Καστοριά

Αληθινές Ιστορίες: Για μάγκες … Και Μάγκες (της Βιβής Φαρσαλιώτου-Ιατρού)

13332954_1398930990133896_3673483933428474524_n

Ήταν συνηθισμένη η ώρα. Μιας συνηθισμένης ημέρας του χειμώνα εκείνης της χρονιάς. Κάμποσες μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Κρύος εκείνος ο χειμώνας. Απ’ τους πιο κρύους των πολλών τελευταίων χρόνων.
Και η πορεία η δική μου, συνηθισμένη. Μετρημένα τα χιλιόμετρα, αμέτρητες οι όψεις και οι θωριές, μέσα απ’ τα γυμνά κλαδιά των πλατανιών, έτσι που, σ’ άφηναν να βλέπεις μέσα τους, πάνω τους, πέρα τους…. (αυτό αγαπώ στα γυμνά δένδρα. Την ελεύθερη κι ανεμπόδιστη θέα). Μετρημένοι οι συνοδοιπόροι τέτοιες κρύες γκρίζες μέρες. Αμα, από την ώρα καταλάβεις δε, ότι , πάει να δύσει κι ο Ήλιος που, απ’ την ανατολή του δεν έχεις ιδεί καθόλου , όλο και τελειώνουν οι πιθανότητες να απαντήσεις άνθρωπο σε τούτον τον Γύρο.

Οι σταθερές ανταμωσιές τους αρκετούς τελευταίους μήνες, (από το καλοκαίρι, θαρρώ) ήταν τα δυο παιχνιδιάρικα σκυλάκια, που, από κάποιον, για κάποιον, και με κάποιον λόγο βρέθηκαν να κατοικοεδρεύουν εκεί, στην άκρη των βράχων, δίπλα στα φρεσκοτελειώματα της σπηλιάς. Ένα ζευγαράκι ήταν, καν δεν έμοιαζε το ένα με τ’ άλλο, το ένα, τ’ αρσενικό, σηκώνονταν στα πισινά του πόδια και αγκάλιαζε τα πόδια του πάσα ένα περαστικού , και τ΄ άλλο, το θηλυκό, χοροπηδούσε γύρω του κι έπαιρνε τον πάσα ένα διαβάτη στο κατόπι. Ίσως και πεντακόσια μέτρα πέρα….. Κι εκεί, συναντούσε άλλον διαβάτη, αντιθέτως κινούμενο και, τον έπαιρνε τούτον στον κατόπι μέχρι να ξαναγυρίσει στους βράχους τους . Και πάλι τα ίδια… Και πάλι. Όλη την μέρα, μ’ όλους τους διαβαίνοντες. Ο καθένας τα είχε δώσει το δικό του όνομα. Ο,τι του άρεζε. Ο,τι του γούσταρε. Πολλοί, μπέρδευαν και το αρσενικό με το θηλυκό και δίναν ανάποδα τα ονόματα, αλλά, τα σκυλάκια, πάλι καταλάβαιναν κι ανταποκρίνονταν, κι απαντούσαν σ’ όλους με χαροκουνήματα της ουράς τους και στους πιο θαρραλέους, με χειρογλυψιές και τραγουδογαυγίσματα. Και παίρναν τ’ ανάλογα χαϊδέματα απ’ όλους. Οι 8 καμπαλέρος εκείνης της εποχής, τους κουβαλούσαν όλα τα καλούδια και τα τάιζαν, κάθε μέρα, ανελλιπώς. Και πολλοί άλλοι, άτυποι <καμπαλέρος> , τα κερνούσαν σκυλολιχουδιές κάθε τόσο.
Εκεί, η σκυλίτσα, στα μέσα και μέσα στον βροχερό Νοέμβρη γέννησε τα οκτώ πανέμορφα σκυλάκια της. Τους καρπούς του μεγάλου τους Ερωτα, που, άνθισε ανάμεσα στα καλοκαιρινά πλατάνια, που, λούστηκε στην Λίμνη του καλοκαιριού, που, υμνήθηκε απ΄όλα του Γύρου της Λίμνης τα πουλιά και που, στοργεύτηκε απ’ όλους τους διαβάτες τούτου του τόπου…
Πιο ζωντανή, πιο γλυκιά, πιο χαρούμενη, πιο ζεστή, πιο συνεπή, πιο αξιοπρεπή συναναστροφή , δεν είχαμε ξανανιώσει ποτέ εκεί Γύρω (κι ούτε ξανανιώσαμε έκτοτε…..)

Έτσι περνούσαν οι μέρες και γίνονταν μήνες εκείνο τον χρόνο. Μέχρι την μέρα που σας λέω …
Ούτε και ως σήμερα κατάλαβα πώς βρέθηκα να μην έχω συναντήσει ουδ’ έναν συμπεριπατητή εκεί πέρα. Ήταν πιο πολύ το κρύο –ως φαίνεται. Και τα δικά μου χέρια είχαν κρυώσει πολύ και σαν είδα τον μικρούλη να τρέχει προς το μέρος μου, <αχ, μάγκα μου>, του φώναξα, <σήμερα δεν έχει χάδια. Ούτε κουνώ τα χέρια απ’ τις τσέπες μου>….
Ο Μάγκας μου, με κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. Τα δικά του, ολοστρόγγυλα μαύρα βρεγμένα μάτια, καρφώθηκαν στα δικά μου που άρχισαν να παγώνουν ξαφνικά. Επέμενε να πηδάει στα πόδια μου κι εγώ, σταθερή στην προειλημμένη μου απόφαση, να του μιλώ χωρίς να τον αγγίζω. Ξαφνικά, κάνει προς το πλάι, νόμισα πως παρατάει την προσπάθεια, ίσως και να είχε δει κανέναν άλλον να έρχεται από πίσω μου και να πήγαινε αλλού να βρει χαϊδέματα, φαντάστηκα….. Σε στιγμές που δεν ήταν μεγάλες, (μετά που τόσο τα σκέφτηκα όλα, σίγουρα μόνο ένα-δυο ανοιγοκλείσματα ματιού ήταν ο χρόνος, ), γραπώθηκε απ’ το χέρι μου, με τα δόντια του, απαλά όμως, σαν ένα μωρό που τραβάει τη μάνα του, πάνω απ’ το χοντρό χειμωνιάτικο άσπρο μπουφάν μου. Με γράπωσε, και άρχισε να με τραβάει προς τα βράχια τους. Απόρεσα και χαμογέλασα …. Το βρήκα τόσο …γλυκό….. τόσο χαριτωμένο…… Σα να με καλνούσε να με πάρει στο σπιτικό του ένας <Φύλος>* αγαπημένος. Πέντε βήματα ήταν όλα κι όλα. Και 3 μικρά σκαλοπατάκια χαραγμένα στον βράχο.
Σ’ οδηγούσαν στο μικρό πλάτωμα, όχι πιο πολύ από ένα –ενάμισι τετραγωνικό ανθρώπινης μέτρησης. Τσιμεντένιας επίστρωσης. Μπροστά, σαν αυλόγυρος. Πίσω ήταν οι Βράχοι που φιλοξενούσαν το υπνοδωμάτιο, του ζεύγους και της πολυμελούς ευτυχισμένης οικογένειάς τους.
Η <τραπεζαρία> τους εκεί. Στην τσιμεντένια επίστρωση. Εκεί άφηναν όλοι τα καλούδια που τους φέρναν με περισσή αγάπη. Εκεί, άφησαν και οι <άλλοι> το δικό τους πεσκέσι .
Ανεβήκαμε <παρέα> . Εμπρός ο σκυλάκος μου -με την <όπισθεν>, πίσω το μανίκι με το χέρι μου και πιο πίσω εγώ. Στο τελευταίο ανέβασμα, μ’ άφησε. Έκανε ένα βήμα πίσω, να μ΄αφήσει χώρο –και χρόνο- να ιδώ και για να με βλέπει ίσα -κατάματα και άφησε ένα αναφιλητό να του βγει απ’ τη ψυχή του.

Έμεινα με μάτια- στόμα ορθάνοιχτα, πόδια ακούνητα , καρδιά κλεισμένη:
Οκτώ μικρά, καφέ σκυλάκια, παραταγμένα στη σειρά, ήσυχα, ήρεμα, θήλαζαν τις σταγόνες Ζωής που αναλογικά και ίσια τους μοίραζε, η Μητέρα Σκύλα, η Μητέρα των Σκύλων, η Λατρεμένη που, ο Μάγκας της , σε πλήρη απόγνωση και χωρίς Ελπίδα, με παρακάλεσε και με προσκάλεσε να αποχαιρετήσω, νεκρή.
Οκτώ ορφανά σκυλάκια, Θήλαζαν τη νεκρή Μάνα τους…………………..
Το φαρμάκι, είχε βγει από το στόμα της, αφού την είχε σκοτώσει. Δεν ξέρω, από ποιανού Θεού, Σοφία, το φαρμάκι δεν έφτασε στο πηγάδι της Ζωής, το γάλα που συνέχισαν να τρώνε τα απροστάτευτα ορφανά της. ……………
Δεν έμαθα ποτέ μου αν κάποιος έψαξε ποτέ τον Μάγκα και την Μητέρα Σκύλα.

Οι φόλες δεν σταμάτησαν ποτέ. Κανείς δεν είδε ποτέ κάποιον να τις σκορπάει. Γι’ αυτό –κοινό- ανομολόγητο μυστικό είναι, μόνον, ο κοινός τόπος, το, ποιους εξυπηρετούν οι φόλες.
Παρόλα ταύτα, υπάρχει ένας που γνωρίζει τις Αλήθειες. Αυτός, ο, της Δίκης, οφθαλμός, ος τα πανθ’ ορά.

 

Βιβή Φαρσαλιώτου + Ιατρού
2016 χρόνια, μετά .

ΥΓ. Άνθρωποι, φρόντισαν στη συνέχεια για τα οκτώ ορφανά και βρήκαν σπίτι. Δεν ξέρω για πόσο. Θέλω να πιστεύω για πάντα. Ο Μάγκας γύριζε για λίγο ακόμη καιρό στα ίδια μέρη, μετά εξαφανίστηκε.
Η ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή και μαρτυρείται από τους 8 γνήσιους και όλους τους άτυπους Καμπαλέρος της Πόλης αυτής, γιατί κλάψανε πολύ.

* <Φύλος> είναι η λέξη που, από ανάγκη, να ξεχωρίσω τους Φίλους από τους φίλους και τους άλλους, αυθαίρετα, κατασκεύασα.

 

Φωτογραφία: Γιώργος Ιατρού

 

 

 

περισσότερα
Back to top button