Άργος ΟρεστικόΚαστοριάΠαλαιά Καστοριά

Σαν σήμερα: 13 Απριλίου 1944 – Οι Γερμανοί πυρπολούν το Κωσταράζι

Το χρονικό από ένα άγνωστο ολοκαύτωμα – Σαν σήμερα οι Γερμανοί στρατιώτες των κατοχικών δυνάμεων πυρπολούν και καταστρέφουν συθέμελα το Κωσταράζι για αντίποινα

Το Παλιό Κωσταράζι αναπόφευκτα, λόγω της γεωγραφικής του θέσης, αποτέλεσε ορμητήριο πολλών αντάρτικών ομάδων με αποτέλεσμα να το πληρώσει ακριβά…

Κι αν το 1912, μετά την καταστροφή του χωριού από τους Οθωμανούς oι Κωσταραζινοί επέστρεψαν και το αναστήλωσαν… 32 χρόνια αργότερα, στις 13 Απριλίου του 1944, οι γερμανικές κατοχικές δυνάμεις, πυρπολούν το Κωσταράζι ως αντίποινα και του δίνουν το τελειωτικό χτύπημα.

Η πληροφορία των Γερμανών

Οι γερμανικές υπηρεσίες της Θεσσαλονίκης, είχαν αποσπάσει πληροφορίες από άτομο που ανέκριναν, πως ο μυλωνάς Δημήτριος Γάβρος από το Κωσταράζι συνεργαζόταν με τους αντάρτες. 

Συγκεκριμένα, οι πληροφορίες τους ανέφεραν πως ο Γάβρος είχε εφοδιάσει τους αντάρτες με μπαταρία από το μύλο του για τον ασύρματό τους. Με βάση την πληροφορία αυτή, δόθηκε εντολή από τη Θεσσαλονίκη να οργανωθεί επιχείρηση εναντίον του Κωσταραζίου, αλλά και άλλων χωριών στο Άσκιο.

Στα πλαίσια της παραπάνω εντολής, ανατέθηκε από τον φρούραρχο Καστοριάς Χίλντενμπραντ στον Λοχία της Στρατιωτικής Χωροφυλακής Μίχαελ Έμπνερ, η οργάνωση επιχείρησης εναντίον του Κωσταραζίου, με σκοπό την καταστροφή του μύλου και τη σύλληψη ζωντανού ή νεκρού του ιδιοκτήτη του.

Η είσοδος Γερμανών και κομιτατζήδων στο Κωσταράζι
Στις 12 Απριλίου ο Έμπνερ με δύναμη διακοσίων περίπου Γερμανών στρατιώτων από το Αμύνταιο και πενήντα κομιτατζήδων μετέβησαν στο Κωσταράζι.
Ξημερώματα λοιπόν και οι κάτοικοι ξεκινούσαν για τις δουλειές τους, όταν κάποιοι κτηνοτρόφοι από το ύψωμα Σκάλα είδαν τους Γερμανούς που έρχονταν από τη τοποθεσία ”Φούσια”, αμέσως ειδοποίησαν το χωριό. 

Φυσικά, μετά την σφαγή της Κλεισούρας μία βδομάδα νωρίτερα, οι περισσότεροι κάτοικοι, κυρίως άντρες και νέοι, προσπάθησαν να διαφύγουν στα γειτονικά δάση.
Οι Γερμανοί κατέλαβαν θέσεις κατά μήκος του αντερείσματος του υψώματος Σκάλα και απέναντι από τη θέση Ρόβια και πυροβολούσαν εναντίον αυτών που διέφευγαν. Από τα γερμανικά πυρά σκοτώθηκε ο δωδεκάχρονος Δημήτριος Τσότσος του Θωμά.
Στη συνέχεια, ο Έμπνερ συγκέντρωσε όσους απέμειναν στο χωριό, άντρες και γυναίκες, στην κεντρική  πλατεία. Διαβεβαίωσε  τους κατοίκους πως δε θα τιμωρηθεί κανείς, αρκεί να επιστρέψουν  όλοι στο χωριό.

 

Το δυτικό τμήμα του χωριού. Στο βάθος διακρίνονται τα χαλάσματα από τα πέτρινα σπίτια.
Κυρίως όμως, με την απειλή της εκτέλεσης είκοσι κατοίκων, απαίτησε την επιστροφή των μυλωνάδων Γάβρου και του συνεταίρου του Αντρέα Μότσιου.

Για να ειδοποιήσει τους διαφυγόντες στα δάση, έστειλε τον Δημήτριο (Τάκα) Τσιτσή ντυμένο με άσπρη πουκαμίσα, ώστε  να είναι διακριτός από τα γύρω φυλάκια και κυρίως από τους Γερμανούς στρατιώτες που αναμένονταν από την Κοζάνη.

Πολλοί από τους κατοίκους γύρισαν, κυρίως  οι μεγαλύτεροι, οι περισσότεροι όμως όχι. Καθώς ο Γάβρος δεν εμφανίστηκε, έστειλαν  να τον φωνάξει η γυναίκα του, επίσης ντυμένη  στα λευκά.

Πράγματι αυτός παρουσιάστηκε. Ακολούθησε η ανάκρισή του και η κακοποίησή του. 

Τέλος, αφού τον έστειλαν  υπό την επίβλεψή τους να μαζέψει λίγδα και αβγά από τα σπίτια του χωριού, τον εκτέλεσαν -αφού δεν ομολόγησε- μέσα στο χωριό, στη θέση «Ζολώτα», μπροστά στα μάτια των κατοίκων. Ο καταζητούμενος συνέταιρός του δεν εμφανίστηκε κι έτσι γλίτωσε το θάνατο.

Γύρω στο μεσημέρι της ίδιας μέρας και ενώ διαδραματίζονταν όλα αυτά, φάνηκε να έρχεται προς το Κωσταράζι και άλλη φάλαγγα Γερμανών στρατιωτών από την Κοζάνη από τον αμαξιτό δρόμο που οδηγούσε στο χωριό.

Όταν έφτασε στην τοποθεσία ”Φεγγά Αλώνια”, ανέκοψε την πορεία της βλέποντας τρεις φωτοβολίδες, που εκτόξευσαν οι στρατιώτες που ήδη βρίσκονταν μέσα στο χωριό, ως ένδειξη μη ύπαρξης κινδύνου και αποχώρησαν.

Η Τρανή Στράτα – Ο αμαξιτός δρόμος που οδηγεί στο Παλιό Κωσταράζι. Δεξιά  η τοποθεσία Μπελλ’ Γκουρτσιά.

Αυτή η αλλαγή των σχεδίων, όπως φημολογούνταν τότε, ήταν ευτύχημα διότι εάν έφτανε πρώτη η φάλαγγα από την Κοζάνη, θα προέβαινε σε σφαγές καθώς ήταν επηρεασμένη από τις πληροφορίες που συγκέντρωνε από τα διάφορα χωριά που βρίσκονταν στο δρόμο τους και περιέγραφαν το Κωσταράζι ως τόπο συγκέντρωσης και εξόρμησης αντάρτικων ομάδων.

Ωστόσο, οι Γερμανοί παρέμειναν την υπόλοιπη ημέρα και διανυκτέρευσαν στο χωριό, επιτείνοντας την αγωνία των κατοίκων για επικείμενη πυρπόληση ή εκτέλεση.

Τα τραγικά γεγονότα της 13ης Απριλίου

Και ξημέρωσε η αποφράδα ημέρα της 13ης Απριλίου 1944. Πρωί πρωί, από στόμα σε στόμα διαδόθηκε η διαταγή των Γερμανών μέσω του διερμηνέα τους:
«Όλοι οι κάτοικοι του χωριού να το εγκαταταλείψουν και να συγκεντρωθούν στ’ Μπελλ’ τ’ Γκουρτσιά (Τρανή Στράτα). Όσοι δεν το εγκαταλείψουν και βρεθούν μέσα στο χωριό θα εκτελεστούν».
 
Μπελλ’ τ’ Γκουρτσιά – Η τοποθεσία στην οποία συγκεντρώθηκαν οι κάτοικοι του Κωσταραζίου για να εκτελεστούν.
Το γρήγορο χτύπημα της καμπάνας μετέφερε το μήνυμα του θανάτου από άκρη σε άκρη. 
Απερίγραπτα τραγικά γεγονότα έζησαν οι Κωσταραζινοί. Όσοι ζουν, θυμούνται και μας τα εξιστορούν με δακρυσμένα μάτια ακόμα κι ας πέρασαν τόσα χρόνια.
«Να μη ζήσετε εσείς αυτά που ζήσαμε εμείς!» λένε…
 
Θυμούνται τη Βάγια τη λεχώνα, τυλιγμένη με μια κουβέρτα, μέσα στα αίματα ακόμα και την πεθερά της με το νεογέννητο μωρό στην αγκαλιά, να ανεβαίνουν το λάκκο τ’ Μότσιας για να εμφανιστούν μπροστά στους Γερμανούς στρατιώτες.
Ακόμα ηχεί στ΄ αυτιά τους ο ήχος της μπότας των Γερμανών, «γκαπ γκουπ!» όπως χαρακτηριστικά διηγούνται, που σκόρπιζε τον τρόμο και την απελπισία.
Σταμάτησε ο νους!… 

Κυριολεκτικά έχασε η  μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Τι να πάρουν τα δυο χέρια του ανθρώπου; Αρπάζουν το καβάδι, τα τσαράπια, ένα πισνίκ’ ψωμί, αλλά τα παρατούν για να πάρουν το μωρό που κλαίει αγκαλιά. Η αλληλεγγύη περίσσεψε εκείνες τις ώρες. Βοηθούσε ο ένας τον άλλον όπως μπορούσε.

Καθώς ο φόβος της ομαδικής εκτέλεσης έζωνε τις καρδιές τους, με κλάματα αγκαλιάζονταν για τον «τελευταίο ασπασμό». Ζητούσαν την αλληλοσυγχώρεση, ακόμα και οι μαλωμένοι μεταξύ τους κάτοικοι, για να είναι έτοιμοι για το στερνό ταξίδι.
Όταν όλοι συγκεντρώθηκαν στην είσοδο του χωριού, διαχωρίστηκαν οι άντρες από τα γυναικόπαιδα. Με την απειλή των πολυβόλων διασκέδαζαν οι Γερμανοί, στρατιώτες διατάζοντας τους άντρες άλλοτε να γονατίζουν και άλλοτε να σηκώνονται όρθιοι. 
Πίσω από την πρώτη γραμμή των αντρών, κάποιοι προσπαθούσαν να γλιστρήσουν προς την πλαγιά, ώστε αν άρχιζαν οι πυροβολισμοί να έτρεχαν στην κατηφοριά να σωθούν. Ξαφνικά, μαύροι καπνοί ξεπήδησαν απ’ το χωριό. 

Φλόγες τύλιξαν την εκκλησία και το σχολείο, ο γυναικωνίτης και η σκεπή της εκκλησίας σωριάστηκαν μεμιάς! Κανείς όμως δεν έκλαιγε, κανείς δε στέναζε καθώς η απειλή του θανάτου πάγωνε τις αισθήσεις.

Η σημερινή όψη της εκκλησίας την οποία εθελοντικά αναστήλωσαν οι κάτοικοι του Κωσταραζίου.
Μάλιστα τρεις γέροντες και δύο βρέφη που λόγω ακριβώς της ηλικίας τους παρέμειναν στα σπίτια, εκτελέστηκαν ή σκοτώθηκαν εξαιτίας της κατάρρευσης των σπιτιών μετά την πυρπόληση.[1]
Ο διοικητής της διλοχίας των SS από τη Σιάτιστα[2], που είχε φτάσει την ίδια μέρα στο χωριό για να ενισχύσει τις επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών στο Άσκιο, ήταν αποφασισμένος να εκτελέσει όλους τους άντρες. Μόνο μετά από την παρέμβαση του Έμπνερ, η οποία αποδείχτηκε σωτήρια, μεταπείστηκε ο διοικητής των SS. 

Παρ΄ όλο που η ίδια μονάδα των SS πυρπόλησε το χωριό… ως εκ θαύματος, η εκτέλεση ματαιώθηκε  και οι άντρες αφέθηκαν στα χέρια τις Βέρμαχτ!

Οι Γερμανοί αποχώρησαν παίρνοντας μαζί τους 76 άντρες συμπεριλαμβανομένου και του προέδρου Λεωνίδα Βύρου και του αντιπροέδρου Ιωάννη Μιχαλάκα με τη δικαιολογία ”… για να μην τους πάρουν οι αντάρτες.” που μεταφέρθηκαν και φυλακίστηκαν στην Καστοριά.

Μετά από τις  ενέργειες του Μητροπολίτη Νικηφόρου και του Νομάρχη Πέτροβα και με τη σύμφωνη γνώμη του Χίλντενμπραντ αποφυλακίστηκαν περίπου μια βδομάδα αργότερα.

Ότι απέμεινε από το άλλοτε επιβλητικό διώροφο δημοτικό σχολείο.

Το χωριό κάηκε και απαγορεύτηκε η επανακατοίκησή του, γιατί όπως είπαν οι Γερμανοί… «οι μεν κάτοικοι είναι καλοί, αλλά το χωριό είναι κλεφτοχώρι».


Ο θρήνος και ο ξεριζωμός

Μετά την αποχώρηση των Γερμανών οι Κωσταραζινοί μπόρεσαν να θρηνήσουν τα σπίτια και το νοικοκυριό  τους. Διακόσια εξήντα τρία σπίτια καταστράφηκαν και σώθηκαν με μικρές ζημιές μόνο δέκα τέσσερα. Οι πυροπαθείς οικογένειες ήταν διακόσιες εβδομήντα επτά.

 

Ένα από τα εναπομείναντα σπίτια από τα οποία δεν έχουν καταρρεύσει.
Δέκα μέρες αργότερα, όταν ελευθερώθηκαν οι εβδομήντα οκτώ άντρες, όλες οι οικογένειες χωρίς να έχουν διασώσει τίποτε από το νοικοκυριό τους, αναγκάστηκαν με πόνο ψυχής να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και το Κωσταράζι και να μετοικήσουν στα γειτονικά χωριά, το Άργος Ορεστικό και την Καστοριά, όπου και παρέμειναν μέχρι τον τερματισμό της κατοχής.
Από εκεί και πέρα, το Κωσταράζι στις συνειδήσεις όλων θα έμενε ως Παλιό… και οι πολύπαθοι κάτοικοί του, θα ξεκινούσαν μια νέα και δύσκολη αρχή δημιουργώντας το Νέο πλέον Κωσταράζι. 
Μαλαματή Καρακώστα – Όλγα Γεωργοπούλου
Εκπαιδευτικοί
Παραπομπες
[1] Σύμφωνα με τις ληξιαρχικές πράξεις θανάτου, το ένα από τα δυο παιδιά, ηλικίας δύο ετών, είχε πυροβοληθεί, ενώ το άλλο ηλικίας ενός έτους, σκοτώθηκε από την κατάρρευση του σπιτιού μετά την πυρπόληση από τους Γερμανούς.
[2] Δεν αποκλείεται να μετέβει στο Κωσταράζι, επικεφαλής της δύναμης των SS, ο ίδιος ο Ταγματάρχης Γκύντερ Όρτμαν (Gunther Ortmann), διοικητής του 3ου Τάγματος του 7ου Συντάγματος SS, που έδρευε στη Σιάτιστα.
Πηγές
Στοιχεία από τη διδακτορική διατριβή, «Αντίποινα των Γερμανικών αρχών Κατοχής στη Μακεδονία (1941-1944)», του Διδάκτορα Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας Α.Π.Θ. Στράτου Ν. Δορδανά.
Προφορικές μαρτυρίες κατοίκων Κωσταραζίου

Στοιχεία από το βιβλίο, Παλαιό Κωσταράζι (Ιστορία-Λαογραφία), του Ιωάννη Θ. Τόλιου,  Υποστράτηγου ε.α.

Φωτογραφίες 

Kostarazi24 Blogspot

περισσότερα
Back to top button