό από την πλευρά μου, αλλά βέβαια ο πατέρας ήταν και το πρότυπο μου, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα παιδιά. Δεν ήθελα αυτή την κόντρα. Είχα σύμμαχο τον αδερφό μου που ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερος και είχε τελειώσει Πανεπιστήμιο. Με βοήθησε κρυφά απ’ τον πατέρα μου, εκεί γύρω στα 15, όταν με κάλεσαν στην Εθνική Παίδων να φύγω από το χωριό μαζί με έναν άλλον πιτσιρικά, μετέπειτα κουμπάρο μου. Για να έρθουμε τότε, εδώ στην Αθήνα, παίχτηκε ολόκληρο σίριαλ. Ειδικά απ’ τον πατέρα μου».

Τι κάνατε δηλαδή;

«Φύγαμε βράδυ με το βυτιοφόρο, που ερχόταν μία φορά την εβδομάδα στο χωριό για να φέρει τη βενζίνη…».

Και ο πατέρας σου νόμιζε ότι κοιμάστε;

«Όχι. Τότε πήγαινα Γυμνάσιο στην Καστοριά και έμενα στη θεία μου. Ο πατέρας μου νόμιζε ότι είμαι εκεί. Με χιόνι ένα μέτρο, μία διαδρομή έξι ωρών για να πάμε Θεσσαλονίκη όπου μας περίμενε ο αδερφός μου να πάρουμε το αεροπλάνο και να κατέβουμε στην Αθήνα. Όλα αυτά, τα έμαθε μετά από δύο-τρία χρόνια ο πατέρας μου. Με τα πολλά και με τα λίγα, ξεχώριζα όμως, σε αυτό που έκανα τότε».

Και τότε που έπαιζες μπάλα;

«Στην ομάδα του χωριού μου. Φαλτσάτα Οινόης!».

Υπάρχει ακόμα αυτή η ομάδα;

«Βεβαίως και υπάρχει. Κάποια στιγμή, λοιπόν, ο πατέρας μου ήρθε αντιμέτωπος με μία κατάσταση πρωτόγνωρη. Μπροστά σε όλα τα παιδιά του χωριού, εμφανίζεται με μία Mercedes ο τότε πρόεδρος της Καστοριάς, Γιώργος Χαλκίδης. Ο πατέρας μου ήταν στο καφενείο. Ούτε κάπνιζε ούτε έπινε. Ρωτάει ποιος είναι ο Θόδωρος Καραταΐδης;”, του λένε “αυτός”. Τον πλησιάζει “Χαλκίδης” του λέει…».

Τον γνώριζε ο πατέρας σου;

«Ναι, βέβαια. Ήταν το 1982 και δύο χρόνια πριν, το 1980, η Καστοριά είχε κατακτήσει το κύπελλο Ελλάδας. Η πρώτη επαρχιακή ομάδα που το πέτυχε. Είχε ταρακουνήσει το σύμπαν τότε. Του λέει, λοιπόν, “έχω δει το γιο σου και τον θέλω”».

Τι θέση έπαιζες τότε;

«Έπαιζα αριστερό χαφ στο χωριό, πιο πολύ ως μεσοεπιθετικός και στην Καστοριά με ήθελαν για λίμπερο, επειδή ήμουν γρήγορος. Άκου τώρα… Είχαν έναν προπονητή και με έβαζε ως λίμπερο…».

Το παλιό λίμπερο, όμως, σκούπα.

«Ακριβώς έτσι. Ο πατέρας μου, τότε συνειδητοποίησε ότι το μωρό του κάτι έχει».

“Μωρό” του σε φώναζε;

«Όχι. Τσακαλάκο με φώναζε. Εκείνον τον φώναζαν τσάκαλο. Είπε στον Χαλκίδη το “ναι” κι έτσι βρέθηκα στην ομάδα της Καστοριάς».

Έτσι ξαφνικά;

«Ε, ναι. Στα ξαφνικά γίνονται όλα ρε φίλε».

Και πως αντέδρασες; Πρώτα απ’ όλα σου το είπε ο πατέρας σου;

«Ναι. Μου είπε τι έγινε. Εγώ δεν είχα ιδέα. Βρέθηκα έτσι, στους ερασιτέχνες της Καστοριάς. Ο τότε προπονητής μου, Τομπουλίδης, μαζί με έναν άλλο προπονητή που είχα στο χωριό μου, τον Καμπουρίδη, ήταν οι πρώτοι που έβλεπαν σε μένα κάτι καλό. Εκείνοι είδαν πράγματα που ούτε η οικογένειά μου, αλλά ούτε εγώ ως παιδί, μπορούσαμε να διακρίνουμε. Επειδή όμως, ήταν παλιοί ποδοσφαιριστές έβλεπαν πάνω μου αυτό το κάτι. Ο Τομπουλίδης, λοιπόν, στην κηδεία του οποίου έκλαψαν και οι πέτρες, μου έλεγε: “εγώ θα σε κάνω επαγγελματία και μετά θα φύγω απ’ αυτή τη ζωή».

Απίστευτο…

«Το ίδιο μου έλεγε και ο πρόεδρος, ο Χαλκίδης. Το ’82-’83 είναι μεταβατική χρονιά για την ομάδα, γιατί πέφτει από την Α’ στη Β’ Εθνική, με τα τεράστια ονόματα στη σύνθεσή της. Πρόλαβα κι είχα και τρεις συμμετοχές, τότε. Όντως, στο εξάμηνο με έκαναν επαγγελματία…»

Φεύγαμε για τους αγώνες και φιλούσαμε μάνα και γυναίκα γιατί δεν ξέραμε εάν θα ξαναγυρίσουμε! Το ζέσταμα ήταν μπουνιές και κλωτσιές. Αφού όταν ήρθα στην Α Εθνική, έλεγα “δεν θα παίξω εγώ εδώ; Στα σαλόνια; Δεν υπάρχει περίπτωση…”!

Η 1η μου συμμετοχή ήταν στο Καστοριά – Άρης 0-0, όπου έπαιξα αριστερό χαφ. Στους ερασιτέχνες έπαιζα ως λίμπερο. Η 2η, τραυματίζεται το βασικό αριστερό μπακ της Καστοριάς τότε, ο Σιαπανίδης και με ρωτάει ο κόουτς “θα παίξεις αριστερό μπακ;”. Του λέω “όπου μου πεις”. Παίζω αριστερό μπακ με ΟΦΗ και μαρκάρω τον Θαλή Τσιριμώκο, ένα από τα τοπ ονόματα τότε. Τελειώνει το ματς και μου λέει “μικρέ, συνέχισε να δουλεύεις, θα παίξεις μπάλα!”. Ήταν κάτι πολύ ωραίο και αυθόρμητο που αργότερα όταν μπόρεσα κι εγώ να το περάσω σε νέα παιδιά, το έκανα. Τελικά, μετά από αυτό το παιχνίδι καθιερώθηκα. Έπαιξα πέντε χρόνια Β’ Εθνική. Τότε, Β’ Εθνική καταλαβαίνεις… Παίζαμε στ’ αλώνια, μέσα στο χώμα. Φεύγαμε για τους αγώνες και φιλούσαμε μάνα και γυναίκα γιατί δεν ξέραμε εάν θα ξαναγυρίσουμε! Το ζέσταμα ήταν μπουνιές και κλωτσιές. Πολύ σκληρό πρωτάθλημα. Αφού, όταν ήρθα στην Α Εθνική, έλεγα “δεν θα παίξω εγώ εδώ; Στα σαλόνια; Δεν υπάρχει περίπτωση…”».

Όταν λες μπουνιές και κλωτσιές στην προθέρμανση;

«Ξύλο παίζαμε. Κανονικά όπως στο λέω».

Με τους αντιπάλους;

«Ναι (γέλια). Πολύ ξύλο. Κάτι ματς με την Προοδευτική, με τον Εθνικό… Αίμα και άμμος. Έκανα 30 ματς το χρόνο. Είχα 150 συμμετοχές γεμάτες στη Β’ Εθνική. Τα δύο μου τελευταία χρόνια εκεί, είχαν την τύχη να έχω προπονητή τον Χρήστο Τερζανίδη. Ο Χρηστάρας, να ‘ναι καλά. Από τους καλύτερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει στο ποδόσφαιρο. Δεν τον πρόλαβα να παίζει, αλλά απ’ ό,τι είχα ακούσει υπήρξε σπουδαίος ποδοσφαιριστής. Μάλιστα, είχε ξεκινήσει το ποδόσφαιρο στα 26 του χρόνια! Άρα το όνειρο φίλε, δεν έχει σημασία πότε θα το πετύχεις. Σκέψου. Στα 26 του! Με καριέρα ΠΑΟΚ, Παναθηναϊκό, Εθνική. Στα 26 του! Αυτός ο άνθρωπος, λοιπόν, έβλεπε πολλά περισσότερα πράγματα σε ‘μένα. “Εσύ θα παίξεις Εθνική Ελλάδας μου έλεγε”».

Εσύ τα πίστευες αυτά τότε;

«Βέβαια. Γιατί όταν σου τα λέει ένας άνθρωπος που είσαι μαζί του από το πρωί μέχρι το βράδυ και πίστευε εκείνος σε ‘μένα, γιατί να μην πιστέψω κι εγώ στον εαυτό μου;».

Είναι ώριμη σκέψη για ένα νέο παιδί που έχει όνειρα, φιλοδοξίες και περιμένει να του έρθουν εύκολα τα πράγματα στη ζωή. Αν κι εσύ συνάντησες δυσκολίες…

«Σταύρο, στα 19 μου ήμουν αρχηγός στην Καστοριά. Είχα συμπαίκτη τον Γιώργο Παράσχο κι εκείνος με ψήφιζε για αρχηγό! Αυτά δεν τα ξέρετε. Ακόμα κι εκείνος όμως, πίστευε σε ‘μένα. Μπροστάρης. Δεν καταλάβαινα τίποτε».

Μου έλεγε ο Στολτίδης σε παλαιότερη συνέντευξη που κι εκείνος είχε ξεκινήσει να παίζει μπάλα στο χωριό του, στις αλάνες, παιδί 16 χρονών με αντιπάλους 30άρηδες, ότι οι νέοι δεν σκληραγωγούνται πλέον έτσι. Συμφωνείς;

«Σε γυρίζω πίσω τώρα. Πρώτη μου συμμετοχή στην ομάδα του χωριού. Είμαι παρά κάτι 15 ετών. Το χωριό μου λέγεται Οινόη και παίζουμε σε ένα άλλο χωριό που λέγεται Πεντάβρυσος. Δύο κατεξοχήν ποντιακά χωριά. Άρα καταλαβαίνεις… Στο 80′ λοιπόν κι ενώ η ομάδα μου κερδίζει μέσα στο άλλο χωριό, πέφτει τέτοιο ξύλο που έβλεπες αίματα στα πρόσωπα των παικτών. Με σηκώνει ο κόουτς για να παίξω και εκείνος που βγαίνει για να μπω, είναι μέσα στα αίματα! Του λέω “δεν μπαίνω”. Μα, μου λέει, “όχι, δεν μπαίνω”. Και δεν έπαιξα.

Μετά για καμιά βδομάδα έλεγαν του πατέρα μου ότι ο γιος του είναι χέστης και φοβήθηκε να μπει να παίξει. Θέλω να σου δείξω με αυτό, τι συνθήκες επικρατούσαν σ’ αυτά τα παιχνίδια. Μετέπειτα και μπήκα και έπαιξα και τα έζησα από πρώτο χέρι όλα αυτά. Εκείνη τη στιγμή, όμως, με τον τρόπο που θέλησαν να με βάλουν να παίξω, δεν το δέχθηκα. Εκείνοι νόμιζαν ότι χέστηκα. Δεν το δέχθηκα. Αυτό, λέω, δεν είναι ποδόσφαιρο. Εγώ ήμουν 15 ετών κι ο άλλος 32, με οικογένεια και παιδιά, να είναι μέσα στα αίματα. Στην πορεία και μέσα από την καριέρα που έκανα, απέδειξα σε όλους εκείνους που τα έλεγαν αυτά, ότι δεν φοβήθηκα».

Είχα κλείσει στην ΑΕΚ, έτοιμος να μπω στο ταξί και μπούκαρε ο Τερζανίδης, σχεδόν κλαίγοντας

Πάμε πάλι στην Καστοριά.

«Εμφανίζεται, λοιπόν, τις δύο τελευταίες χρονιές ο Χρήστος Τερζανίδης, έχουμε τρομερή φουρνιά παικτών, κάνουμε πρωταθλητισμό στη Β’ Εθνική και χάνουμε το πρωτάθλημα και τις δύο χρονιές στην τελευταία αγωνιστική. Μία μέσα στις Σέρρες με Ηλία Σαββίδη, Σοφιανόπουλο. Πολύ δυνατή ομάδα τότε και ο Πανσερραϊκός».

Πως και δεν σε είχε δει κανένας από καμιά μεγαλύτερη ομάδα μέχρι τότε;

«Το ’86, επειδή ο Χρήστος Τερζανίδης είχε σχέσεις με ΠΑΟΚ και με Παναθηναϊκό, με πρότεινε στον καπετάνιο (σ.σ. Γιώργος Βαρδινογιάννης). Τελικά, είχε κλείσει τον Χατζηαθανασίου εκείνος και του είπε “άσ’ τον για αργότερα”. Το ’87-’88 είχε πει στους ανθρώπους του ΠΑΟΚ, ελάτε να δείτε έναν καλό παίκτη. Είχε έρθει να με δει ο μεγάλος ο Σαράφης σε ένα ματς που παίζαμε στην έδρα μας. Ο Σαράφης είπε του Χρήστου ότι ήθελαν έναν πιο ανασταλτικό παίκτη και πήραν τελικά στον ΠΑΟΚ τον Μαυρέα. Ο Τερζανίδης είχε στείλει μέχρι χαρτί στον ΠΑΟΚ στο οποίο έγραφε “πάρτε τον, θα παίξει Εθνική”. Τόσο πολύ πίστευε σε μένα. Μετά ξεκινάει ένα αλισβερίσι με τον Τυροβολά της ΑΕΚ. Στα τηλέφωνα κάθε μέρα με τον πεθερό μου, γιατί ο πατέρας μου είχε φύγει τότε…».

Με τη γυναίκα σου πόσα χρόνια είστε μαζί;

«Από 14 ετών! Μαζί μεγαλώσαμε. Στην Καστοριά, λοιπόν, η ομάδα πήγαινε για πρωταθλητισμό, έχωνε λεφτά μόνο ο πρόεδρος, οι άλλοι δεν έβαζαν τίποτε και τους λέει “εάν δεν βάλετε λεφτά, θα πουλήσω τον Κούλη. Έχω προτάσεις και θα τον πουλήσω”. Τα έχει βρει ο Τυροβολάς με τον πεθερό μου στην τιμή, τα έχει βρει και με την ομάδα και λέει μια μέρα “ο Κούλης πάει στην ΑΕΚ”».

Σε εκπροσωπούσε σαν να λέμε δηλαδή;

«Ακριβώς. Ο πεθερός μου ήταν σαν πατέρας μου. Είχα την τύχη αυτόν τον ρόλο να τον παίξει ο κύριος Γιώργος. Είμαστε 30 χρόνια μαζί. Έχουν κλείσει ραντεβού και θα πηγαίναμε με ταξί από την Καστοριά στο Βόλο, όπου θα ήταν και ο Τυροβολάς, για να υπογράψουμε. Θυμάμαι, μάλιστα, ότι η συμφωνία ήταν να παίρνω ένα εκατομμύριο το χρόνο για πέντε χρόνια, δηλαδή πέντε εκατομμύρια συνολικά και η ομάδα θα έπαιρνε 25 εκατομμύρια μέσα σε αυτήν την πενταετία» .

Πολλά λεφτά για την εποχή.

«Άκου τώρα. Εκεί που γίνεται το συμβούλιο και περιμένω σε μία γωνίτσα να με βάλουν στο ταξί να φύγουμε, μπουκάρει μέσα ο Τερζανίδης, σχεδόν κλαίγοντας και λέει “ο Κούλης δεν θα πάει στην ΑΕΚ. Θα πάει στον Ολυμπιακό”! Πρόσεξε, ένας άνθρωπος που ήταν συνδεδεμένος με ΠΑΟΚ και Παναθηναϊκό, δεν με άφησε να πάω στην ΑΕΚ! Τόσο πολύ με αγαπούσε. Και στον Ολυμπιακό, επί Κοσκωτά τότε, γινόταν το σάρωμα. Σκέψου είχε κάνει 98 συμβόλαια! Λένε, λοιπόν, οι άνθρωποι της Καστοριάς “με τα λεφτά τι γίνεται;”. Τους λέει «θα πάρετε 25, για πέντε χρόνια και θα τα πάρετε όλα αύριο». Πήγα στο Βόλο, μπήκα σε μία Mercedes κατέβηκα Πειραιά και αμέσως υπέγραψα στον Ολυμπιακό».

Με τα ίδια λεφτά που σου έδινε και η ΑΕΚ;

«Ακριβώς τα ίδια. Ήρθαμε εδώ Πειραιά, βρήκαμε τον αδερφό του κυρ Γιώργη, τον Σταύρο Κοσκωτά και μου δίνει -θυμάμαι- ένα βιβλιάριο με πέντε εκατομμύρια δραχμές. Ξέχασα να σου πω, ότι τα λεφτά μου τα έδιναν κι εμένα μπροστά, κλειστά όμως, για τους έξι μήνες που απέμεναν μέχρι το καλοκαίρι που θα πήγαινα στον Ολυμπιακό γιατί έπρεπε να τελειώσω τη χρονιά με την Καστοριά, με την οποία κάναμε πρωταθλητισμό».

Και μετά;

«Φεύγουμε με το ταξί, είχα τότε μαζί μου και έναν σύμβουλο της Καστοριάς, πάμε στην Πτολεμαΐδα που είχε μία τράπεζα “Κρήτης” και βλέπουμε δύο σακούλες μαύρες, με όλα τα λεφτά μέσα».

Περίμενε, δεν στα είχαν δώσει σε βιβλιάριο;

«Αυτά στις σακούλες, ήταν τα λεφτά της ομάδας! Τα 25 εκατομμύρια. Φτάνουμε, λοιπόν, στο ιστορικό, χωμάτινο γήπεδο της Καστοριάς, με τους παιχταράδες τότε που ήταν όμως έξι μήνες απλήρωτοι και οι περισσότεροι από αυτούς οικογενειάρχες και με το που είδαν τα λεφτά, με έπιασαν και με πετούσαν στον αέρα! Σου μιλάω, τώρα, για κάτι σκηνές… Έμεινα άλλους έξι μήνες πάνω κάνοντας πρωταθλητισμό στη Β’ Εθνική, αλλά τελευταία αγωνιστική δεν τα καταφέραμε. Παίζαμε με τον Απόλλωνα, 3-3 το σκορ και θέλαμε διπλό για να περάσουμε εμείς. Τελικά, το έληξαν στο 85’… Καλά έκαναν. Να σου πω, όμως, κάτι ακόμα που έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο, ίσως το σημαντικότερο…

Ο ΓΚΜΟΧ ΚΑΙ ΤΟ ΞΥΛΟ ΣΤΟΝ ΚΑΡΑΠΙΑΛΗ

 

Διαβάστε όλη τη συνέντευξη στο contra.gr

 

 

 

 

περισσότερα
Back to top button