Καστοριά

Καστοριά: “Φουλ του Άσσου” του Νίκου Κοτανίδη (απόσπασμα)

foultouassou2

Εκτενές απόσπασμα του βιβλίου  “Φουλ του Άσσου” του πρωτοεμφανιζόμενου στα ελληνικά γράμματα Καστοριανού συγγραφέα Νίκου Κοτανίδη 

Αναλυτική παρουσίαση του βιβλίου και του συγγραφέα ΕΔΩ

 

Ο Ορέστης μπήκε ξέπνοος στο θάλαμο. Ήταν πέρα από κάθε έκπληξη αυτό που αντίκρισε. Σκόρπια πράγματα πεταμένα πάνω στο γραφείο του και στο πάτωμα, οι κουβέρτες και τα σεντόνια όμοια με ένα κουβάρι πάνω στο κρεβάτι του, τα φύλλα του φοριαμού του ορθάνοιχτα. Συρτάρια βγαλμένα, το περιεχόμενό τους ανακατεμένο, κρεμάστρες πεσμένες, ρούχα τσαλακωμένα. Ενστικτωδώς κοίταξε το ρολόι του. 06:40. Δέκα λεπτά απέμεναν μέχρι να αρχίσει η επιθεώρηση. Σάστισε. Άρχισε να τοποθετεί τα πράγματά του στο φοριαμό χωρίς να νοιάζεται για την καλαισθησία, αρκεί να έμπαινε τάξη στο χάος που επικρατούσε. Τα λεπτά έτρεχαν αδυσώπητα. Λίγα προλάβαινε να κάνει. Τα παράτησε. Έτρεξε στα λουτρά και άδειασε την κύστη του που τον πέθαινε ήδη από την ώρα της γυμναστικής. «Γιατί το κάνουν αυτό; Σα να σε βάζουν να γράψεις διαγώνισμα χωρίς ύλη. Γιατί; Γιατί;». Τα ερωτήματα βασάνιζαν τον Ορέστη, ενώ προσπαθούσε να κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε. Ακούστηκε ένα σάλπισμα. Ο Γάσπαρης πήρε το όπλο του και στάθηκε μπροστά από το κρεβάτι του. Ο Ορέστης συνέχισε να τακτοποιεί τα πράγματά του, ώσπου στο θάλαμο μπήκε ο Μύρωνας.
— Σήμανε επιθεώρηση! Ακόμη να περάσετε στις θέσεις σας άσσοι; είπε και κατευθύνθηκε στο γραφείο του.

Ο Ορέστης στάθηκε μπροστά από το κρεβάτι του. Ο θυμός και η απογοήτευση ήταν ανάκατα μέσα του. «Και εσύ Μύρωνα; Γιατί το κάνεις αυτό; Δεν προσπάθησα χτες, δεν έμαθα; Δεν ήθελα να μάθω κι άλλα; Τι προσπαθείς να αποδείξεις; Δεν ήρθα εδώ για να με ξεφτιλίζεις. Ποτέ δεν έδωσα σε κάποιον το δικαίωμα να με παρατηρήσει για παράλειψη των υποχρεώσεών μου. Μήπως εσύ και όλη η παρέα σου θέλετε να αποδείξετε πόσο ανώτερα όντα είστε; Σε ζούγκλα ήρθα;», σκέφτηκε. Έσκυψε το κεφάλι και κοίταξε τις αρβύλες του που ήταν κατάλευκες από τη σκόνη. Ενστικτωδώς γύρισε το κεφάλι δεξιά για να δει τις ενδρομίδες του Γάσπαρη και διαπίστωσε ότι μπορούσε να καθρεφτιστεί πάνω τους.
—Είστε ένα μάτσο χάλια άσσοι. Γιατί δεν τακτοποιήσατε τα πράγματά σας; Κρεβάτια άστρωτα, άπλυτοι, αγυάλιστοι, αξύριστοι, φοριαμοί χάλια και δεν κάνατε καμιά δουλειά του θαλάμου. Είστε γελασμένοι αν νομίζετε ότι ολόκληρος κύριος τριτοετής θα κάνει τις δουλειές σας. Δεν άρχισε καλά η μέρα! Σε λίγο θα έρθει για επιθεώρηση ο λοχίας, μπορεί και ο επιλοχίας. Τι θα τους πείτε; Τι θα πείτε στον διμοιρίτη και τον λοχαγό; Δε σας βλέπω καθόλου καλά…
—Μας χαλάσατε τα πράγματα, μας καθυστέρησαν στη γυμναστική, ούτε τουαλέτα δεν προλάβαμε να πάμε. Ας έρθουν! Θα τους πούμε τι έγινε, είπε ο Μαρκόπουλος.
—Σοβαρά άσσε; Σου το είπα και χτες, άμα δε γουστάρεις, ξέρεις πού είναι η πύλη, είπε απότομα ο Μύρωνας.
—Δε μας βάλατε εσείς στη Σχολή για να μας δείχνετε το δρόμο της εξόδου.
—Πρώτα απ’ όλα να μιλάς μόνο για τον εαυτό σου. Δε σε όρισε κανένας δικηγόρο της πρώτης τάξης. Είσαι υποχρεωμένος να εκτελείς όλες τις διαταγές είτε σου αρέσουν είτε όχι. Αν δεν τις γουστάρεις βγαίνεις παραπονούμενος αφού όμως πρώτα εκτελέσεις. Αν δεν το κάνεις είσαι ένοχος για απείθεια και ανυπακοή με όποιες συνέπειες μπορεί να έχει κάτι τέτοιο. Κατάλαβες;
—Κατάλαβα! απάντησε κατακόκκινος ο Μαρκόπουλος.
—Έχε επίσης υπόψη σου ότι τα λάθη σου δεν τα πληρώνεις μόνο εσύ αλλά και οι συμμαθητές σου. Ξέρεις τι θα γίνει αν ενημερώσω τον διμοιρίτη ή τον λοχαγό ότι ένας πρωτοετής είναι απείθαρχος; Φτιάξτε τώρα τα κρεβάτια σας γρήγορα μην ξεφτιλιστούμε ομαδικά!
Χωρίς καθυστέρηση άρχισαν να στρώνουν τα κρεβάτια τους. Ο Μαρκόπουλος ήταν πιο γρήγορος και μεθοδικός. Ο Ορέστης έριχνε κλεφτές ματιές προς την πλευρά του για να δει πώς δουλεύει. Όταν τελείωσε, το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό, αλλά τουλάχιστον είχε προσπαθήσει. Ο Μύρωνας τους πέταξε μια βούρτσα παπουτσιών και πρώτα ο ένας, μετά ο άλλος ξεσκόνισαν τις αρβύλες τους.
—Άσσε ετοιμάζεσαι για το ιερατικό σώμα; Αμέσως μετά το πρωινό φαγητό να ξυριστείς, είπε ο Μύρωνας στον Μαρκόπουλο.
Ο Ορέστης πίστεψε ότι το ζήτημα δεν τον αφορούσε μιας και δεν είχε γένια.
—Το ίδιο κι εσύ άσσε! Βλέπω κάτι τριχούλες στο πηγούνι σου, είπε ο Μύρωνας.
Ακούστηκε το σάλπισμα για την αναφορά λόχου. Ήταν ευτύχημα που δεν είχε πάει κανένας στο θάλαμο για επιθεώρηση.
—Κλειδώστε τις ντουλάπες σας και τροχάδην στο προαύλιο! Αφήστε τα κλειδιά επάνω! διέταξε ο Μύρωνας.
Βγήκαν στο προαύλιο και οι διμοιρίες παρατάχτηκαν σε τριάδες. Σε αντίθεση με την αναφορά του βραδινού φαγητού, αυτή τη φορά ήταν η μία δίπλα στην άλλη. Το ίδιο τελετουργικό επαναλήφθηκε. Γκαπ, γκαπ, χτυπούσαν οι ενδρομίδες των υπαξιωματικών που έπαιρναν και έδιναν αναφορά. Μόλις τελείωσαν, ο επιλοχίας Πετρόπουλος διέταξε,
—Οι για την αναφορά του λόχου να εξέλθουν!
Ένας ζυγός σχηματίστηκε μπροστά από το λόχο έχοντας τα όπλα στη θέση επ’ ώμου. Ο επιλοχίας βρήκε την ευκαιρία για εκφοβισμό των πρωτοετών. Επικαλούταν θεούς και δαίμονες γιατί καθυστέρησαν στη γυμναστική, γιατί τόλμησαν να βρίσκονται στην αναφορά του λόχου με άβαφες αρβύλες, γιατί οι θάλαμοι ήταν ατακτοποίητοι, γιατί ήταν αξύριστοι, γιατί, γιατί… Σταμάτησε απότομα όταν πλησίασε ένας υπολοχαγός. Του έδωσε αναφορά. Σε λίγο ήρθε και ο διοικητής του λόχου. Ξανά αναφορά από τον υπολοχαγό αυτή τη φορά. Ο λοχαγός πήρε θέση με μέτωπο προς το λόχο, χαιρέτησε στρατιωτικά και καλημέρισε τους Ευέλπιδες.
—Καλημέρααα! απάντησε ο λόχος.
—Δεν είναι καλημέρα αυτή! Δεν είδα κανένα τζάμι να σπάει, παρατήρησε ο λοχαγός και φώναξε πιο δυνατά «Καλημέρααα!».
Αυτή τη φορά η απάντηση του λόχου αντήχησε βροντερή. Ικανοποιημένος, ο λοχαγός άρχισε την ακρόαση των Ευελπίδων που στέκονταν αναφερόμενοι μπροστά του. Η φωνή τους δυνατή, κοφτή. Οι περισσότεροι ανέφεραν ποινές που τους είχαν επιβληθεί. Έφτασε μπροστά σε ένα δευτεροετή. Εκείνος χαιρέτησε χτυπώντας με δύναμη τη δεξιά του παλάμη στο κοντάκιο του όπλου του και στη συνέχεια κατέβασε το χέρι και το κόλλησε στο δεξί του πλευρό.
—Εύελπις δευτέρας Παπαγραμματόπουλος Λάζαρος! Παρουσιάζομαι κύριε λοχαγέ στην αναφορά του λόχου για να αναφέρω ότι αναφέρομαι από τον επιλοχία Εύελπι τετάρτης Πετρόπουλο Θεόδωρο, διότι κατά την βραδινή αναφορά του συντάγματος για φαγητό, κουνήθηκα στη στάση της ημιανάπαυσης.
—Γιατί Παπαγραμματόπουλε;
—Αδικαιολογήτως!
—Δεν υπάρχει αδικαιολογήτως Παπαγραμματόπουλε. Έτσι έγινε;
—Μάλιστα κύριε λοχαγέ!
—Βλέπω ότι δε λες να συντονιστείς. Πόσες ποινές, Παπαγραμματόπουλε, έχεις από την αρχή της χρονιάς;
—Δώδεκα μέρες κράτηση κύριε λοχαγέ!
—Πότε λήγουν οι ποινές σου;
—Αύριο κύριε λοχαγέ!
—Από τότε που γύρισες από την καλοκαιρινή άδεια βγήκες έξω κανένα σαββατοκύριακο;
—Όχι κύριε λοχαγέ!
—Δε θέλεις να βγαίνεις εξοδούχος;
—Θέλω κύριε λοχαγέ! Θα έβγαινα αυτό το σαββατοκύριακο.
—Τότε γιατί δεν προσέχεις και τιμωρείσαι συνέχεια;
—Αδικαιολογήτως!
—Τέσσερις ημέρες κράτηση Παπαγραμματόπουλε για το παράπτωμα που σε αναφέρει ο επιλοχίας και άλλες δύο γιατί δε χαιρέτησες ζωηρά! Πάει και αυτό το σαββατοκύριακο έτσι δεν είναι;
—Μάλιστα!
—Για να δούμε από δω και πέρα τι θα κάνεις. Θα σε παρακολουθώ στενά.
Ο λοχαγός τελείωσε με τους αναφερόμενους και εκείνοι με παράγγελμα επέστρεψαν στις θέσεις τους. Μόνο ο επιλοχίας και το όργανο υπηρεσίας έμειναν εκτός παράταξης. Ο Ορέστης παρατήρησε με έκπληξη ότι το πρόσωπο του επιλοχία ήταν μεταμορφωμένο. Κοίταζε το λοχαγό τόσο γλυκά όπως μια κοπελιά τον αγαπητικό της. Ο λοχαγός ξεκίνησε ένα μακρύ λόγο που περιέλαβε κατευθύνσεις στους πρωτοετείς και παρατηρήσεις στο σύνολο του λόχου. Ακούστηκε ένα σάλπισμα, μα εκείνος συνέχισε απτόητος την ομιλία του. Κάθε φράση του ήταν πηγή ανησυχίας για τον Ορέστη που σχημάτισε την εντύπωση ότι αξιωματικοί και τεταρτοετείς ήταν στο ίδιο μήκος κύματος και χρησιμοποιούσαν την ίδια ξύλινη γλώσσα. Μιλούσαν θεωρώντας τους εαυτούς τους αυθεντίες λες και κατείχαν το μυστικό της αιωνιότητας ή το αλάθητο και τα πρωτεία του πάπα.
Δεν άρεσε στον Ορέστη εκείνο το ύφος του λοχαγού. Ακούστηκε νέο σάλπισμα. Εκείνος ακάθεκτος συνέχισε να τους βομβαρδίζει χωρίς να το λάβει υπόψη του. Κάποια στιγμή έφτασε στο τέλος της ομιλίας του λέγοντας ότι θα είχε την ευκαιρία να βλέπει την πρόοδο των πρωτοετών από κοντά καθώς ήταν ο υπεύθυνος για τη βασική στρατιωτική εκπαίδευση (ΒΣΕ) της πρώτης τάξης του 1ου Τάγματος.
Ο λόχος διαλύθηκε και οι ένοπλοι Ευέλπιδες έτρεξαν στους θαλάμους για να αποθέσουν τα όπλα τους. Έξι τεταρτοετείς, μεταξύ των οποίων και ο μελαχρινός δεκανέας που τους είχε «συνοδεύσει» νωρίτερα στη «γυμναστική», συγκέντρωσαν τους πρωτοετείς.
—Δε θα μετακινείστε εκτός λόχου μόνοι σας. Πάντοτε θα συ-γκεντρώνεστε και θα πηγαίνετε σαν τμήμα με επικεφαλής τους εκπαιδευτές σας. Συνεννοηθήκαμε;
—Μάλισταααα! ακούστηκε η ομαδική απάντηση του «νηπιαγωγείου».
—Θα πάμε για πρωινό. Αμέσως μετά τη λήξη του θα με περιμένετε έξω από την δυτική έξοδο του εστιατορίου. Καταλάβατε;
—Μάλιστααα!
Μετά από μερικά παραγγέλματα, έφυγαν τρέχοντας συντονισμένα για το εστιατόριο. Το αίτημα ενός πρωτοετή που ζήτησε άδεια να πάει στην τουαλέτα γιατί όπως είπε δεν είχε προλάβει από την ώρα που ξύπνησε, απορρίφθηκε με τη δικαιολογία ότι ήδη είχαν καθυστερήσει πολύ. Ήταν 07:45. Έπρεπε να είχαν φύγει από το λόχο στις 07:30. Το εστιατόριο έπρεπε να αδειάσει στις 08:00.

Μέσα στο εστιατόριο, ακολουθώντας ο ένας τον άλλο, αναζητούσαν τα τραπέζια του λόχου τους. Αρκετοί πρωτοετείς τριγύριζαν σα χαμένοι ψάχνοντας τις θέσεις τους. Ο Ορέστης εντόπισε τον Μύρωνα. Πήγε να καθίσει στην κενή καρέκλα στο μέσο του τραπεζιού.
—Πού πας άσσε; Δε θα ζητήσεις άδεια από τον τραπεζάρχη να καθίσεις; είπε ο Μύρωνας κοιτώντας τον επιτιμητικά.
—Συγγνώμη. Επιτρέπετε κύριε δεκανέα;
—Επιτρέπω.
—Αιτούμαι την άδειά σας να καθίσω για πρωινό.
—Κάθισε και τρώγε γρήγορα γιατί σε λίγο θα δοθεί ελεύθεροι. Και μην ξαναζητήσεις ποτέ συγγνώμη άσσε. Μόνο ο Θεός συγχωρεί.
Ο Μαρκόπουλος επανέλαβε το αίτημα και κάθισε απέναντι από τον Ορέστη.
Έτρωγαν γρήγορα, μπουκώνονταν, κατέβαζαν με μεγάλες γουλιές το ρόφημα.
—Από το μεσημεριανό φαγητό, ξεκινά το μάθημα πώς να τρώτε σαν άνθρωποι, παρατήρησε ο Μύρωνας.
Λίγα λεπτά αργότερα, ακούστηκε η φωνή του αρχηγού.
—Σύνταγμα! Τα εστιατόρια να εκκενωθούν αμέσως μετά το ελεύθεροι. Ελεύθεροι!
Ο Ορέστης προσπάθησε να βάλει μερικές ακόμη μπουκιές στο στόμα του, μάταια όμως. Οι τραπεζάρχες φώναζαν στους πρωτοετείς να σηκωθούν από τα τραπέζια. Με γεμάτο στόμα και μασουλώντας ακόμη, σηκώθηκε και βγήκε από το εστιατόριο. Περίμενε με μερικούς ακόμη συμμαθητές του στο χώρο που είχε καθορίσει ο μελαχρινός τεταρτοετής. Κάποιοι άναψαν τσιγάρο και το ρουφούσαν όσο μπορούσαν πιο γρήγορα. Οι τεταρτοετείς εκπαιδευτές δεν άργησαν να φανούν.
—Παυλίδης!
—Μάλιστα κύριε δεκανέα.
—Πήρες αναφορά άσσε;
—Όχι.
—Γιατί; Πότε επιτέλους θα μάθεις τις υποχρεώσεις σου;
Ο Ορέστης βρέθηκε σε αμηχανία. «Πριν λίγο δεν πήραμε αναφορά; Μου δώσατε καταστάσεις για να πάρω αναφορά; Είσαι τελείως βλάκας;», στριφογύρισε η απάντηση στο νου του. Δε μίλησε.
—Μώ τον σίστον μου! ξέσπασε ο μελαχρινός δεκανέας. Μετά την παρατήρηση που σου έγινε στην πρωινή γυμναστική, έπρεπε να είχες φροντίσει να γράψεις τα ονόματα των συμμαθητών σου άσσε. Σε κατάλαβα εγώ όμως, είσαι τελείως αδιάφορος. Αλλά θα δεις, θα σε φτιάξω!
Ο Ορέστης παρέμεινε αμίλητος. Ένιωσε να τον κατακλύζει η οργή. Θα ήθελε να χαστουκίσει εκείνον τον τύπο. «Φωτιά να πέσει να σε κάψει μαλακισμένο! Πώς τολμάς να βρίζεις το Χριστό μου; Ποιος είσαι;» ούρλιαξε από μέσα του. Κάτι τον συγκράτησε. Πέντε με έξι πρωτοετείς του λόχου κατέφθασαν καθυστερημένοι.
—Με το πάσο σας πουλάκια μου! Δεν πειράζει. Θα σας φτιάξω και εσάς, φώναξε ο δεκανέας.
—Ο διπλανός μου, μου έδωσε εντολή να τελειώσω το πρωινό μου, είπε δειλά ένας πρωοετής.
—Η δικαιολογία πρόχειρη στο στόμα σας έτσι; Και οι άλλοι που σας περιμένουν τι είναι; Μαλάκες; Περνιέστε για έξυπνοι άσσοι; Δε θα σας γλυτώσουν από εμένα οι διπλανοί σας.
Αμέσως μετά έβαλε τις φωνές στους αρχαιότερους πρωτοετείς κάθε διμοιρίας.
—Εσείς πήρατε αναφορά; Όχι φυσικά! Στον βίλον σας! Από εδώ και στο εξής όταν μαζευόσαστε θα μετράτε τους συμμαθητές σας και θα δίνετε αναφορά στον Παυλίδη. Καταλάβατε;
—Μάλιστααα!
Μέτρησε τελικά ο ίδιος. Όταν διαπίστωσε ότι δεν έλειπε κανείς, πήρε το τμήμα και άρχισαν να τρέχουν, όχι όμως προς το λόχο. Για να πάνε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα προτίμησε να πάνε μέσω Κύπρου για να αποδώσει δικαιοσύνη. Όταν έφτασαν στο λόχο, οι περισσότεροι πρωτοετείς κρατούσαν τα στομάχια τους. Ένας απέθεσε ζεστό το πρωινό του στον προθάλαμο. Ο δεκανέας αναγκάστηκε να διατάξει πέντε λεπτά διάλειμμα. Στο χρόνο αυτό, πολλοί έφυγαν για τα λουτρά. Ο Ορέστης και οι τρεις αρχαιότεροι πρωτοετείς, μεταξύ των οποίων και ο Βαρδάλης, βάλθηκαν να αντιγράφουν τα ονόματα των συμμαθητών τους στα μπλοκάκια τους από τον πίνακα ανακοινώσεων του λόχου. Ήθελαν να σιγουρευτούν ότι δε θα τους παρατηρούσαν ξανά για το θέμα της αναφοράς.
—Πώς πάτε παιδιά; τους ρώτησε ο Ορέστης, ενώ έγραφαν.
—Αν σου πω καλά θα με πιστέψεις; είπε ο Βαρδάλης.
Οι άλλοι κούνησαν τα κεφάλια τους.
—Θέλουν να μας σπάσουν με τη νίλα! Σας το έλεγα χτες και δε με πιστεύατε, είπε μετά από λίγο ο Χαραδήμας.
Ο Ορέστης κοίταξε το ρολόι του. Δεν προλάβαινε να γράψει όλα τα ονόματα. Αποφάσισε να τα πάρει από τους άλλους. Ζήτησε από όσους συμμαθητές του ήταν στον προθάλαμο να συγκεντρωθούν για να προλάβουν να πάρουν αναφορά, καθώς το πεντάλεπτο τελείωνε και ήθελε να αποφύγει να δώσει καινούργια λαβή στον αιμοβόρο δεκανέα. Αφού τον θεωρούσαν υπεύθυνο για την τάξη του, έπρεπε να κάνει κάτι γι’ αυτό. Οι περισσότεροι μαζεύτηκαν. Για κακή τους τύχη, δεν ήταν όλοι. Σε λίγο εμφανίστηκαν και οι τεταρτοετείς. Νέος γύρος από φωνές. Παιχνίδι παιζόταν στο μυαλό του Ορέστη. Με ποιον να τα βάλει; Με τους συμμαθητές του που άργησαν ή με τη διοικούσα τάξη; Αποφάσισε ότι του έφταιγαν όλοι, ακόμη και ο εαυτός του.

Μετά τον «εξάψαλμο», τους εξήγησαν ότι η πρωινή εκπαίδευση θα διαρκούσε έξι περιόδους έως τις 13:25. Θα μεσολαβούσαν δεκάλεπτα διαλείμματα, με εξαίρεση ένα μεγάλο στις 11:00 διάρκειας μισής ώρας, κατά το οποίο θα πήγαιναν στο εστιατόριο για να τους διανείμουν πρόγευμα. Δύο τεταρτοετείς πήραν τους πρωτοετείς της 1ης Διμοιρίας και τους πήγαν σε ένα θάλαμο της μικρής πτέρυγας. Για δέκα περίπου λεπτά τους έδειξαν πώς να τακτοποιούν τα πράγματά τους. Στη συνέχεια τους έστειλαν στους θαλάμους τους με την εντολή να κάνουν εξάσκηση στο στρώσιμο κρεβατιών.

Ο Ορέστης με την είσοδό του στο 613, αντίκρισε ξανά όλα τα πράγματα σκορπισμένα. Συνειδητοποίησε ότι έτσι εξηγούνταν η εντολή του Μύρωνα να αφήσουν τα κλειδιά πάνω στους φοριαμούς τους. Δε χρειαζόταν να έχει κάποιος μεταπτυχιακό στην αστροφυσική για να καταλάβει το παιχνίδι που παιζόταν. Κατά το χρόνο που η πρώτη τάξη είχε συγκεντρωθεί για να οδηγηθεί στο εστιατόριο, οι τεταρτοετείς είχαν φροντίσει να αφήσουν μπόλικη «δουλειά» στους διπλανούς τους. Ο Ορέστης δεν είχε καμία αντίρρηση ούτε με τη δουλειά, ούτε με την εκτέλεση των διαταγών. Εκείνο που δεν του άρεσε ήταν ο τρόπος με τον οποίο αυτά επιβάλλονταν. Είχε την αίσθηση ότι τους αντιμετώπιζαν στηριζόμενοι στο αξίωμα ότι όλοι τους ανεξαιρέτως ήταν εκ προοιμίου ένοχοι. Πιθανώς κάποιοι εξ ιδίων έκριναν τα αλλότρια. Και ο Μύρωνας έδινε εντολές, αλλά το ύφος του απείχε πολύ από του επιλοχία ή του δεκανέα που τους είχε συνοδέψει στην πρωινή γυμναστική. Δώσε εξουσία στο χωριάτη και θα σου ανέβει και στο σβέρκο…

Ο δείκτης μόρφωσης των πρωτοετών Ευελπίδων ήταν εξαιρετικά υψηλός. Αρκούσε να τους εξηγήσουν κάτι για να συμμορφωθούν. Στα άλλα πανεπιστήμια οι φοιτητές ενστερνίζονταν τις υποχρεώσεις τους με ανάλογες μεθόδους; Αν όχι, τότε γιατί εδώ; Ήταν απόλυτα κατανοητό ότι η πειθαρχία αποτελεί το βασικότερο κρίκο που διατηρεί τη συνοχή του στρατού. Γιατί έπρεπε η εμπέδωσή της να περνά μέσα από την εφαρμογή ισοπεδωτικών μεθόδων; Ο απόλυτος φόβος και οι εξευτελισμοί δεν είναι οι καλύτεροι τρόποι για τη διαμόρφωση υπεύθυνων ατόμων. Πού και πότε είχε ακουστεί ότι οι ομαδικές ποινές είναι το αλάθητο εργαλείο απόδοσης δικαιοσύνης; Μήπως κάποιοι έβγαζαν τα κόμπλεξ και τη μαυρίλα της αδιάφορης και μίζερης ύπαρξής τους σε μια εναγώνια προσπάθεια αυτοεπιβεβαίωσης; Αν ήταν έτσι, τότε τα πράγματα θα γίνονταν πολύ επικίνδυνα στα χέρια κάποιου μικρόψυχου ή στενόμυαλου βλάκα στην καλύτερη περίπτωση. Τέτοιες και άλλες σκέψεις περνούσαν από το νου του Ορέστη καθώς έφτιαχνε τα πράγματά του. Μόνο ο χρόνος έμελλε να αποδείξει το βάσιμο ή όχι των υποψιών του.
Παρέα με τον Μαρκόπουλο, έκαναν με ταχύτητα τις δουλειές τους. Οι λίγες κουβέντες που αντάλλαξαν περιστράφηκαν στο μοίρασμα των κοινών εργασιών του θαλάμου, προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν το χρόνο που καθημερινά θα απαιτούνταν. Αποφάσισαν να αλλάζουν τις δουλειές κάθε εβδομάδα. Δύο ή τρεις φορές ήρθαν στο θάλαμο οι εκπαιδευτές για να ελέγξουν την πρόοδο των εργασιών τους. Σήμανε διάλειμμα. Ο Μαρκόπουλος έφυγε για τα λουτρά για να ξυριστεί. Ο Ορέστης βγήκε στον προθάλαμο, στον οποίο είχαν αρχίσει να μαζεύονται και άλλοι συμμαθητές του. Στα πηγαδάκια διεξάγονταν χαμηλόφωνες συζητήσεις. Ο Ορέστης στάθηκε δίπλα στον Βαρδάλη.
—Τι γίνεται Μιχάλη;
—Δεν πάει καλά η ημέρα με τον Αθηνογένους. Φαίνεται πολύ κακόψυχος.
—Τι θέλει να αποδείξει;
—Πρέπει να έχει μεγάλο πρόβλημα. Τι γκαντεμιά να τον έχουμε σήμερα εκπαιδευτή!
—Τον άκουσες που έξω από τα εστιατόρια έβρισε τα Θεία;
—Εσύ τις λες; Όλοι ακούσαμε.
—Γιατί ρε παιδιά τι είπε; πετάχτηκε ένας Κύπριος πρωτοετής της 3ης Διμοιρίας.
Ο Ορέστης εξήγησε. Ο Κύπριος συμμαθητής του άρχισε να γελά.
—Πού είναι το αστείο;
—Μην παρεξηγείσαι Παυλίδη, αυτό που σου είπε έχει διαφορετική σημασία στην Κύπρο. Ο σίστος είναι το γυναικείο πράμα. Ο βίλος, το ανδρικό.
—Εντάξει, αλλά έστω και έτσι, δικαιολογείται να είναι βρωμόστομος;
Ο Ορέστης πήγε στον πίνακα ανακοινώσεων μπροστά από τον οποίο ήταν ήδη συνωστισμένοι αρκετοί συμμαθητές του και τεντώνοντας τις μύτες των ποδιών του για να βλέπει, άρχισε να γράφει. Σήμανε σύντομα. Αυτά που είχε να γράψει θα του έπαιρναν πολύ χρόνο. Σκέφτηκε ότι ίσως να προλάβαινε να τελειώσει στα διαλλείματα που θα ακολουθούσαν.
Η εκπαίδευση συνεχίστηκε μέχρι το μεγάλο διάλειμμα και περιέλαβε τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να αναφέρουν, προσοχές, ημιαναπαύσεις, κλίσεις, μεταβολές, χαιρετισμό και άλλα παρόμοια. Είχε γίνει κατά διμοιρία, με αποτέλεσμα ο Ορέστης να έχει τη χαρά να μη βλέπει τον Αθηνογένους ο οποίος ανήκε στην 3η Διμοιρία. Οι δύο τεταρτοετείς που τους εκπαίδευαν ήταν απαιτητικοί, φώναζαν, παρατηρούσαν, τους φέρονταν σα μικρά παιδιά, αλλά τουλάχιστον το ύφος τους δεν είχε την ειρωνεία του δεκανέα. Όταν έφτασε η ώρα για το πρόγευμα, ο Αθηνογένους ανέλαβε να τους οδηγήσει στο εστιατόριο, με το γνωστό τρόπο που είχε ακολουθήσει τις προηγούμενες φορές. Ο χρόνος καταναλώθηκε στη μετακίνηση που έγινε τροχάδην και στην αναμονή για την παραλαβή του προγεύματος. Υπήρχαν μόνο τέσσερα σημεία διανομής, ένα για κάθε τάξη. Αρκετοί τεταρτοετείς, για να μην περιμένουν στην ουρά της τάξης τους, πήγαιναν απευθείας και έπαιρναν πρόγευμα από το σημείο διανομής των πρωτοετών.
Στις ώρες που ακολούθησαν, η εκπαίδευση έγινε ομαδικά στο προαύλιο για όλη την πρώτη τάξη του λόχου. Ο Αθηνογένους ανέλαβε ξανά τα ηνία ως αρχαιότερος των εκπαιδευτών και διέταξε να ληφθεί εκ νέου αναφορά. Έτσι ο Ορέστης εκφώνησε τα πρώτα του παραγγέλματα. Στην αρχή επαναλάμβανε αυτά που του υπαγόρευε ο δεκανέας. Τα λάθη του όσο και ο τρόπος εκτέλεσης των συμμαθητών του, είχαν ως συνέπεια τη βροχή ουρλιαχτών και την άμεση επιβολή τιμωριών. Οι πρωτοετείς μετά από κάθε παράγγελμα έπεφταν για κάμψεις οι οποίες για ποικιλία εναλλάχτηκαν με το γνωστό «εν, δυο κάτω». Μετά από δεκάδες επαναλήψεις, ο Ορέστης βελτιώθηκε και οι συμμαθητές του εκτελούσαν ικανοποιητικά. Με το «εποικοδομητικό» εκείνο μάθημα χάθηκε όλη η εκπαιδευτική περίοδος. Όμως ο δεκανέας δεν έμεινε ευχαριστημένος και έτσι αποφάσισε να «αξιοποιήσει» και το χρόνο του διαλείμματος.

Την επόμενη περίοδο διδάχθηκαν τον ύμνο του Ευέλπιδος. Όρθιοι και ακίνητοι, άκουγαν έναν τεταρτοετή που τραγουδούσε μια στροφή. Στη συνέχεια την επαναλάμβαναν όλοι μαζί, όπως στο νηπιαγωγείο. Ο Αθηνογένους βγήκε και πάλι εκτός εαυτού γιατί κατά τη γνώμη του δεν τραγουδούσαν ζωηρά και συντονισμένα. Για το λόγο αυτό τους διέταξε να εκτελούν ταυτόχρονα σημειωτόν.
—Ένα δύο, εν δυο! Συντονιστείτε άσσοι! Πεθαμένοι είστε μωρέ! Πάμε από την αρχή! φώναξε ένας τεταρτοετής.
Οι πρωτοετείς άρχισαν το τραγούδι με αγριοφωνάρες, “Τι τιμή στο παλικάααρι όταν έμπει στη Σχολή, στη Σχολή….” γκαπ! γκαπ! “…και περήφανα φορέεεεσει του Ευέλπιδος στολήηηη…”, γκαπ! γκαπ! “…τη στολή που ετιμήσαν τόσες άλλες γενεές, γενεές…” γκαπ! γκαπ! “…και με δάφνες εστολίιιιισαν ένδοξες παλιές μορφές…”, γκαπ! γκαπ! “…κι όταν αύριο αφήηησει τα θρανία της Σχολής, της Σχολής…” γκαπ! γκαπ! “και στο στράτευμα αρχίιιισει εποχή νέας ζωής, νεάς ζωής…” γκαπ ! γκαπ! “…θα ’χει έναν πόθο μεσ’ την καρδιάααα…” γκαπ! γκαπ! “…μια κρυφή ελπίιιιδα…” γκαπ! γκαπ! “…να τιμήσει την πατρίιιιιδα, τηηηη γλυκιά” γκαπ! γκαπ! “να δοξάσει ηρωικά…” γκαπ! γκαπ! “…τη γλυκιά, να δοξάσει ηρωικά.” γκαπ! γκαπ!
—Συντονιστείτε άσσοι, ψηλά το πόδι! Ένα δύο, εν δυο! Πεθαμένοι! Δεν ήταν φωνή αυτή, πάμε πάλι από την αρχή.
Μετά από δεκάδες επαναλήψεις του ύμνου, οι περισσότεροι είχαν βραχνιάσει. Οι εναλλαγές του ύμνου του Ευέλπιδος με την «ευχάριστη» ποικιλία κάμψεων και αναπηδήσεων, γέμισαν όλο τον υπόλοιπο χρόνο της πρωινής εκπαίδευσης.

Τους αποδέσμευσαν στις 13:25 για ατομική καθαριότητα με την εντολή να συγκεντρωθούν ξανά σε δύο λεπτά. Τα μπατζάκια των πρωτοετών πήραν φωτιά και πάλι. Τους οδήγησαν τροχάδην στα όρια, όπου διατάχτηκαν να περιμένουν μέχρι το σάλπισμα του γεύματος. Ο Ορέστης άκουσε κάποιον να λέει,
—Φεύγω! Δεν κάθομαι άλλο σε αυτό το τρελοκομείο!
—Περίμενε ρε συ! Κάνε υπομονή μια βδομάδα και μετά βλέπεις τι θα κάνεις. Μην το βάζεις κάτω! είπε κάποιος άλλος προσπαθώ-ντας να τον μεταπείσει.
—Δε με ενδιαφέρει! Εγώ φεύγω!
Ξαφνικά ακούστηκε,
—Είστε καλά άσσοι; Περνά επιλοχίας και δε χαιρετάτε;
Οι πρωτοετείς αιφνιδιάστηκαν και πήραν γρήγορα τη στάση της προσοχής. Χαιρέτησαν, μα οι περισσότεροι δεν έβλεπαν τι χαιρετούσαν.
—Έλα εδώ άσσε! φώναξε ένας τεταρτοετής.
Κανένας δεν πήγε κοντά του και όλοι κοιτάζονταν μεταξύ τους.
—Έλα εδώ είπα! Μην κάνεις ότι δε με βλέπεις! Ναι, σε σένα το λέω! Έλα τροχάδην εδώ!
Ένας πρωτοετής ξεχώρισε από τη μάζα. Πήγε και στάθηκε μπροστά στον τεταρτοετή.
—Γιατί δε χαιρετάς; Δε σου έμαθε ο διπλανός σου πώς να παρουσιάζεσαι στους ανωτέρους σου;
Με γκριμάτσα που φανέρωνε ότι ο πρωτοετής κατηγορούσε τον εαυτό του για την ανεπίτρεπτη παράλειψή του, στάθηκε προσοχή και χαιρέτησε.
—Ποιον έχεις διπλανόουου;
—Τον Εύελπι τετάρτης Αργυρόπουλο Ανδρέαααα!
—Γιατί δε χαιρέτησες τον επιλοχία;
—Δεν τον είδα.
—Πρόχειρη η δικαιολογία στο στόμα σου, έτσι δεν είναι άσσε;
Οι υπόλοιποι πρωτοετείς, αμίλητοι, παγωμένοι, παρακολουθούσαν με περιέργεια το δράμα που παιζόταν μπροστά στα μάτια τους.
—Πώς λένε τον επιλοχία άσσε;
—Δε γνωρίζω.
—Και τι γνωρίζεις; Γνωρίζεις τίποτε;
—Όχι!
—Να γράψεις εκατό φορές το όνομα του επιλοχία και να μου το φέρεις αμέσως μετά το βραδινό φαγητό στο θάλαμο! Κατάλαβες πολίταρε;
—Μάλιστα!
—Μαλλιά! Εμένα με ξέρεις;
—Όχι!
—Τότε τι θα αναφέρεις ρε άσσε;
Σιγή από τον πρωτοετή. Ο τεταρτοετής συστήθηκε, αλλά σχεδόν ταυτόχρονα καινούργιο δράμα άρχισε να παίζεται. Κάποιος άλλος συμμαθητής του είχε χωθεί μέσα στο πλήθος και παρατηρούσε σε αυστηρό τόνο έναν πρωτοετή που είχε τολμήσει να γελάσει εις βάρος του συναδέλφου του. Αφού έμαθε ποιος ήταν ο ιερόσυλος «άσσος» έδωσε εντολή σε όλη την τάξη να κάνει «ψιλό-ψιλό» δηλαδή επιτόπου τροχάδην. Η «ευχάριστη» παρέα συμπληρώθηκε σύντομα και από άλλους τεταρτοετείς οι οποίοι δεν έχασαν την ευκαιρία για λίγη μεσημβρινή ψυχαγωγία.

 

periplous.gr

 

 

 

 

περισσότερα
Back to top button